Λήσταρχος Νταβέλης υπό τη σκέπη της Δουκίσσης Πλακεντίας ή Σακαφλιάς; Στην παράδοση της νεότερης Ελλάδας, σε μία ταλαιπωρημένη κοινωνία ξωμάχων, ο ληστής δεν εκλαμβάνεται ως σώνει και καλά «εχθρός» ή ως απειλή. Αντίθετα, και αυτό συμβαίνει συχνότατα, αν ο ληστής ικανοποιεί το λαϊκό αίσθημα περί Δικαίου, τότε προσλαμβάνει και διαστάσεις «τιμωρού» ή «εκδικητή» ή ακόμη σε ορισμένες περιπτώσεις και «ήρωα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Βενάρδος, ο ληστής με τις γλαδιόλες, ήταν ο πρώτος στη σύγχρονη περίοδο παράνομος, που προκάλεσε το λαϊκό θαυμασμό. Ο Ρωχάμης ακολούθησε τα βήματά του. «Μαέστρος» στις αποδράσεις, ληστής από κούνια, αλλά που δε σκότωσε ποτέ, ο Ρωχάμης ήξερε πάντα πού και πότε θα τον ξαναπιάσουν. Όποτε κατάφερνε να αποδράσει, κατέφευγε σε κάποιο μαγαζί με μπουζούκια. Εκεί τον έβρισκαν, όχι πάντα, οι διώκτες του.

Στη νέα γενιά των ληστών με σοβαρό λαϊκό έρεισμα, τρεις είναι οι προσωπικότητες που ανήκουν στην ελίτ των παρανόμων. Ο Σαμαράς και οι δύο αδελφοί Παλαιοκώστα. Ο Βασίλης και ο Νίκος. Κοινό χαρακτηριστικό σε όσους προαναφέρθηκαν είναι το γεγονός ότι δε βαρύνονται με φόνο. Το κοινό στοιχείο αναφοράς συνίσταται στο ότι η λαϊκή ετυμηγορία καταλήγει στην ίδια φράση. «Καλά παιδιά».

Ο Βασίλης, ιδίως ο Βασίλης, αλλά και Νίκος Παλαιοκώστας περιβλήθηκαν από νωρίς από την αχλή του «Ρομπέν των Δασών». Μία ανιστόρητη, πλην όμως κοινά αποδεκτή αναφορά σε ληστές, που στο τέλος μοιράζουν μέρος της λείας και στους απόμαχους ή τους «αθλίους» αυτής της κοινωνίας. Οι αδελφοί Παλαιοκώστα κατάφεραν μέσα από την παράνομη δράση τους να διαμορφώσουν συνθήκες κοινωνικής καταξίωσης και συλλογικής αποδοχής. Στα απότομα μονοπάτια των βουνών της Θεσσαλίας και της Στερεάς, είτε στα Άγραφα, είτε στην Γκιώνα και τα Βαρδούσια, είτε στην Κάτω Πίνδο, η οικογένεια Παλαιοκώστα μπορούσε να υπολογίζει στους «δικούς της ανθρώπους». Ο μύθος ενισχυόταν και το προφίλ του «λαϊκού ήρωα» σχηματιζόταν ακηλίδωτο στις μικρές κοινωνίες των ορεσιβίων. Ο Βασίλης και ο Νίκος μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι. Κανείς δε θα τους κάρφωνε στους διώκτες τους. Στόματα ερμητικά κλειστά. Τα μάτια ανοικτά και κυρίως οι πόρτες των σπιτιών ορθάνοικτες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι ληστρικές επιδρομές των αδελφών Παλαιοκώστα θα αφήσουν εποχή. Εκείνη στη δυτική Μακεδονία, στην πόλη της Έδεσσας, όπου ο ληστής έφθασε στο στόχο του με ποδήλατο, αποκαλύπτει όχι μόνον την ανικανότητα των διωκτών τους, αλλά και την ασφάλεια που αισθάνονται οι ίδιοι οι ληστές, όταν μετακινούνται σε «φιλικό περιβάλλον». «Οι πόρτες ορθάνοιχτες και τα σκυλιά δεμένα», είναι ο χαρακτηριστικός κανόνας που περιβάλλει τις σχέσεις των αδελφών Παλαιοκώστα με το λαϊκό στοιχείο της κεντρικής Ελλάδας.

Ο «μύθος», ωστόσο, εμπλουτίζεται. Είναι η ασύλληπτη ικανότητα που οι αδελφοί Παλαιοκώστα διαθέτουν ως προς το να γελοιοποιούν το κράτος, μία έννοια που ακούγεται ως κακόηχη στα αυτιά του μέσου Έλληνα. Είναι η δυνατότητα, κυρίως του Βασίλη, να εμφανίζεται και ως «πολιτικά ορθός» για μία μερίδα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ιδιαίτερα μετά την υπόθεση της απαγωγής Μυλωνά στη Θεσσαλονίκη. Είναι η ικανότητα που πηγάζει από την επιδεξιότητα που επιδεικνύουν στην αντιμετώπιση των διωκτών τους.  

Οι διάλογοι μεταξύ Βασίλη Παλαιοκώστα και του επιχειρηματία Μυλωνά κατά τη διάρκεια της ομηρείας του δεύτερου, όπως αποτυπώθηκαν στον Τύπο, καταδεικνύουν μία έστω απολύτως αρχέγονη, αλλά όχι πρωτόγονη πολιτική άποψη, που διακρίνει την οικογένεια των ληστών. Πρόκειται για μία φαρδιά κόκκινη γραμμή που αποτελεί το σύνορο μεταξύ του λαϊκού αισθήματος περί Δικαίου και του αστικού τρόπου σκέψης περί Δικαίου. Μεταξύ παρανομίας και ακαλλιέργητης κοινωνικής συνείδησης, οι αδελφοί Παλαιοκώστα έκτισαν, χωρίς ενδεχομένως να το επιδιώξουν, ένα προφίλ που τους κατατάσσει σε ένα υπό εξαφάνιση είδος όπως την Ομάδα Μπονό στη Γαλλία στις αρχές του 20ου αιώνα, τον Ζακ Μεσρίν της δεκαετίας του 70 ή τους ληστές της Ανατολίας και του Πόντου (ανεξαρτήτως καταγωγής) προς τα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τόσο γλαφυρά περιέγραψε ο Γιασάρ Κεμάλ στο «Μεμέτ το Γεράκι» ή στο «Μεμέτ ο Αδύνατος».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τα υπόλοιπα περί γελοιοποίησης του κράτος ή και οι κινηματογραφικές αποδράσεις, λειτουργούν ενισχυτικά. Δε χρειάζεται κανείς να ψάξει πολύ για να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους αδελφούς Παλαιοκώστα οι κάτοικοι των ορεινών όγκων και τον αστικών κέντρων της κεντρικής Ελλάδας. Μία επίσκεψη στα χωριά και μία συζήτηση στα καφενεία, θα πείσουν και τον πλέον σκεπτικιστή ότι, αν ζούσε ο Τσιτσάνης, θα έγραφε και ένα τραγούδι με τίτλο «Το Ρεμπέτικο του Βασίλη», παραλλαγή του «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά».  

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης