Η αναπληρώτρια Ανακρίτρια του Α’ Ανακριτικού Τμήματος Καλαμάτας, ζήτησε συμπληρωματική κατάθεση από τους διασωθέντες πρόσφυγες που είχαν καταθέσει το Σαββατοκύριακο στο Λιμενικό για τις συνθήκες του ναυαγίου. Οι διασωθέντες πρόσφυγες, ανέφεραν ότι το αλιευτικό σκάφος με τους 700 επιβαίνοντες βυθίστηκε κατά τη διάρκεια ρυμούλκησης με σχοινί από ελληνικό σκάφος.

Αρκετές από τις πρώτες καταθέσεις που δόθηκαν στο Λιμενικό παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις δεύτερες που δόθηκαν στην Ανακρίτρια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όλα αυτά ενώ το εκτενές ρεπορτάζ του BBC, που αναφέρει ότι το μοιραίο αλιευτικό που βυθίστηκε ανοικτά της Πύλου δεν είχε μετακινηθεί για αρκετές ώρες πριν ανατραπεί, στηρίζει με παρόμοια μέθοδο παρακολούθησης ανάλυση του βρετανικού Guardian.

Μερικά από τα αποσπάσματα καταθέσεων:

Κατάθεση πρόσφυγα: «Το βράδυ της τελευταίας ημέρας μας προσέγγισε το ελληνικό πλοίο και ο καπετάνιος δέχτηκε τη βοήθεια γιατί ο κόσμος είχε αρχίσει και εξαγριωνόταν. Το πλοίο μας ήταν σταματημένο, δε λειτουργούσε η μηχανή. Το ελληνικό πλοίο έριξε σχοινί και το δέσαμε αλλά δεν πρόλαβε να μας μετακινήσει, όλος ο κόσμος έκανε φασαρία, κάποιοι ζητούσαν βοήθεια και κάποιοι άλλοι ήθελαν να πάνε στην Ιταλία. Το πλοίο μας τότε από το δυνατό τράβηγμα πήρε μία πρώτη κλίση και μετά μία δεύτερη και κατέληξε στο νερό. Όταν πέσαμε στη θάλασσα, ήμουν μία ώρα μέσα στη θάλασσα, υπήρχαν πολλά πτώματα δίπλα μου».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κατάθεση πρόσφυγα: «Ήρθε το ελληνικό πλοίο να μας τραβήξει, έκανε μία κλίση το δικό μας καράβι αναλόγως που πήγαινε ο κόσμος. Κλίση αριστερά ο κόσμος δεξιά στην άλλη κλίση δεξιά ο κόσμος πήγαινε αριστερά, άλλη μία κλίση και έφυγε το καράβι. Είχε κύματα που δεν ήταν ψηλά αλλά το καράβι επειδή ήταν υπερφορτωμένο έφυγε και αναποδογύρισε. Όταν έδεσε το ελληνικό πλοίο τα σχοινιά ο κόσμος ηρέμησε. Πιστεύω ότι το τράβηξαν πιο γρήγορα και κουνήθηκε. Έπεσα κάτω από το καράβι στη θάλασσα και προσπάθησα να ανέβω επάνω στην επιφάνεια. Το πλοίο γύρισε ανάποδα και το πάνω έγινε κάτω. Το 95% που σώθηκε ήταν στο κατάστρωμα. Μετά ανέβηκαν 90 άτομα επάνω στο πλοίο, έμεινε ένα τετραγωνικό μέτρο από το πλοίο πάνω στο νερό. Φωνάζαμε βοήθεια»

Κατάθεση πρόσφυγα: «Όταν πλησίασε το ελληνικό πλοίο έδεσε σχοινί στο μπροστινό μέρος του πλοίου μας και ξεκίνησε να μας τραβάει αργά, όμως το σχοινί κόπηκε. Μετά έδεσαν άλλο σχοινί, το έδεσαν δύο φορές αυτό. Είδα με τα μάτια μου ότι έριξαν τα σχοινιά, όμως καθόμουν σε απόσταση και έβλεπα θολά, δεν είδα καθαρά. Αυτοί που ήταν μπροστά είδαν πιο καθαρά. Τη δεύτερη φορά που το έδεσαν στην αρχή αισθανθήκαμε ότι μας τραβάνε, μετά το πλοίο μας πήρε κλίση. Το ελληνικό πλοίο ανέπτυξε ταχύτητα και εμείς φωνάζαμε στα αγγλικά «στοπ», όλοι φωνάζαμε αλλά αυτοί δεν μας καταλάβαιναν. Όταν αρχικά έριξαν το σχοινί εμείς ήμασταν ήρεμοι γιατί νομίζαμε ότι θα μας πάνε στην Ιταλία. Η θάλασσα είχε λίγο κύμα. Η πρώτη κλίση ήταν αριστερά και μετά δεξιά και μετά γύρισε ανάποδα το πλοίο μας. Την πρώτη φορά κατέβηκα στο νερό και μετά ανέβηκα στο ανάποδο του καραβιού. Καθένας προσπαθούσε να πνίξει τον άλλον για να ανέβει αυτός. Μετά το πλοίο άρχισε να βυθίζεται».

Κατάθεση πρόσφυγα: «Το ελληνικό πλοίο ξεκίνησε να μας τραβάει για να μας πάει Ελλάδα, όταν πήγαινε σιγά-σιγά ήταν εντάξει το πλοίο, όμως αντί να πλησιάζουμε στο ελληνικό πλοίο απομακρυνόμασταν, όταν πάτησαν γκάζι και ζητάω συγνώμη που το αναφέρω, τότε το πλοίο μας βυθίστηκε. Πιστεύω ότι έφταιγε το τράβηγμα από το ελληνικό πλοίο, γιατί τότε το πλοίο μας πήρε μία κλίση και εγώ που ήμουν όρθιος σε μία γωνία γλίστρησα στο νερό μαζί με έναν συγγενή μου που πέθανε. Γύρω στα 200 άτομα έπεσαν πάνω μας. Είδα το πλοίο να γυρίζει ανάποδα και το πάνω να γίνεται κάτω».

Κατάθεση πρόσφυγα: «Όταν εμφανίστηκε το ελληνικό καράβι, ένα μέλος του πληρώματος φοβήθηκε ότι ο κόσμος που ήταν εξαγριωμένος θα χτυπούσε τον καπετάνιο λόγω της δίψας και της πείνας και μας είπε ότι το ελληνικό πλοίο θα προχωρούσε μπροστά μας και θα μας πήγαινε στα ιταλικά ύδατα. Μας είπε ότι σε δύο ώρες θα ήμασταν στην Ιταλία. Το ακολουθήσαμε για λίγο αλλά μετά χάλασε η μηχανή του πλοίου μας. Όταν το ελληνικό πλοίο κατάλαβε ότι σταματήσαμε γύρισε πίσω. Τότε έριξε ένα σχοινί και το έδεσαν μπροστά στο πλοίο μας. Εγώ ήμουν πίσω, ήταν νύχτα, το ότι έδεσαν σχοινί μου το είπαν τα παιδιά που ήταν μπροστά αλλά το αισθάνθηκα και εγώ γιατί μετά κινηθήκαμε όχι όμως πάνω από δύο λεπτά. Είπαμε τότε σταμάτα-σταμάτα γιατί πήρε κλίση το πλοίο μας. Θεωρώ ότι το ναυάγιο οφείλεται στο ότι το καράβι μας ήταν σε κακή κατάσταση και υπερφορτωμένο και ότι δεν έπρεπε να γίνει το τράβηγμα».

Κατάθεση πρόσφυγα: «Κατά τη γνώμη μου το ναυάγιο προκλήθηκε γιατί το πλοίο ήταν υπερφορτωμένο».

Κατάθεση πρόσφυγα: «Δεν είδα με τα μάτια μου αν κάποιο σκάφος μας έριξε σχοινί. Το σκάφος μας γύρισε γιατί ήρθαν όλοι οι άνθρωποι από τη μία μεριά και πήρε κλίση. Κατά τη γνώμη μου το πλοίο βυθίστηκε γι’ αυτό το λόγο».

Κατάθεση πρόσφυγα: «Άκουσα από τα άλλα παιδιά ότι με ένα σχοινί ήθελαν να μας τραβήξουν, δεν το είδα εγώ με τα μάτια μου γιατί είχα σκύψει και έκανα την προσευχή μου».

 

Τα τελευταία λεπτά πριν τη βύθιση – Μαρτυρίες επιζώντων

Η εφημερίδα «Καθημερινή» συνομίλησε με τρεις από τους επιζώντες που βρίσκονται στη δομή της Μαλακάσας μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες ταυτοποίησής τους και κατάθεσης αιτήματος ασύλου. «Κανέναν δεν μπόρεσα να βοηθήσω», λέει ένας από αυτούς. «Το μόνο που φώναξα (όταν πια βυθιζόμαστε) ήταν “βγάλτε τα ρούχα σας”, γιατί ήξερα ότι όταν είσαι στη θάλασσα αυτό θα σε βοηθήσει. Αλλά δεν βοήθησα κανέναν […] Ακόμα ακούω τις φωνές τους στο κεφάλι μου».

«Από την αρχή τα πράγματα δεν ήταν φυσιολογικά»

Υπήκοος Συρίας που επέβαινε στο κατάστρωμα του σιδερένιου αλιευτικού περιέγραψε στην «Κ» ότι τα προβλήματα με τη μηχανή του σκάφους ξεκίνησαν ήδη από τη δεύτερη ημέρα του ταξιδιού. «Πήρε επτά – οκτώ ώρες να τη φτιάξουμε, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε το ταξίδι» είπε, προσθέτοντας ότι πολύ γρήγορα εξαντλήθηκαν και οι προμήθειες. «Από τη δεύτερη μέρα το νερό τελείωσε, το φαγητό τελείωσε. Το πλοίο, επειδή μετέφερε πάρα πολύ κόσμο, πήγαινε αριστερά-δεξιά, αριστερά-δεξιά. Από την αρχή τα πράγματα δεν ήταν φυσιολογικά. Όμως αρχίσαμε να νιώθουμε φόβο όταν τελείωσε το φαγητό και το νερό», λέει. «Την τρίτη μέρα (σ.σ. τη Δευτέρα), ξεκίνησε κόσμος να λιποθυμάει από την πείνα και τη δίψα» συμπληρώνει ένας ομοεθνής του. 

Το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης του Λιμενικού Σώματος – ΕΛ.ΑΚΤ, ειδοποιήθηκε περίπου στις 11.00 της Τρίτης 13 Ιουνίου. Στις 15:35 εντοπίστηκε το αλιευτικό σκάφος από το ελικόπτερο του Λιμενικού να πλέει, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, «με σταθερή πορεία και ταχύτητα έχοντας ικανό αριθμό ατόμων στα εξωτερικά καταστρώματα αυτού». Οι μαρτυρίες των διασωθέντων ωστόσο, υπογραμμίζουν τα μηχανολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε -μεταξύ άλλων- το σκάφος ήδη από τις 11 Ιουνίου. 

«Τους Πακιστανούς τους είχαν βάλει κάτω, για να δουλεύουν στον κινητήρα, να βάζουν βενζίνη και να είναι 20 άτομα εδώ, 20 άτομα εκεί, ώστε να μοιράζεται το βάρος», λέει ένας από τους τρεις στην «Καθημερινή». Οι υπήκοοι Πακιστάν ήταν κρυμμένοι, «γιατί αν το λιμενικό βλέπει Πακιστανούς δεν βοηθάει». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το πλήθος του κόσμου -ως επί το πλείστον Σύροι, Πακιστανοί και Αιγύπτιοι- ήταν μοιρασμένο σε τρια διαφορετικά επίπεδα. Στο μεσαίο επίπεδο, μέσα στα ψυγεία για τα ψάρια και γύρω στους διαδρόμους ήταν οι γυναίκες και κάποια από τα παιδιά. «Αγκαλιά ήταν ο ένας με τον άλλον, δεν μπορούσες να βάλεις δίπλα ούτε μια σακούλα», λέει ο ίδιος άνθρωπος. 

Η ανατροπή του σκάφους

Οι εκκλήσεις για βοήθεια απέφεραν αρχικά μερικά μπουκάλια με νερό από παραπλέοντα πλοία που η ρίψη τους στο αλιευτικό σκάφος προκάλεσε εντάσεις μεταξύ των επιβαινόντων. «Το απόγευμα ήρθε ένα ελληνικό καράβι και πέταξε νερά. Από τον τρόπο που τα έριξαν, ξεκίνησε ο καθένας να τρέχει αριστερά και δεξιά και κουνήθηκε το πλοίο. Ο ένας ανέβαινε πάνω στον άλλον», περιγράφει στην «Κ» ένας από τους τρεις διασωθέντες. «Σκέψου τόσα άτομα να τσακώνονται για μια εξάδα νερό. Άρχισε να γέρνει όλο το πλοίο. Τότε (ακόμα) δούλευε ο κινητήρας, αλλά ήμασταν χαμένοι. Δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν. Ο καπετάνιος είχε σταματήσει από την προηγούμενη ημέρα». 

Ο ίδιος αναφέρεται και σε επικοινωνία μέσω δορυφορικού τηλεφώνου. «Τους πήραν με το δορυφορικό τηλέφωνο (αδιευκρίνιστο αν εννοεί το ελληνικό λιμενικό) και τους είπαν “ερχόμαστε 21.00 με 21.30 να σας πάρουμε. Πράγματι ήρθαν στις 21.30 και τότε το τράβηξαν πρώτη φορά αλλά δεν τα κατάφεραν. Από μακριά ρίξανε ένα σχοινί, χωρίς να κατέβει κάποιος. Την πρώτη φορά το έδεσε ένας Αιγύπτιος, αλλά έφυγε γιατί δεν το έδεσε καλά». 

Οι αφηγήσεις των τριών διασωθέντων στην «Καθημερινή» συγκλίνουν ως προς την αίσθηση ότι έγιναν απόπειρες ρυμούλκησης του σκάφους. «Προσπάθησαν να μας πάνε προς την Ιταλία», λέει ο ένας. «Στη βάρκα μας λέγανε ότι (το ελληνικό λιμενικό) θα μας βοηθήσει να πάμε προς την Ιταλία, αλλά δεν είμαστε σίγουροι», προσθέτει ο δεύτερος που μεταφέρει με επιφύλαξη όσα συζητιούνται από τους διασωθέντες αυτές τις μέρες. 

Η ανατροπή του σκάφους, σύμφωνα με τους επιζώντες, συμβαίνει λίγο μετά από δεύτερη ρίψη του σχοινιού και επιτυχημένη πρόσδεσή του στο αλιευτικό. Ένας από τους διασωθέντες περιγράφει αναταραχή στο νερό που προκαλείται από το σκάφος του λιμενικού και την αποπειραθείσα ρυμούλκηση. «Υπήρχε ένα κύμα, που πήγαινε και ερχόταν και τραβούσαν το πλοίο μέσα σε αυτό. Το τράβηξαν για δυο-τρία λεπτά δυνατά και όλοι σφύριξαν να σταματήσουν. Και δεν μας άκουσαν. Σφύριζαν όλοι και έκαναν νόημα να σταματήσει το λιμενικό να τραβάει. Γιατί τραβούσαν δυνατά και δημιουργούνταν όλα αυτά τα κύματα (και το πλοίο μπάταρε)», λέει. Άλλος προσθέτει: «Τα πρώτα λεπτά προχωρήσαμε (προσδεδεμένοι στο σκάφος του λιμενικού), όμως στη συνέχεια το λιμενικό έστριψε δεξιά και έτσι γύρισε το πλοίο». Ο πρώτος συνεχίζει: «Όταν γύρισε η βάρκα επί τόπου το λιμενικό έκοψε το σχοινί και προχώρησε μόνο του μπροστά. Απομακρύνθηκε και εμείς όλοι φωνάζαμε. Μετά από 10 λεπτά γύρισαν με μικρά σκάφη για να πάρουν κόσμο, αλλά δεν έφτασαν εκεί που ήταν το σκάφος, πήραν μόνο όσους είχαν κολυμπήσει και απομακρυνθεί». Ένας από τους τρεις εκτιμά πως το Λιμενικό ήθελε να τους βοηθήσει. «Έως τις 08.00 το πρωί μάζευε κόσμο (από τη θάλασσα)», λέει. 

«Βοηθήστε μας να συνεχίσουμε το ταξίδι μας»

Οι επιζώντες του φονικού ναυαγίου στα βαθιά νερά της Μεσογείου που μίλησαν στην «Κ» έχουν πλέον επικοινωνήσει με τους δικούς τους. «Η γυναίκα μου είχε πεθάνει 100 φορές μέχρι να μάθει ότι είμαι ζωντανός», λέει ένας εκ των διασωθέντων. Κάποιοι συγγενείς ταξίδεψαν από πολύ μακριά για να διαπιστώσουν ότι η τύχη τους χαμογέλασε θριαμβευτικά. Οι γονείς ενός από τους τρεις, τον εντόπισαν ταλαιπωρημένο στις πρώτες φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κύκλωσαν το θολό του πρόσωπο ανάμεσα σε αυτά των υπολοίπων που μεταφέρθηκαν τις πρώτες ώρες στην αποθήκη του λιμανιού της Καλαμάτας, για να δείξουν στις Αρχές ποιος είναι ο γιος που ψάχνουν. Οι φωτογραφίες σε ορισμένες περιπτώσεις αναπτέρωσαν το ηθικό των ανθρώπων, που πίστεψαν ότι είδαν ζωντανούς αυτούς που χάθηκαν για πάντα.

Ο Ιμάντ από τη Συρία, δείχνοντας από το κινητό του τηλέφωνο τη φωτογραφία ενός ανήλικου διασωθέντα όπως τον αποτύπωσε ο φακός του φωτορεπόρτερ του InTime Γιάννη Λιάκου, πιστεύει πως έχει ατράνταχτες αποδείξεις ότι ο μικρός του ανιψιός που επέβαινε μαζί με άλλον συγγενή του στο πλοίο, είναι ζωντανός. «Αν αυτή η φωτογραφία έχει τραβηχτεί μετά το ναυάγιο, τότε έχει σωθεί το παιδί», λέει. Χαμένος στην μετάφραση των διαδικασιών αναγνώρισης που όπως διαπίστωσε η «Καθημερινή» δεν είναι ούτε απλές, ούτε άμεσες, ο Ιμάντ τριγυρνάει από την Καλαμάτα ως τη Μαλακάσα σε αναζήτηση του μικρού παιδιού. Στο ΚΥΤ Μαλακάσας ενημερώνεται ότι τα πέντε ανήλικα άτομα που έφτασαν εκεί την Παρασκευή, έχουν μεταφερθεί σε άλλες δομές για τις οποίες κανείς από τους υπαλλήλους της δομής δεν έχει ακριβή ενημέρωση. Αργότερα, υπάλληλος του Υπουργείου Μετανάστευσης τον ενημερώνει ότι υπάρχουν ακόμα τρεις νοσηλευόμενοι ανήλικοι στο νοσοκομείο της Καλαμάτας, απ’ όπου όμως ο Ιμάντ είχε νωρίτερα την ίδια μέρα αποχωρήσει, γιατί, όπως λέει, η διοίκηση τον ενημέρωσε ότι «ο μικρότερος νοσηλευόμενος είναι 31 ετών». Μέχρι το βράδυ της Κυριακής ο Ιμάντ δεν είχε καταφέρει -παρά τη βοήθεια που έχει λάβει και από Έλληνες- να ενημερωθεί για το πώς μπορεί να αναζητήσει τον ανήλικο αγνοούμενό του. Οι γραμμές που το Υπουργείο Μετανάστευσης έχει δώσει για την ενημέρωση, δεν λειτουργούν το απόγευμα της Κυριακής. «Μπορεί το παιδί να ζει, να έχει γράψει λάθος το όνομά του και να μην μπορούν να το ταυτοποιήσουν μόνο με το όνομα», λέει. «Ο πατέρας του είναι στο νοσοκομείο στη Συρία (από την στεναχώρια), η μάνα του -δεν μπορώ να σου πω τώρα πώς είναι η μάνα του».

Το ταξίδι του Ιμάντ για την Ελλάδα ξεκίνησε από τη Σουηδία, όπου διαμένει. Στο αεροδρόμιο της Κοπεγχάγης, περιμένοντας με έναν φίλο του την ανταπόκριση για την Αθήνα, μιλάει δυνατά για το ναυάγιο και γίνεται αντιληπτός από τον ομοεθνή του Α. που ταξιδεύει για τον ίδιο λόγο -για να αναζητήσει στην Ελλάδα τον 41χρονο αδερφό του, που  επίσης πραγματοποιούσε τον μοιραίο διάπλου της Μεσογείου. «Ήμασταν 10 αδέρφια, στον πόλεμο στην Συρία σκοτώθηκαν τα δύο και μείναμε οκτώ. Και τώρα ήρθα να δω αν έχουμε μείνει επτά», λέει στην «Κ» ξέπνοα, από την κούραση και την αγωνία. Ο Α. περιγράφει το ταξίδι του αδερφού του, που έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, ως την απέλπιδα προσπάθεια για πρόσβαση σε φαρμακευτική περίθαλψη στην Ευρώπη και καλύτερη δουλειά. Η φαρμακευτική αγωγή για την ασθένειά του δεν είναι διαθέσιμη στη Συρία ακόμα και επί πληρωμή και στην Λιβύη όπου δούλεψε για δύο χρόνια τα χρήματα δεν επαρκούσαν για να στέλνει και στην οικογένειά του. «Αν μου το έλεγε πιο πριν ότι σκόπευε να διασχίσει τη Μεσόγειο, θα τον απέτρεπα», λέει ο Α. στην «Καθημερινή», «γιατί ξέρω πώς είναι τα ταξίδια αυτά, έτσι πέρασα κι εγώ στην Ευρώπη».

Ο Α. που πέρασε από την Τουρκία στην Ελλάδα δια θαλάσσης και ύστερα από την Πάργα στην Ιταλία, τις χρονιές των μεγάλων μεταναστευτικών ροών μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία, λέει ότι όλοι θέλουν να φτάσουν στην Ιταλία γιατί «από εκεί με 300 ευρώ μπορείς να φτάσεις στη Νορβηγία. Και δεν χρειάζεσαι διακινητές. Ενώ στην Ελλάδα θέλεις 4000 ευρώ για τους διακινητές προκειμένου να βρεθείς στην Ευρώπη». Η Ιταλία και όχι η Ελλάδα ήταν η πολυπόθητη στεριά και των 750 ανθρώπων που επέβαιναν στο Adrianna. Και συνεχίζει να είναι για τους διασωθέντες που μίλησαν στην «Καθημερινή». «Δεν θέλουμε να μείνουμε στην Ελλάδα», λένε. «Η οικογένειά μου είναι στη Συρία και αν μείνω στην Ελλάδα θα μου πάρει τρία χρόνια για να τους φέρω εδώ. Επέζησα για την οικογένειά μου. Βοηθήστε μας να συνεχίσουμε το ταξίδι μας».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης