Η «χρυσή τομή» για τα όρια του θεμελιώδους δικαιώματος των απορρήτου των επικοινωνιών και του επίσης συνταγματικά προστατευόμενου δημόσιου συμφέροντος σχετικού με τη εθνική ασφάλεια, είναι το ζητούμενο στη σύγχρονη εποχή, όπως επισημάνθηκε από τους ομιλητές στη δεύτερη ημέρα των εργασιών του 5ου Ετήσιου Φόρουμ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα με θέμα «Η ιδιωτικότητα στην ψηφιακή εποχή», που διοργάνωσε το Κέντρο για τον Ευρωπαϊκό Νομικό Πολιτισμό του ΑΠΘ. Για την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) ως ένα θεσμικό αντίβαρο για την προστασία της πιο ευαίσθητης πτυχής του ιδιωτικού βίου μίλησε ο πρόεδρός της Χρήστος Ράμμος, ενώ για το συνταγματικό πλαίσιο της επικοινωνίας μίλησε ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Παναγιώτης Μαντζούφας. Παρέμβαση στην θεματική ενότητα, που συντόνισε ο καθηγητής Νομικής ΑΠΘ Ιωσήφ Κτενίδης, έκανε ο Έλληνας δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), Ιωάννης Κτιστάκις, παραπέμποντας σε συναφείς με τη συζήτηση πρόσφατες υποθέσεις.

Ξεκινώντας την εισήγησή του με την προκαταρκτική δήλωση ότι «όσα θα πω απηχούν μόνο τις προσωπικές μου επιστημονικές μου απόψεις και δεν εκφράζουν απαραίτητα την Αρχή Διασφαλίσεως Απορρήτου Επικοινωνιών», ο κ. Ράμμος υπενθύμισε ότι η προστασία του απορρήτου σε κάθε μορφής επικοινωνία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος είναι «το μόνο θεμελιώδες δικαίωμα για το οποίο ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο απολύτως απαραβίαστο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σχετικά με τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δε δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, ο κ. Ράμμος επισήμανε ότι το Σύνταγμα θέλει εγγυήσεις, που προϋποθέτουν δύσκολες σταθμίσεις. «Κατά τη γνώμη μου σε μία δημοκρατική κοινωνία ευρωπαϊκού τύπου ως ασφάλεια πρέπει να νοηθεί η ασφάλεια των πολιτών να ζουν σε ένα δημοκρατικό καθεστώς και απολαμβάνουν των εγγυήσεων. Αυτός είναι ο τελικός σκοπός της εθνικής ασφάλειας, όλοι άλλοι υποτάσσονται. Δηλαδή ο σκοπός του συντάγματος είναι η ελευθερία. Η ασφάλεια υπηρετεί την ελευθερία και δεν είναι το αντίστροφο», εξήγησε.

Παρατήρησε δε ότι στη στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών και στην εθνική ασφάλεια «οι εισαγγελικές αρχές στη χώρα μας έχουν μία αυξημένη ευαισθησία στην προστασία των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και λιγότερη ευαισθησία στην προστασία σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων». «Δε λέω ότι δεν έχουν, αλλά ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την νομοθεσία ένας τρόπος ο οποίος δεν κλίνει στην πλάστιγγα προς την ελευθερία, αλλά στην κατεύθυνση της ασφάλειας», πρόσθεσε.

Ο κ. Ράμμος επισήμανε ότι οι σταθμίσεις που κάνει η εισαγγελική αρχή «πρέπει από κάπου να ελέγχονται», διευκρινίζοντας ότι «η Αρχή της αναλογικότητας πρέπει να διέπει τη δράση όλων των οργάνων που ασκούν κρατική εξουσία», καθώς «αν δεν υπάρχει κριτής, τότε η δικαστική εξουσία, οι εισαγγελικοί λειτουργοί οι οποίοι έχουν την αρμοδιότητα να διατάσσουν την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών -αυτό που λέμε νόμιμη επισύνδεση – δεν έχουν κανενός είδους άλλη υποχρέωση, αρκεί απλώς να σκεφθούν οι ίδιοι και να έχουν μία αιτιολογία όταν παραλαμβάνουν τον σχετικό φάκελο γιατί δεν θα αποτυπωθεί ποτέ πουθενά, δε θα ελεγχθεί αυτό πουθενά και από καθένα», όμως «δεν νοείται στη συνταγματική τάξη να υπάρξει οποιοδήποτε όργανο που δεν έχει κανενός είδους έλεγχο στις ενέργειές του».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

Π. Μαντζούφας: Θετικές οι ρυθμίσεις του 5002/22 αλλά πρέπει να βελτιωθούν σημεία

Ο νόμος 5002/22 περιλαμβάνει θετικές ρυθμίσεις, όπως η πρόβλεψη δεύτερης βαθμίδας ελέγχου εισαγγελέα, όμως χρήζει και σημαντικών βελτιώσεων, ιδίως σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των δημόσιων υπηρεσιών από την Ανεξάρτητη αρχή. «Ο έλεγχος που προβλέπει η νομοθεσία αφορά στη διαπίστωση της ύπαρξης της διάταξης της δικαστικής αρχής που επιτρέπει την άρση του απορρήτου και στην τήρηση της προβλεπόμενης εκ του νόμου διαδικασίας. Ελέγχει την τήρηση των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών, δηλαδή είναι ένας έλεγχος που περιορίζεται να διαπιστώσει εάν μέσα σε έναν φάκελλο υπάρχουν τα έγγραφα που αιτιολογούν προς τον δικαστή το αίτημα της άρσης του απορρήτου. Ο δικαστής, όμως, στο έγγραφο που εκδίδει, δηλαδή στην εισαγγελική διάταξη δεν περιέχει αιτιολογία. Επομένως η πράξη του δικαστή είναι αναιτιολόγητη, δεν περιέχει ούτε καν τα στοιχεία ταυτότητας του φυσικού προσώπου που παρακολουθείται, παρά μόνο τον αριθμό τηλεφώνου του. Είναι σαφές ότι η ΑΔΑΕ σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να διατυπώσει γνώμη επί της σκοπιμότητας της άρσης απορρήτου, η οποία της δεν της κοινοποιείται παρά μόνον εκ των υστέρων κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπάγγελτου ελέγχου που μπορεί να κάνει, οπότε εγείρονται εύλογα ερωτήματα με ποιον τρόπο μπορεί η ΑΔΑΕ να γνωρίζει πλήρως και εγκαίρως τα στοιχεία που απαιτούνται για την προσήκουσα άσκηση των καθηκόντων της, δηλαδή για τον έλεγχο νομιμότητας», εξήγησε ο κ. Μαντζούφας.

 

Ι. Κτιστάκις: Πρέπει να δημιουργηθεί βάση δεδομένων της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων

Στους φοιτητές που παρακολουθούσαν τις εργασίες του φόρουμ απευθύνθηκε ο δικαστής Ιωάννης Κτιστάκις προτρέποντάς τους να αναζητήσουν τη νομολογία του ΕΔΔΑ στην βάση δεδομένων «HUDOC», η οποία έχει όλες τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Παρατήρησε δε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία πλήρης βάση νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων, προσιτή στο κοινό, ούτε για τη διοικητική, ούτε για την ποινική, ούτε για την πολιτική δικαιοσύνη. «Ελπίζω στην ψηφιακή εποχή που ζούμε να υπάρξει μέριμνα, για μία πλήρη βάση δεδομένων της νομολογίας, τουλάχιστον των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας», είπε.

Στη βάση EUDOC παρέπεμψε σε δύο συναφείς με τη συζήτηση υποθέσεις, μία κατά της Πολωνίας με αντικείμενο το ζήτημα των γνωστοποιήσεων στην πολωνική έννομη τάξη του υποκειμένου της παρακολούθησης (πότε γνωστοποιείται, αν η άρνηση απάντησης αντέχει στον έλεγχο της ΕΣΔΑ), καθώς και σε επικείμενη εκδίκαση στο τμήμα μείζονος σύνθεσης ολλανδικής υπόθεσης με αντικείμενο τον ρόλο του εισαγγελέα στα ζητήματα του απόρρητου των επικοινωνιών και κυρίως τον ρόλο του στη στάθμιση για το αν αυτά τα δεδομένα της επικοινωνίας και προσωπικά δεδομένα μπορούν να μεταβιβαστούν από την Εισαγγελία σε κάποια ανεξάρτητη Αρχή και με ποια κριτήρια.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης