Πέμπτη βράδυ, διασκεδάζουμε με την παρέα μας σε γνωστό μαγαζί λίγο πιο κάτω από το Γκάζι. Η ατμόσφαιρα είναι φοβερή, περνάμε ένα υπέροχο βράδυ. Το μαγαζί σφύζει από κόσμο. Πειρατές και στρατιωτικοί, κατάδικοι και αστυνομικίνες, ποντίκια και γάτες, άγγελοι και διάβολοι. Όλοι έχουν γίνει ένα στην ατμόσφαιρα του πάρτι μασκέ… Η ώρα περνάει, το μαγαζί σιγά σιγά αδειάζει, αλλά εμείς δεν νυστάζουμε. Ούτε όμως θέλουμε να πάμε και πολύ μακριά, γιατί είναι σχεδόν 4 η ώρα το πρωί.

Αποφασίζουμε να πάμε στο club «Villa Mercedes» που βρίσκεται ακριβώς δίπλα, να πιούμε ένα τελευταίο ποτό και να γυρίσουμε στα σπίτια μας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Τρελή είσαι;» μου λέει ο πρώτος της παρέας. «Είμαστε τρεις άντρες και μια γυναίκα, αποκλείεται να μας αφήσουν να μπούμε»…

«Η πόρτα εκτός από παράνομη είναι και ξεπερασμένη» του απαντάω. «Εξάλλου, ένα τέτοιο club δεν έχει λόγο να μας απαγορεύσει την είσοδο. Ούτε μεθυσμένοι είμαστε, ούτε άξεστοι, ούτε με τις βερμούδες… Πάμε, δεν πιστεύω να έχουμε πρόβλημα. Ένα ποτό θα πιούμε και θα φύγουμε» συνεχίζω.

«Δεν ξέρεις τι “πόρτα” έχουν, γι’ αυτό τα λες. Ρώτα κι εμάς που για να πάμε να πιούμε ένα ποτό παίρνουμε τηλέφωνο όλες τις φίλες μας. Αν η αναλογία δεν είναι τρεις γυναίκες – ένας άντρας, μέσα δεν μπαίνεις. Κι εμείς είμαστε ακριβώς το αντίστροφο. Θα πάμε για καβγά εκεί πέρα» συμπληρώνει ο δεύτερος της παρέας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επιμένω… Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ένα τέτοιο μαγαζί εφαρμόζει το αναχρονιστικό «face control» λες και βρισκόμαστε σε υπανάπτυκτη χώρα.

Πλησιάζουμε τους μαυροφορεμένους αυστηρούς πορτιέρηδες του Villa Mercedes. Στην πρώτη γραμμή μπαίνω εγώ κι ο αδερφός μου.

«Παρακαλώ» μου λέει ευγενικά ο ένας πορτιέρης, «οι δυο σας είστε;»

«Στο σύνολο είμαστε τέσσερις, αλλά οι άλλοι δύο θα έρθουν σε λίγα λεπτά» αποκρίνομαι και κάνω το πρώτο βήμα για να μπω στο club.

«Eεεε… μισό λεπτάκι» μου λέει ένας άλλος πορτιέρης και βάζει το χέρι του μπροστά για να με σταματήσει. Τρέχει γρήγορα και φωνάζει το μεγάλο «αφεντικό». Αυτός είναι ακόμη πιο «άγριος». Ή μάλλον έτσι θέλει να πιστεύει. Αν φορούσε γυαλιά ηλίου θα ήταν φτυστός ο Will Smith στην ταινία «Οι άντρες Με Τα Μαύρα».

«Μάλιστα…» μου λέει

«Τι μάλιστα; Ένα ποτό θέλουμε να πιούμε» του λέω.

«Πόσα άτομα είστε;»

«Στο σύνολο τέσσερα, αλλά οι υπόλοιποι θα έρθουν σε λίγο» επαναλαμβάνω.

Αφού το σκέφτεται , κάνει την κίνηση για να μας αφήσει να περάσουμε. Πάνω που έχω ανέβει το πρώτο σκαλί, εμφανίζονται οι άλλοι δύο της παρέας μας και φωνάζουν να τους περιμένουμε.

Ουπς… Μέγα λάθος! Με το που βλέπει ο «κύριος» πορτιέρης ότι είμαστε 3 άντρες και μια γυναίκα, με σταματάει και με ύφος «λυπάμαι πολύ, αλλά δεν φταίω εγώ» μου λέει:

«Συγγνώμη, αλλά σε λίγο κλείνουμε… Δεν μπορείτε να περάσετε. Εσείς ελάτε μια άλλη μέρα.»

Τι σημαίνει «εσείς;». Δηλαδή να πάω μόνη μου, χωρίς τους «υπόλοιπους»; Αυτό εννοεί; Αρχίζω και εκνευρίζομαι. Του ζητάω να μας αφήσει να περάσουμε διότι δεν έχει καμία δικαιολογία για να μην μας αφήσει. Μετά από έναν έντονο διάλογο, με τραβάει λίγο πιο δίπλα και μου εξηγεί:

«Δεν φταίμε εμείς. Είναι πολιτική του μαγαζιού. Αν το δει ο Τσιλιχρήστος θα βάλει τις φωνές και μπορεί να φάμε και πρόστιμο. Συγνώμη, αλλά την επόμενη φορά, φέρε και 3-4 φίλες σου μαζί»

«Ποιος είναι ο Τσιλιχρήστος;» τον ρωτάω και το πρόσωπό του σχηματίζει μια έκφραση λες και δεν ήξερα ποιος είναι ο Ομπάμα.

«Το αφεντικό» μου λέει.

«Α, είναι αυτός που την προηγούμενη φορά καθόταν δίπλα στο μπαρ και του ζήτησα το λογαριασμό; Πω πω..»

Τι να κάνω. Μπερδεύτηκα. Αφού είχε την ίδια ενδυμασία με τα γκαρσόνια. Μπεζ παντελόνι και σκούρα μπλε μπλούζα με γιακαδάκι. Φαντάσου, από πότε είχα να πατήσω το πόδι μου στο «Villa Mercedes»… Και, βασικά, δεν πρόκειται να το ξαναπατήσω…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης