Το Β’ Τμήμα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμόν 1157/2009 απόφασή του απέρριψε αίτηση, με την οποία όμιλος ξενοδοχειακών επιχειρήσεων ζητούσε να αναιρεθεί απόφαση εφετείου που δικαίωσε ξενοδοχοϋπάλληλο.
Το εφετείο είχε επιδικάσει σε ξενοδοχοϋπάλληλο, η οποία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας που είχε με τον όμιλο των επιχειρήσεων, το ποσό των 23.699 ευρώ από διαφορές αποδοχών για εργασία Κυριακών, επιδόματος αδείας, δώρων εορτών, υπερεργασία και υπερωρίες.
Επίσης, της επιδίκασε και αποζημίωση για παροχή εργασίας κατά τις ημέρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, η ξενοδοχοϋπάλληλος προσελήφθη το 1993 ως υπάλληλος ελέγχου και στη συνέχεια απασχολήθηκε ως ταμίας σε άλλο ξενοδοχείο του ίδιου ομίλου.
Το έτος 2003 τής προτάθηκε να εργασθεί ως βοηθός προϊσταμένη και αποδέχθηκε τη θέση αυτή, αλλά προτού αναλάβει καθήκοντα ο εργοδότης της την έστειλε σε άλλη ξενοδοχειακή εταιρεία του ομίλου προκειμένου να εργαστεί ως καθαρίστρια.
Εκείνη αντέδρασε και σταμάτησε να εργάζεται, προσφεύγοντας παράλληλα στα δικαστήρια, θεωρώντας ότι υπήρξε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας και δανεισμού εργαζομένου σε τρίτον.
Ο Άρειος Πάγος στην απόφασή του αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Ν. 2112/1920 και την εργατική νομοθεσία «πάσα μονομερής μεταβολή, βλάπτουσα τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας» και προσθέτει ότι ως μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από την πλευρά των εργοδοτών που γίνεται «κατ’ αθέτηση της εργασιακής συμβάσεως, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο».