Έπειτα από πολύμηνες έρευνες, σε συνεργασία με τις ισπανικές Αρχές και με τη συνδρομή της EUROPOL και των αμερικανικών Αρχών, πραγματοποιήθηκε ευρείας κλίμακας αστυνομική επιχείρηση, με την κωδική ονομασία «ΑΚΡΟΠΟΛΗ», σε Αττική, Καβάλα, Μαγνησία, Κορινθία και Λασίθι.

Στο πλαίσιο της επιχείρησης, στην όποια συμμετείχαν πάνω από 80 αστυνομικοί της Ασφάλειας, εξαρθρώθηκε διεθνής εγκληματική οργάνωση, που δραστηριοποιούνταν στην παράνομη διακίνηση και στο εμπόριο ανθρώπων (trafficking), με σκοπό την εργασιακή και σεξουαλική τους εκμετάλλευση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ



Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης διενεργήθηκαν ταυτόχρονες έρευνες, παρουσία δικαστικών λειτουργών, σε 12 οικίες και προσήχθησαν δεκάδες άτομα για να εξετασθούν.

Ενδεικτικά, κατά τη διάρκεια έρευνας σε διαμέρισμα στον Πειραιά, το οποίο η εγκληματική οργάνωση χρησιμοποιούσε ως προσωρινό χώρο διαμονής των αλλοδαπών, συνελήφθησαν δύο μέλη του κυκλώματος και βρέθηκαν οκτώ γυναίκες – θύματα εμπορίας ανθρώπων.

Όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα, οι συλληφθέντες, τουλάχιστον από τα μέσα του 2011, συγκρότησαν ή εντάχθηκαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα σε δομημένη διεθνή εγκληματική οργάνωση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 Όπως προέκυψε, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης δραστηριοποιούνταν:

– στην παράνομη διακίνηση υπηκόων Δομινικανής Δημοκρατίας, με τελικό προορισμό ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως την Ισπανία, έχοντας ως χώρες διαμετακόμισης (transit ) την Τουρκία και την Ελλάδα
– στο εμπόριο ανθρώπων, με σκοπό την εργασιακή και σεξουαλική εκμετάλλευση των διακινούμενων ατόμων
– στην πλαστογραφία διαβατηρίων και ταυτοτήτων των ισπανικών Αρχών, με τη χρήση των οποίων διευκολυνόταν η παράνομη διακίνηση των ατόμων και
– στη νομιμοποίηση των εσόδων της εγκληματικής τους δραστηριότητας.

Η οργάνωση είχε διαρκή δράση, με διακριτούς ρόλους των μελών της, ενώ διέθετε εσωτερική διάρθρωση και αποκεντρωμένη λειτουργία, υπό τη μορφή τεσσάρων «τομέων-πυρήνων», οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στη Δομινικανή Δημοκρατία, την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ισπανία.

Τα μέλη του πρώτου πυρήνα είχαν ως αποστολή να εντοπίζουν άτομα στη Δομινικανή Δημοκρατία με δεινή οικονομική κατάσταση και να τα πείθουν να μεταβούν στην Ισπανία, με την υπόσχεση ότι θα τους βρουν νόμιμη εργασία, με ικανοποιητικές χρηματικές απολαβές και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Για να δελεάσουν ακόμα περισσότερο τα υποψήφια θύματά τους, προέβαλλαν τον αληθοφανή ισχυρισμό ότι στην Ισπανία μπορούν να προσαρμοστούν και να αφομοιωθούν εύκολα λόγω της κοινής γλώσσας.

Για την πραγματοποίηση του «ταξιδιού σωτηρίας» το οποίο τους υπόσχονταν, κάθε άτομο κατέβαλλε το χρηματικό ποσό των 5.000 – 6.000 ευρώ, που στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούσε προϊόν δανεισμού από συγγενείς και οικεία πρόσωπα, και στη συνέχεια μετέβαιναν αεροπορικώς στην Κωνσταντινούπολη, αφού τα μέλη της οργάνωσης διεκπεραίωναν όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για το ταξίδι.

Στην Κωνσταντινούπολη, τα μέλη του δεύτερου πυρήνα αποστερούσαν την ελευθερία κίνησης των θυμάτων τους με την αφαίρεση των διαβατηρίων τους και, αφού τα παραποιούσαν, ώστε να μη φαίνεται η σφραγίδα εισόδου στην Τουρκία, τα ταχυδρομούσαν στην Ελλάδα. Για όσο διάστημα παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη, απαιτούσαν από τα θύματα 40 έως και 100 ευρώ ημερησίως, για έξοδα διαμονής, και, σε περίπτωση αδυναμίας, τα εξανάγκαζαν είτε να εκπορνεύονται είτε να μεταφέρουν ναρκωτικά κατά την επικείμενη μετάβασή τους στην Ελλάδα, όπου εισέρχονταν παράνομα.

Τα μέλη του τρίτου πυρήνα παραλάμβαναν τα διακινούμενα άτομα στη χώρα μας και τα μετέφεραν στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, όπου, αφού τα εγκαθιστούσαν σε διαμερίσματα που τους υπενοικίαζαν οι ίδιοι, προέβαιναν στην κατάρτιση ή τη νόθευση διαβατηρίων ή ταυτοτήτων ισπανικών Αρχών. Απαιτούσαν, μάλιστα, ως αμοιβή μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία κατέβαλλαν είτε συγγενείς των διακινούμενων ατόμων από τη Δομινικανή Δημοκρατία, με εμβάσματα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες μεταφοράς χρημάτων, είτε, εφόσον επρόκειτο για γυναίκες θύματα, τις εξανάγκαζαν να εκδίδονται σε κρυφούς οίκους ανοχής, με πελάτες που έβρισκαν οι ίδιοι.

Στην περίπτωση που τα θύματα συλλαμβάνονταν από τις αστυνομικές Αρχές για παράνομη είσοδο στη χώρα μας, μέλη της οργάνωσης έρχονταν άμεσα σε επαφή μαζί τους και τους υποδείκνυαν να αιτηθούν πολιτικό άσυλο.

Στη συνέχεια και αφού είχαν πλέον εφοδιάσει τα θύματά τους με πλαστά ισπανικά ταξιδιωτικά έγγραφα, τα προωθούσαν αεροπορικώς στην Ισπανία, έχοντας όμως εκδώσει εισιτήρια με τελικό προορισμό τη Δομινικανή Δημοκρατία, ώστε να παραπλανούν τις Αρχές και τους ελέγχους στο αεροδρόμιο.

Για τη διαμονή στην Ελλάδα και τα εισιτήρια απαιτούσαν και πάλι υπέρογκα χρηματικά ποσά και, σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής, εξανάγκαζαν τα θύματά τους στην εκπόρνευση.

Στον τελικό προορισμό τους στην Ισπανία, τα θύματα εξαναγκάζονταν από τα μέλη του τέταρτου πυρήνα να εκπορνεύονται σε οίκους ανοχής που εκμεταλλευόταν η εγκληματική οργάνωση. Επιπλέον, παρακρατούσαν τα γνήσια διαβατήρια των θυμάτων που παραλάμβαναν ταχυδρομικά από την Τουρκία

Με τη μεθοδολογία αυτή εκτιμάται ότι η εγκληματική οργάνωση έχει διακινήσει μέσω Τουρκίας, κυρίως στην Ισπανία, αλλά και την Ιταλία, εκατοντάδες άτομα.

Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο δραστηριοποίησης της εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της απέστελλαν τα παραποιημένα διαβατήρια των θυμάτων είτε από τον Άγιο Δομίνικο σε συνεργάτες τους στην Τουρκία και στη συνέχεια στην Ελλάδα, κυρίως μέσω διαφόρων εταιρειών ταχυμεταφορών, είτε απευθείας από τον Άγιο Δομίνικο στην Ελλάδα μέσω Η.Π.Α..

Σε συνεργασία με τις αμερικάνικες Αρχές, διαπιστώθηκε ότι τα δέματα που αποστέλλονταν από τον Άγιο Δομίνικο στην Ελλάδα διέρχονταν μέσω των Η.Π.Α, όπου πραγματοποιούνται δειγματοληπτικοί έλεγχοι, και σε περίπτωση που περιέχουν ταξιδιωτικά έγγραφα αυτά κατάσχονται. Κατασχέθηκαν συνολικά 14 δέματα, τα όποια διαπιστώθηκε ότι περιείχαν συνολικά 25 πλαστά διαβατήρια, εννέα πλαστές ταυτότητες, δύο πλαστές VISA και τρεις πλαστές άδειες οδήγησης, διαφόρων χωρών.

Τα έσοδα από τις δραστηριότητες της εγκληματικής οργάνωσης, συγκεκριμένα τα χρηματικά ποσά που τα μέλη της απαιτούσαν και εισέπρατταν ως αντίτιμο για την παράνομη μεταφορά των διακινούμενων αλλοδαπών και την κατάρτιση πλαστών εγγράφων με τα οποία τους εφοδίαζαν, διακινούνταν μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα και συγκεκριμένα μέσω πολυεθνικών εταιρειών ταχυμεταφοράς χρημάτων. Από τη μέχρι τώρα έρευνα προκύπτει ότι από το 2011 διακινήθηκε το χρηματικό ποσό των 535.000 ευρώ τουλάχιστον.

Κατά τη διάρκεια των ερευνών βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:

– το χρηματικό ποσό των 1.245 ευρώ

– 77 κινητά τηλέφωνα

– 25 κάρτες SIM

– 11 ηλεκτρονικοί υπολογιστές

– δύο σκληροί δίσκοι

– μία φορητή μονάδα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων

– δύο φωτογραφικές μηχανές

– 11 πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα

– 23 ταξιδιωτικά έγγραφα και 17 φωτογραφίες τρίτων προσώπων

– πληθώρα παραστατικών εταιρείας ταχυμεταφορών και των εταιρειών ηλεκτρονικής μεταφοράς χρημάτων

– αεροπορικά εισιτήρια και κάρτες επιβίβασης τρίτων προσώπων

– πληθώρα φωτοαντίγραφων ταυτοτήτων και υπεύθυνων δηλώσεων τρίτων προσώπων και

– πληθώρα ιδιόχειρων σημειώσεων.

H επίσημη ανακοίνωση:

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης