Ο Γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ Ανρί Λεβί, στο blog του στο περιοδικό «Le Point», με σημερινό του άρθρο επισημαίνει την ανάγκη αναβίωσης ενός νέου φιλελληνικού κινήματος. «Για να αναβιώσει ο φιλελληνισμός» είναι ο τίτλος τους άρθρου του που ως σημείο αναφοράς έχει την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της οποίας παρέθεσε ομιλία με τον βετεράνο δημοσιογράφο Ζαν Μαρί Κολομπανί.

Ο Λεβί παρομοιάζει τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται τώρα η Ελλάδα με τη θέση που είχε βρεθεί κατά τον 19ο αιώνα η χώρα του. Παράλληλα, τονίζει τη λάθος πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία στη γηραιά ήπειρο από τους δανειστές μας και επισημαίνει πως μόνο ένας που πάσχει από αμνησία μπορεί να αγνοεί την αλήθεια αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Καημένη Ελλάδα! Έχει υπάρξει καιρός, ο καιρός του φιλελληνικού κινήματος, στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν από τον Σατωβριάνδο μέχρι τον Λόρδο Βύρωνα στο Μεσολόγγι, από τον Μπερλιόζ μέχρι τον Ντελακρουά, από τον Πούσκιν μέχρι τον νεαρό Βίκτορα Ουγκό, όλοι όσοι θεωρούνταν στην Ευρώπη καλλιτέχνες, ποιητές και μεγάλα πνεύματα, έσπευδαν να βοηθήσουν την Ελλάδα και συστρατεύονταν με αυτή για την ελευθερία της.Σήμερα είμαστε μακριά από αυτά», τονίζει στην εισαγωγή του άρθρου του ο Γάλλος φιλόσοφος.

Και όλο αυτό πέρασε, αφού οι κληρονόμοι αυτών των μεγάλων Ευρωπαίων δεν βρίσκουν τίποτα καλύτερο να κάνουν, την ώρα που οι Έλληνες έχουν να δώσουν άλλη μία μάχη ενάντια σε μία άλλη μορφή ξεπεσμού και υποταγής, παρά να τους κατσαδιάζουν, να τους στιγματίζουν, να τους ταπεινώνουν, και μέσω της λιτότητας που τους επιβάλλουν, να τους στερούν ακόμη και την εθνική κυριαρχία, την οποία οι ίδιοι έχουν εφεύρει. Αυτή είναι η ουσία όσων είπα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε αυτό το γιγαντιαίο κέντρο πολιτισμού, στην καρδιά της πόλης, όπου 600 νέοι και λιγότεροι νέοι άνθρωποι ήρθαν να μας ακούσουν, τον Ζαν-Μαρί Κολομπανί και εμένα, να μιλάμε, κυρίως, για την Λιβύη, αλλά, πολύ γρήγορα, στην πραγματικότητα, για την Ελλάδα», προσθέτει στη συνέχεια.

Ο Γάλλος φιλόσοφος συνεχίζει το άρθρο του, εξαπολύοντας επίθεση στους Ευρωπαίους ηγέτες αναφορικά με τους χειρισμού τους για την ελληνική κρίση. «Ντοπή, είπα, στην αδιάφορη πολιτική σας τάξη, για να μην πω ανεύθυνη, που εδ΄ψ και δεκαετίες, με τη δική σας συνενοχή, κυλίστηκαν στη λάσπη του πελατειακού κράτους, και μετά χρησιμοποίησαν το ευρώ ως μία μηχανή για τη δημιουργία πλασματικού και δανεικού πλούτου. Ντροπή σε αυτό το νεοναζιστικό κόμμα, τη Χρυσή Αυγή, που συγκεντρώνει Ντροπή σε αυτό το νεοναζιστικό κόμμα, την Χρυσή Αυγή, που συγκεντρώνει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το 10- 15% των προτιμήσεων των ψηφοφόρων σας. Ενα κόμμα που με τον διακηρυγμένο ρατσισμό του, την νοσταλγία για την σβάστικα και τον ναζιστικό χαιρετισμό, την ροπή προς την βία, την λατρεία του αίματος και του εθνικισμού, είναι σαν να φτύνει στο πρόσωπο την Ελλάδα του Πλάτωνα, του Δημοσθένη ή όσων αντιστάθηκαν στη δικτατορία των συνταγματαρχών», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Λεβί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο στην άνοδο της Χρυσής Αυγής και συμπληρώνει: «Ντροπή επίσης και σε αυτή την άκαρδη και τραπεζοκρατούμενη Ευρώπη, που επιβάλλει τις συνταγές της σα να δίνει να πιουν (σ.σ. οι Έλληνες) το κώνειο και εφευρίσκει, στη χώρα όπου γεννήθηκε η δημοκρατία και οι αξίες της, ένα πολιτικό μοντέλο, θα έπρεπε να πω αντιπολιτικό, που δεν έχει ακόμη πραγματικό όνομα, αλλά που κάποιοι, εδώ, δεν διστάζουν να το χαρακτηρίσουν σαν ένα καθεστώς “αποικιοκρατίας μέσω του χρέους”», ενώ αμέσως μετά αναρωτιέται: «Μήπως η Ελλάδα μπορεί, όπως απειλείται στο κάτω- κάτω, να καταλήξει εκτός Ευρώπης;». «Όλος ο κόσμος μπορεί να βγει από οπουδήποτε, φυσικά», σπεύδει να απαντήσει.

«Οι ίδιοι οι Έλληνες, τυφλωμένοι από κακούς ποιμένες ή από το ίδιο τους το λαϊκίστικο πάθος μπορούν να αποφασίσουν τη φυγή τους εκ των προτέρων. Κι εξάλλου, το ένα τρίτο της χώρας, έχει επιστρέψει στην ανταλλακτική οικονομία ή στη (μετά βίας) επιβίωση, και ήδη η πραγματικότητα (για αυτούς) τους έχει βγάλει από το ευρώ», διευκρινίζει.

Η επιστροφή, όμως στη δραχμή, δεν θα είναι θέμα μόνο για τους Έλληνες, αλλά για όλη την Ευρώπη, τονίζει εν συνεχεία ο Λεβί, σημειώνοντας: «Όμως ακόμη κι αν εξαπλωθεί το κίνημα, κι αν φτάσει στο τέρμα αυτής της τρελής λογικής όπου η θεραπεία είναι ελάχιστα λιγότερο κακή από την ασθένεια, κι αν η Ελλάδα γίνει, για το καλό (σ.σ.όλων), αυτή η θυσιασμένη Ιφιγένεια στον βωμό μιας Λιτότητας σεβαστής από όλους, και χωρίς διαβαθμίσεις, ο συνδυασμός της δημαγωγίας στο εσωτερικό και της υπεροψίας στο εξωτερικό, της γερμανοφοβίας από την μία και της τεχνοκρατικής επάρκειας από την άλλη, θα φέρει τα πράγματα έτσι ώστε, με μια λέξη, να καταλήξει να επιστρέψει στην δραχμή – και αυτό θα είναι, όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο και σε κάθε περίπτωση για την Ευρώπη, όχι μια ελάφρυνση, αλλά μια τραγική επιδείνωση της κρίσης».

«Διότι κατά βάθος τι είναι η Ευρώπη;», διερωτάται και απαντά: «Είναι ιδέα», είναι ιδέα πολύ « πριν γίνει αγορά». «Δεν θα ήταν, πιο συγκεκριμένα, αγορά αν πρώτα από όλα δεν ήταν ιδέα. Και αυτή ιδέα υφαίνεται από το τριπλό νήμα: της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ και της Αθήνας», επισημαίνει κι ενδυναμώνει τον συλλογισμό του με το παρελθόν. «Είδαμε τι κόστισε η προσπάθεια να ακρωτηριαστεί το εβραϊκό της κομμάτι. Γνωρίζουμε τι παραλίγο να της κοστίσει το σχέδιο παρακώλυσης της ρωμαϊκής οδού και, τηρουμένων των αναλογιών και χωρίς να συγκρίνουμε τα ασύγκριτα, να στερέψει η ελληνική πηγή της Ευρώπης, να αποσπαστούμε από αυτή την ελληνική αυγή, όπου γεννήθηκαν ορισμένοι από τους κυριότερους θεμελιωτές της δημοκρατικής μας συμβίωσης. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το νέο σχέδιο αυτών που ο Νίτσε αποκαλούσε ήδη κακούς Ευρωπαίους. Θα ακολουθούσε μια καταστροφή τέτοια, όχι μόνο οικονομική, αλλά και ηθική, που η σημερινή κρίση θα έμοιαζε απλώς με πρόγευση».

Μπορούμε να αντικρίσουμε το πρόβλημα από την οπτική γωνία που επιθυμούμε. Επιπλέον, όμως, δεν παίζουμε με τα σύμβολα, ούτε με τη μνήμη των λαών.Με το 3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, η Ελλάδα είναι πολύ πιο σημαντική για την Ευρώπη από ό,τι ορισμένες χώρες που της υπαγορεύουν νόμους και πολιτικές. Ο νοών νοείτο: μόνο οι λογιστές και όσοι έχουν αμνησία μπορούν να αγνοούν αυτή την αλήθεια», κατέληξε.

Επιμέλεια: Μαριάννα Μαρμαρά

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης