Άλλοθι στα λόγια της 9χρονης Τζωρτζίνας που δυστυχώς δεν ζει πλέον για να την επιβεβαιώσει ή να τη διαψεύσει, αναζήτησε η 33χρονη Ρούλα Πισπιρίγκου για να πείσει τη 18η τακτική ανακρίτρια πως είναι αθώα και της νέας κατηγορίας που αντιμετωπίζει για απόπειρα ανθρωποκτονίας της κόρης της, μέσα στο Καραμανδάνειο νοσοκομείο της Πάτρας.
«Το περιστατικό που εξετάζετε έχει λάβει χώρα σε μία περίοδο που το παιδί μου είχε πλήρη επικοινωνία με το περιβάλλον και, εάν είχε κάνει οποιοσδήποτε κάποια εχθρική ενέργεια εναντίον του, είναι σίγουρο ότι θα το είχε αναφέρει. Τις ενοχλήσεις και τα συμπτώματα που ένιωθε τα περιέγραψε επανειλημμένα η ίδια η Τζωρτζίνα μου στους γιατρούς», ανέφερε στη συμπληρωματική απολογία της, η 33χρονη σε μία προσπάθεια να πείσει πως αν είχε προσπαθήσει να σκοτώσει το παιδί, όπως κατηγορείται, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, τότε το ίδιο θα είχε μιλήσει. Άλλωστε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η 9χρονη Τζωρτζίνα εξηγούσε στους γιατρούς τα συμπτώματα που παρουσίαζε. «Κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, το ίδιο το παιδί μου είχε αναφέρει και είχε περιγράψει αναλυτικά στους γιατρούς τις ενοχλήσεις τις οποίες είχε και παραπονείτο ότι είχε έντονο πόνο στην κοιλιά».
Η 33χρονη επικαλέστηκε μάλιστα την τοξικολογική εξέταση που έγινε στο παιδί, όταν εισήχθη στο Καραμανδάνειο η οποία ήταν αρνητική σε οποιαδήποτε φαρμακευτική ή τοξική ουσία. Με βάση δε τα αποτελέσματα αυτής της τοξικολογικής εξέτασης, η Ρούλα Πισπιρίγκου, επανήλθε στη βασική κατηγορία που την κρατά στη φυλακή για τη δολοφονία του παιδιού της, ισχυριζόμενη ότι η ίδια ουδέποτε του χορήγησε τη θανατηφόρα ποσότητα κεταμίνης, προκαλώντας του το θάνατο. «Συγκεκριμένα τελικά στο νοσοκομείο Παίδων Αγλαϊα Κυριακού, η κεταμίνη δεν ήταν μία παντελώς άγνωστη και μη διαθέσιμη ουσία, όπως διατείνονται οι υπεύθυνοι, αλλά ήταν μία ουσία που χορηγείτο από τη ΜΕΘ και μάλιστα υπήρχε μέσα στο τσαντάκι των νοσηλευτών που έσπευσαν για να κάνουν ΚΑΡΠΑ στη Τζωρτζίνα μου, την 29-1-2022, την ημέρα του θανάτου της, όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο του νοσοκομείου».
Η 33χρονη κατηγορούμενη ισχυρίστηκε δε πως μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει γνωστό αν η ποσότητα κεταμίνης που στοίχισε τη ζωή στην Τζωρτζίνα ήταν ίση, μικρότερη ή μεγαλύτερη σε ποσότητα από εκείνη που είχαν φέρει οι νοσηλευτές της ΜΕΘ, εκείνη την ημέρα στο δωμάτιο.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου επανέλαβε πως την ημέρα που η Τζωρτζίνα έπαθε την ανακοπή που οδήγησε στην εγκεφαλοπάθεια ειδοποίησε άμεσα τους γιατρούς ενώ αντικρούει τον ισχυρισμό ότι ήταν μόνη στο δωμάτιο υπογραμμίζοντας πως «η πόρτα του άλλου δωματίου μπορούσε να ανοίξει ανά πάσα στιγμή και να εισέλθει οποιοσδήποτε στον χώρο»
Αναφερόμενη δε σε όσα ειπώθηκαν για την αφαίρεση του οξύμετρου του παιδιού, είπε ότι σε όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ήταν συνδεδεμένο, γεγονός , σύμφωνα με την ίδια, που αποδεικνύεται και από την κατάθεση γιατρού που αναφέρει πως μπαίνοντας στο δωμάτιο, το οξύμετρο σφύριζε. «Δεν υπήρξε ποτέ απομάκρυνση ή αποσύνδεση με οποιονδήποτε τρόπο του οξυμέτρου του παιδιού μου» αναφέρει χαρακτηριστικά .
Η 33χρονη επανέλαβε όσα είχε αναφέρει και στην πρώτη απολογία της σχετικά με τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο νοσοκομείο όπου, όπως λέει , πήγε την Τζωρτζινα γιατί παραπονέθηκε για πόνο στην πλάτη και την κοιλιά .
Στη συνέχεια περιέγραψε αναλυτικά αντίστοιχα περιστατικά εντός του νοσοκομείου ενώ τόνισε πως το πρωί του επεισοδίου ήταν με το παιδί ο πατέρα του Μάνος Δασκαλάκης.
«Γύρω στις τρεις το μεσημέρι επέστρεψα εγώ στο νοσοκομείο και έφυγε ο Μάνος. Στις επτά το απόγευμα μιλούσα στο τηλέφωνο με κάποια φίλη μου άκουσα πάλι τον ήχο από το οξύμετρό, πράγμα που έδειχνε πτώση των σφίξεων και το οξυγόνο του παιδιού. Σηκώθηκα από την καρέκλα που καθόμουν για να πάω προς την πόρτα και άρχισα να χτυπάω το κουδούνι για να ειδοποιηθούν οι νοσηλεύτριες, κουδούνι το οποίο βρισκόταν ακριβώς δίπλα από την πόρτα του δωματίου. Τότε είδα την Τζωρτζίνα μου να σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και να πέφτει προς τα πίσω βγάζοντας έναν ήχο» είπε και πρόσθεσε πως κάλεσε τους γιατρούς λέγοντας πως «το παιδί μου κάτι έπαθε» και βγήκε από το δωμάτιο.
«Στα εφιαλτικά λεπτά που ακολούθησαν βλέπαμε κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει στο δωμάτιο χωρίς κανείς να μας λέει τίποτα. Μετά από αρκετή ώρα ακούσαμε φωνές και χειροκροτήματα. Τότε βγήκε μία γιατρός κλαίγοντας και μας είπε ότι η Τζωρτζίνα είχε υποστεί ανακοπή αλλά κατάφεραν να την επαναφέρουν και έπρεπε να μεταφερθεί στη ΜΕΘ του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Ρίου» περιέγραψε .