Είμαι κρυμμένη πίσω από τον θάμνο στο παρκάκι της γειτονιάς μου. Με τα μαύρα τεράστια γυαλιά μου και το μικρό μου τσιουάουα για κάλυψη.

Εκείνος με τη γυναίκα του. Φαίνεται είχαν πάει για ψώνια γιατί δεν τον βλέπω όπως είναι χωμένος πίσω από τις σακούλες. Ακούγεται το κινητό του. «Άντε ακόμη να το σηκώσεις;», τον προστάζει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Έλα, εγώ είμαι», λέω χαμηλόφωνα, «πότε θα έρθεις; Έχω ξεροσταλιάσει και ο άνδρας μου με έχει πάρει τέσσερις φορές μήπως χάθηκε η Λούσι…». «Ποια; Δεν σας ακούω καλά κύριε Γενικέ», το γνωστό σύνθημα. «Το σκυλί μας. Το έπιασα το σήμα. Πάρε με.»

Ακούω τη φωνή του καθώς χάνεται μέσα από τα βουητά του δρόμου να δικαιολογείται στην γυναίκα του. «Ο κύριος Γενικός ήταν. Απόψε μάλλον θα μας βγάλει έξω τα στελέχη της εταιρείας για να συζητήσουμε για το θέμα της… της… πες το».

Βιάζεστε να με χαρακτηρίσετε. Πού είναι η γυναικεία σας αλληλεγγύη; Το ξέρω είμαι αλλουνού, είναι αλληνής, αλλά τι κι αν έχει βέρα – τι κι αν την φορώ κι εγώ μασίφ πλατίνα – τον σκέφτομαι όλη μέρα…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αν δεν με καταλαβαίνετε εσείς, γυναίκες μου, ποιος θα με καταλάβει. Ένα σφάλμα έκανα, γιατί πρέπει να με δικάσετε; Ο έρωτας είναι τυφλός. Η αγάπη έρχεται μια φορά, αλλά μήπως έρχεται και δύο και τρεις και χίλιες δεκατρείς; Όχι, δεν θέλω να σας βάλω φιτιλιές να κάνετε το ίδιο.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Είναι 8 το πρωί. Βγαίνω από την πόρτα του διαμερίσματος και σχεδόν ντύνομαι στο διάδρομο. Το ασανσέρ σταματάει, αλλά δεν θα είμαι μόνη μέσα. Ο σύζυγος, ο Ρούντολφ, μου βάζει στο στόμα μια φρυγανιά έτσι για να μην φύγω με άδειο το στομαχάκι μου. Ο χρυσός μου όλα μου τα παρέχει!

Μέσα στο ασανσέρ συναντάω τον Πέτρο, τον «παντρεμένο» του 5ου ορόφου. «Καλημέρα», λέω με το στόμα γεμάτο. «Καλή όρεξη», λέει. Κάνω ένα νεύμα συγκαταβατικό. Λόγια του ασανσέρ…

Την επόμενη μέρα το ίδιο σκηνικό. Μόνο που η μερέντα έλειπε από την μύτη μου. «Καλημέρα, σήμερα δεν έχει φρυγανίτσα;» «Όχι»,

Ξημέρωσε ο Θεός την ίδια μέρα, για μια εβδομάδα, για δεκαπέντε μέρες… Τυποποιημένα λόγια σε ένα άτυπο ραντεβού. Μόνο τα βλέμματα μιλούσαν.

Την δέκατη έκτη μέρα έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του, στην προκειμένη περίπτωση η σκύλα μου η Λούσι. Την πήγα στο πάρκο. Η ανάγκη του σκύλου μου με έβγαλε στο πάρκο της γειτονιάς. Ο Πέτρος ο «παντρεμένος» γύριζε με μια εφημερίδα στο χέρι και τσιγάρα, πιθανόν από το περίπτερο. Είχα παρατηρήσει τις σπινθηροβόλες ματιές του μέσα στο ασανσέρ. Κουβέντα στην κουβέντα καταλήξαμε και στο «Ελάτε πάμε για έναν καφέ εδώ πιο κάτω!»

Κουβέντα στην κουβέντα ο καφές έγινε φαγητό, μετά ήρθε το γλυκό και ξανά καφές και ούτω κάθε εξής. Μας πήρε η νύχτα να μιλάμε για τα κοινά μας ενδιαφέροντα, τον μοντελισμό, την ποίηση, το θέατρο. Αυτή η συνάντηση τυχαία επαναλήφθηκε πολλές φορές. Θα μου πείτε πάνω από δύο παύει να είναι τυχαία. Με παρακολουθούσε…

Τι να κάνουμε αν και στους τέσσερις τοίχους κλεισμένη το σουξέ μας το έχουμε! Κι αυτό μου είχε τονώσει την αυτοπεποίθησή μου. Μόνο ένα με κρατούσε. Η βέρα στο δεξί.

Το μοναδικό εμπόδιο για να ολοκληρώσουμε τον έρωτά μας ήταν η βέρα. Μη μου πείτε ότι δεν σας έχει τύχει έστω να φλερτάρετε απανταχού παντρεμένες, γιατί δεν θα σας πιστέψει κανείς…

Δίναμε ραντεβού στο γνωστό παρκάκι που είμαι τώρα… Το συνθηματικό μου, αν ήταν μπροστά ο σύζυγός μου για να κλείσει το τηλέφωνο, «Δεν ακούγεσαι, δεν ακούγεσαι ξανά πάρε μαμά…» κι εκείνος «Κύριε Γενικέ…», δερβέναγα στο κεφάλι μου, συμπλήρωνα και γελούσε δήθεν με το αστείο του Γενικού.

Μέχρι που μας έπιασε ο άνδρας μου. Μην φανταστείτε επ’ αυτοφώρω και να φωνάζει «Μοιχαλίδα, θα σε κουρέψω», γιατί λόγω συγγραφικής αδείας μπορεί και να το έκανε… Αλλά έγινε κάτι πιο απλό. Ο «παντρεμένος» με πήρε τηλέφωνο κι εγώ έλεγα το συνθηματικό της άσκησης Παρμενίων κι η μαμά μου είχε καλέσει στο σταθερό και μιλούσε μαζί του.

Το μπάλωσα. Με χίλιες δικαιολογίες. Δήθεν ήταν η Φούλα από το γραφείο που έχει παρόμοιο τηλέφωνο με την μαμά και μπερδεύτηκα.

Τι γίνεται, όμως, όταν ο «παντρεμένος» βρέθηκε να απολογείται στην κυρία Κοκοβίκου γιατί ο κ. Γενικός τηλεφωνούσε στο κινητό του, ενώ βρισκόταν καλεσμένος σε πάνελ ενημερωτικής εκπομπής; Μαγνητοσκοπημένη δεν ήταν. Αποδείχθηκε από τις τηλεφωνικές επικοινωνίες.

Ακούγαμε από τον 5ο όροφο στον 3ο να σπάνε τα βάζα όλης της γνωστής κινέζικης δυναστείας των Χαν και τα κρύσταλλα Βοημίας που είχαν κουβαλήσει από το γαμήλιο ταξίδι τους. Ενώ συνοδευόταν κάθε σπάσιμο με κοσμητικά επίθετα και μαθήματα ζωολογίας, με πρωταγωνιστές τα  «γουρούνια» και την κατηγορία των παχύδερμων.

Ποινή που του επιβλήθηκε; Καναπές, αφωνία μπροστά της και σαν άλλη Φιλιππινέζα έπρεπε να λέει σε όλα «Yes Madam!».

Εμένα ποινή; Φυσικά και δεν του επέβαλα του πρώην μωρού μου, της πρώην αγάπης μου. Κι αυτός κάτι σαν να ψιθύρισε, «Μήπως θα μπορούσες να ξαναφορέσεις τη βέρα σου…», αλλά το βλέμμα μου δεν του άφησε περιθώρια.

Είμαι στο παρκάκι. Η μπόρα έχει κοπάσει στις σχέσεις μας. Ο κ. Γενικός ξαναγύρισε στη ζωή μας. Τον περιμένω. Έχω να ανακοινώσω στον «παντρεμένο» ότι ήρθε η στιγμή να ενώσουμε σώματα και κρανία!

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης