Ένδεια μέσων και προσωπικού, προβληματική υποδομή επικοινωνίας αλλά και ακραία συμπεριφορά της «εκρηκτικού τύπου» πυρκαγιάς που σε σύντομο χρόνο κατέκαψε το Μάτι το 2018 είναι οι αιτίες της τραγωδίας, σύμφωνα με τρεις τότε επιτελικους αξιωματικούς της πυροσβεστικής, που απολογήθηκαν στην δίκη για την φονική φωτιά.

Και οι τρεις υπεραμύνθηκαν των ενεργειών τους και υποστήριξαν πως έκαναν το καλύτερο δυνατό, επισημαίνοντας πως ήταν αποτρεπτικό και με τεράστιο ρίσκο να αποδεχθεί εφιαλτικό οποιοδήποτε σενάριο οργανωμένης απομάκρυνσης πολιτών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Αν πρέπει να ζητήσω οργανωμένη απομάκρυνση και εκτιμώ πως η προσπάθεια να βγάλουμε τον κόσμο θα ήταν εφιαλτική, δεν θα το κάνω. Με συγχωρείτε αλλά δεν θα το κάνω. Ακούσαμε εδώ για τα λίγα λεπτά που απείχε η θάλασσα και άλλα περίεργα, εκ του ασφαλούς. Στην συγκεκριμένη πυρκαγιά η θάλασσα δεν ήταν ασφαλής χώρος. Εννέα άτομα πνίγηκαν. Μία ήταν η οδός διαφυγής: Η λεωφόρος Μαραθώνος και αυτή θα έπρεπε να μείνει ασφαλής. Από τις έξι το απόγευμα δεν ήταν ασφαλής. Δύο αυτοκίνητα μπήκαν και κάηκαν και τα δύο», είπε ο τότε επικεφαλής της διοίκησης Πυροσβεστικών υπηρεσιών Αθηνών, Νικόλαος Παναγιωτόπουλος .

Ο κατηγορούμενος τόνισε πως «ό,τι και να γινόταν, θα είμαστε κατηγορούμενοι» και ήταν κάθετος στην θέση του ότι δεν «ήταν ενδεδειγμένη η οργανωμένη απομάκρυνση στην συγκεκριμένη φωτιά, που εξελίχθηκε μέσα σε 120 λεπτά κινούμενη ανατολικά, κόντρα σε κάθε προηγούμενη στην περιοχή που συνήθως είχε κίνηση δυτικά».

Εισαγγελέας: Εκ των υστέρων εμμένετε στην απόφαση σας να μην γίνει απομάκρυνση;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κατηγορούμενος: Ναι εμμένω

Ο κατηγορούμενος είπε ότι γύρω στις 18:00 προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον τότε υπαρχηγό Βασίλη Ματθαιόπουλο, για να του πει ότι είχαν πληροφορία για δύο νεκρούς. Όμως επειδή δεν τον βρήκε, ενημέρωσε άλλον αξιωματικό που πλέον έχει αποβιώσει.

Νωρίτερα, ο κατηγορούμενος είχε πει πως είχε μεταβεί στο Λύρειο και σε συνεννόηση με την ηγουμένη, κανόνισε να απομακρυνθούν οι μοναχές, τα παιδιά και όσοι άλλοι βρίσκονταν εκεί, καθώς η φωτιά πλησίαζε το ίδρυμα.

«Δεν φοβήθηκα όταν ήμουν καπετάνιος πριν μπω στην πυροσβεστική, στον Περσικό στον πόλεμο Ιράν- Ιράκ. Στο Μάτι όμως φοβήθηκα γιατί ήμασταν “εμείς και εμείς”. Ζητούσαμε συνεχώς πυροσβεστικά και τα είχαν στείλει όλα στο Νταού», ανέφερε νωρίτερα κλαίγοντας στην απολογία του ο τότε διοικητής της πυροσβεστικής Νέας Μάκρης, Δαμιανός Παπαδόπουλος.

Με μεγάλη φόρτιση και κλάματα στα μάτια, ο κατηγορούμενος περιέγραψε στο δικαστήριο όσα έγιναν, από την στιγμή που «μας χτύπησε το κουδούνι στον σταθμό» για φωτιά στο Νταού Πεντέλης «την επίμαχη και τραγική μέρα».

Όταν του ζήτησε η πρόεδρος να μιλάει πιο αργά, ο κατηγορούμενος απάντησε: «Με συγχωρείτε. Είμαι σε σύγχυση. Είναι πρώτη φορά που είμαι σε δικαστήριο κατηγορούμενος. Αυτό που συνέβη στο Μάτι – συνέχισε κλαίγοντας – είναι φοβερό. Χάθηκαν τόσοι άνθρωποι γιατί δεν είχαμε αυτοκίνητα. Είναι πολύτιμοι οι άνθρωποι, δεν είναι εμπορεύματα… Είναι φοβερό. Συγχωρέστε με».

Αναφερόμενος στις μετακινήσεις του, με όχημα του Σώματος αγροτικού τύπου χωρίς δεξαμενή νερού, ο κ . Παπαδόπουλος είπε πως όταν είδε «καπνό σαν μανιτάρι» στο ύψος του Νέου Βουτζά, άρχισε να καλεί για ενισχύσεις ενώ απομάκρυνε «με φωνές και με την σειρήνα» κόσμο που είχε μαζευτεί και κοιτούσε και έβγαζε φωτογραφίες την φωτιά.

Μετά, όπως είπε, μετακινήθηκε προς τα κάτω στο Κόκκινο Λιμανάκι, όπου γύρω στις 19.30 άρχισε να βλέπει αυτοκίνητα με εγκαυματίες να τρέχουν να φύγουν, να σωθούν.

«Έπρεπε να κάνουμε μεθόδευση διαφυγής τραυματιών και τα ασθενοφόρα δεν μπορούσαν να περάσουν, γιατί υπήρχαν εγκλωβισμένα αυτοκίνητα. Περίμενα απεγνωσμένα Πυροσβεστικά. Όποιος κάνει μελέτη από το γραφείο, δεν έχει ζήσει αυτό που ζήσαμε!», τόνισε.

Περιέγραψε μάλιστα, με δάκρυα στα μάτια, την διάσωση ηλικιωμένου κατοίκου, ο οποίος κατέθεσε στο δικαστήριο.

«Του είπα έλα να σε πάω σπίτι και μου είπε ότι δεν θέλει, γιατί εκεί ήταν καμμένη η γυναίκα του και ότι θέλει ασθενοφόρο. Βρήκα πιο πάνω ένα ιδιωτικό και ο οδηγός μου είπε πως δεν μπορεί να πάρει τραυματία γιατί είχε μία σωρό. “Το πρωτόκολλο” μου είπε. Ρώτησα τον ηλικιωμένο αν μπορεί να μπει με την σωρό, και όταν δέχθηκε άρχισα να φωνάζω στον οδηγό “ρε τι πρωτόκολλο μου λες; Εδώ γίνεται πόλεμος!», συμπλήρωσε.

«Σε ένδεια μέσων και προσωπικού των επίγειων δυνάμεων» αναφέρθηκε με τη σειρά του και ο διοικητής της πυροσβεστικής, Νικόλαος Χιώνης.

«Υπήρχε έλλειψη επίγειων και εναέριων δυνάμεων γιατί είχαν διατεθεί από νωρίς στη φωτιά της Κινέτας. Δυστυχώς η Πολιτεία, λόγω της οικονομικής κρίσης δεν διέθετε άλλα οχήματα για την εξυπηρέτησή μας. Με δική μας ευθύνη και σύμφωνη γνώμη των πληρωμάτων, καθιστούσαμε ενεργά, επιχειρησιακά οχήματα που θα έπρεπε να ήταν ακινητοποιημένα. Οι βλάβες ήταν συνεχείς. Μονο αν αν ακούσετε τις συνομιλίες μας θα καταλαβαίνατε γιατί πράγμα μιλάμε. Όχι μόνο δεν αξιοποιήσαμε τις δυνάμεις, όπως είναι η κατηγορία, αλλά αντίθετα μιλάμε για ένδεια δυνάμεων», συνέχισε.

Για την οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση, ο κατηγορούμενος είπε πως «εάν υλοποιηθεί ατάκτως, υπάρχει κίνδυνος για τον κόσμο που θα βγει στο δρόμο και θα είναι ευάλωτος, κοντά στο μέτωπο… Η φωτιά ήταν σαν ένα τσουνάμι».

«Εκφράζω τη βαθιά μου θλίψη στους συγγενείς των θυμάτων, αλλά η κατάσταση ήταν μη διαχειρίσιμη, που μας ξεπερνούσε. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Λυπάμαι που δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ακόμα παραπάνω», είπε κλείνοντας την απολογία του ο Ν. Χιώνης, επαναλαμβάνοντας ότι η φωτιά τους ξεπερνούσε και δεν μπορούσαν να σχεδιάσουν τίποτα.

«Τι να κάνω με δύο αυτοκίνητα στο Βουτζά», διερωτήθηκε για να δείξει ότι δεν μπορούσαν να αντιδράσουν διαφορετικά και ότι ο χρόνος ήταν αμείλικτος.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης