Με τη διπλή ιδιότητα του σεισμολόγου, αλλά και του βουλευτή Λέσβου του ΚΚΕ, ο Σταύρος Τάσσος περιόδευσε στη Βρίσα και στο Πλωμάρι.

Ο κ. Τάσσος, αναφερόμενος στο φαινόμενο του σεισμού αλλά και της αντισεισμικής προστασίας, επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι ο σεισμός είναι ένα φυσικό φαινόμενο που δεν προβλέπεται. Μπορεί, όμως, να προκαλέσει μεγάλες καταστροφές και για αυτόν τον λόγο οφείλει η Πολιτεία να είναι προετοιμασμένη και να έχει φροντίσει για την αντισεισμική θωράκιση των κτηρίων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Στη Λέσβο είχαμε έναν πολύ ισχυρό σεισμό, που το επίκεντρο ευτυχώς ήταν σε θαλάσσιο χώρο και σχετικά μακριά από κατοικημένες περιοχές. Το βασικό στοιχείο που καθορίζει την καταστροφικότητα ενός σεισμού δεν είναι τόσο το μέγεθός του όσο η εγγύτητά του στην κατοικημένη περιοχή. Πολλές φορές, όταν γίνεται ένας σεισμός ακόμη και μικρού μεγέθους, όταν το επίκεντρο είναι πολύ κοντά στην περιοχή που ζούμε, οι κάτοικοι το αντιλαμβάνονται με πολύ μεγαλύτερη ένταση. Επιπλέον, όσο πιο επιφανειακός είναι ένας σεισμός, τόσο μεγαλύτερη ενέργεια θα απελευθερωθεί στην επιφάνεια» σημείωσε.

Όπως λέει ο κ. Τάσσος, «ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που ανακύπτει σε σχέση με τον σεισμό της Δευτέρας, είναι γιατί η Βρίσα υπέστη τόσο μεγάλες ζημιές, συγκριτικά με άλλα χωριά που είναι πολύ κοντά σ’ αυτή. Η επιστημονική εξήγηση που υπάρχει είναι ότι η σεισμική ενέργεια δεν διαδίδεται ομοιόμορφα, γιατί η σύσταση του υπεδάφους δεν είναι ομοιογενής. Η ενέργεια που απελευθερώνεται από ένα σεισμικό φαινόμενο διοχετεύεται στην επιφάνεια της γης μέσω διαύλων που θα βρει στην πορεία του, χωρίς αυτό να γίνεται ομοιόμορφα. Προφανώς, οι δίαυλοι που ακολούθησε ο συγκεκριμένος σεισμός οδήγησαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς του στη Βρίσα».

Η εξέλιξη του φαινομένου, κατά την άποψη του κ. Τάσσου, είναι ομαλή: «Έχουμε μία φυσιολογική μετασεισμική ακολουθία, με πλήθος μετασεισμών. Όσο περνά ο χρόνος, αυξάνεται η πιθανότητα ο σεισμός αυτός να είναι ο κύριος σεισμός. Απόλυτη βεβαιότητα σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει, εξετάζουμε, όμως, πάντα το πιο πιθανό σενάριο, το οποίο είναι ότι ο σεισμός της Δευτέρας ήταν ο κύριος σεισμός».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αναφορικά με τις απόψεις που ακούγονται ότι είναι πιθανόν να γίνει ένας μεγάλος μετασεισμός κοντά στο μέγεθος του αρχικού σεισμού, ο κ. Τάσσος είπε πως «έχουν κάποια βάση, είναι στο πλαίσιο της φυσιολογικής εξέλιξης του φαινομένου και ενδεχομένως να συμβεί κάτι τέτοιο. Όσο περνά, όμως, ο χρόνος και δεν συμβαίνει αυτό, τότε απομακρύνεται μια τέτοια πιθανότητα. Μ’ αυτό το σκεπτικό, ήταν σωστή η ενέργεια να εκκενωθεί η Βρίσα, αφού κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η συνέχεια».

Αναφερόμενος στα ζητήματα αντισεισμικής προστασίας και γενικότερα προστασίας του πληθυσμού από τις φυσικές καταστροφές, ο βουλευτής του ΚΚΕ επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι σε μια ιδανική πολιτεία που ενδιαφέρεται για την ασφάλεια και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της και των πολιτών της, η ασφάλεια και η προστασία από τα ακραία φαινόμενα θα έπρεπε να είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας.

«Δυστυχώς, ζούμε σε μια κοινωνία που εφαρμόζει ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα. Οτιδήποτε γίνεται σήμερα εστιάζει αποκλειστικά και μόνο στο κέρδος και φυσικά δαπάνες για τέτοιου είδους δράσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια των πολιτών δεν είναι επιλέξιμες από την Ευρωπαϊκή Ένωση» υποστηρίζει ο κ. Τάσσος και προσθέτει: «Ως τέτοια κρίνεται η επιδότηση του μεγάλου κεφαλαίου, για να αυξάνει την κερδοφορία του εις βάρος των εργαζομένων και του λαού. Δυστυχώς, αυτήν την ανάπτυξη επιλέγουν οι σημερινές κυβερνήσεις και αυτή η ανάπτυξη είναι χωρίς στόχο, χωρίς πρόγραμμα και χωρίς κριτήριο τις ανάγκες της κοινωνίας».

Όσον αφορά στον τρόπο αντίδρασης της Πολιτείας και των φορέων στην περίπτωση του σεισμού της Λέσβου, ο Σταύρος Τάσσος παραδέχθηκε ότι υπήρξε μία έγκαιρη κινητοποίηση τις πρώτες ώρες, τόνισε, όμως, ότι αυτό δεν αρκεί, καθώς θα πρέπει να υπάρξει γενικότερη πολιτική που θα θωρακίζει τον πληθυσμό και θα προστατεύει τους πολίτες από τα ακραία φυσικά φαινόμενα.

«Όταν έγινε ο σεισμός του 1999, είχε αποφασιστεί να ελεγχθούν όλα τα δημόσια κτήρια της χώρας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει στατική επάρκεια και καταλληλότητα. Από τότε πέρασαν 18 χρόνια και η πληροφόρηση που έχουμε είναι ότι ο έλεγχος δεν ολοκληρώθηκε ούτε στο 15% του συνόλου των κτηρίων. Για την περίπτωση της Λέσβου, ζητάμε από την Πολιτεία να ευαισθητοποιηθεί και να προχωρήσει στον έλεγχο όχι μόνο των δημόσιων κτηρίων που φιλοξενούν καθημερινά εκατοντάδες πολίτες και εργαζομένους, αλλά και των κτηρίων που συναθροίζεται καθημερινά μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων, όπως οι καφετέριες, τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, τα φροντιστήρια κ.λπ.
Παράλληλα, για τους χώρους αυτούς θα πρέπει συνολικά να θεσμοθετηθεί ειδικό πλαίσιο και σχεδιασμός για την εκκένωσή τους, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, που να δοκιμάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα» κατέληξε.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης