Μόνο ένα «βελούδινο διαζύγιο» με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μπορούσε να διευκολύνει το Ηνωμένο βασίλειο να αποχωρήσει ομαλά, αναφέρει ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονία, Σπύρος Λίτσας.
Όπως υπογράμμισε ο καθηγητής, μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ (Πρακτορείο 104,9 fm) χρειάζεται βούληση και από τις δυο πλευρές για την επίτευξη μιας συμφωνίας εξόδου. «Στην αντίθετη περίπτωση, θα οδηγηθούμε σε σκληρό διαζύγιο που θα δημιουργήσει θέματα οικονομικής δυσλειτουργίας τόσο στην ΕΕ, όσο και στο εσωτερικό του Ηνωμένου Βασιλείου», είπε.
«Η κρίση που έχει δημιουργηθεί στο εσωτερικό του Ηνωμένου Βασιλείου είναι μακρά και βαθειά. Καταρχήν, ας μην ξεχνάμε ότι η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι δεν έχει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Συγκυβερνά με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Β.Ιρλανδίας, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ευχέρεια που έχει να λαμβάνει αποφάσεις μόνη της, καθώς επίσης και η ίδια η πολιτική κουλτούρα της Μ. Βρετανίας δίνει την ευκαιρία να καταψηφίσουν οι βουλευτές του ίδιου κόμματος την επικεφαλής τους», σημείωσε ο κ.Λίτσας.
Όπως ανέφερε η Μ. Βρετανία ήταν παραδοσιακά αρνητική στην Ενωμένη Ευρώπη. Ωστόσο, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε ανακοινώσει το δημοψήφισμα, δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη. «Ο Κάμερον είχε υποσχεθεί δυο δημοψηφίσματα στον βρετανικό λαό: Το ένα ήταν για εάν η Σκωτία θα παρέμενε στο Η. Βασίλειο, το οποίο και κέρδισε.
Το δεύτερο αφορούσε το αν θα παραμείνει η Βρετανία στην ΕΕ. Όταν είχε ανακοινωθεί το δημοψήφισμα αυτό όσοι γνωρίζαμε πώς λειτουργεί η βρετανική κοινωνία και η βρετανική ελίτ, θεωρούσαμε ότι θα κέρδιζε η πλευρά αυτών που επιθυμούν την παραμονή του κράτος στην ΕΕ. Επίσης, η στόχευση του Κάμερον δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η έξοδος από την ΕΕ αλλά να οδηγήσει του λαϊκιστές και ευρωσκεπτικιστές σε μια ιστορική και οριστική ήττα», επεσήμανε ο κ.Λίτσας.
Με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος να δείχνουν την πόρτα της εξόδου, προκλήθηκε ένας κυκεώνας προβλημάτων για το Ηνωμένο Βασίλειο, εξήγησε ο καθηγητής και πρόσθεσε: «Οι Βρετανοί ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι πρόκειται σε ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Το πιο σημαντικό είναι ότι συνειδητοποίησαν πώς εγείρεται ζήτημα με την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένα ζήτημα απέναντι στην ενότητα είναι εκείνο των Σκοτσέζων που ψήφισαν για την παραμονή τους τόσο στο Η. Βασίλειο όσο και στην ΕΕ, και οι οποίο τώρα ζητούν επανάληψη του δημοψηφίσματος για την παραμονή τους στο Η. Βασίλειο, καθώς δεν επιθυμούν το brexit», πρόσθεσε.
Ένα άλλο είναι το ζήτημα της Β. Ιρλανδίας και η διατήρηση της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής όπως ο ίδιος εξήγησε όπως δημιουργείται μέσω του σχεδίου «back stop». Η πρόταση της Μει που καταψηφίστηκε από τη Βουλή των Κοινοτήτων, μεριμνούσε για το ότι τουλάχιστον μέχρι το 2020, η Β Ιρλανδία, θα διατηρούσε μια σχέση με την ΕΕ διαφορετική από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, για την διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών.
Το σχέδιο δεν έγινε δεκτό, καθώς ένας πολύ μεγάλος αριθμός βουλευτών θεώρησαν ότι αν δημιουργηθεί αυτή η sui generis σχέση με την ΕΕ, τίθεται εν αμφιβόλω το σύνολο της ενότητας του ΗΒ στη βάση της αρχής της ισοτιμίας», εξήγησε ο κ. Λίτσας. Όπως ο ίδιος θεωρεί, είναι δύσκολο να οδηγηθεί ο βρετανικός λαός σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα και ότι ακόμη και σήμερα οι οπαδοί του BREXIT διατηρούν μεγάλο μέρος της ισχύος τους, μεγιστοποιώντας το πρόβλημα για τη Βρετανία.

Πηγή: ΑΠΕ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης