Είμαι από τα άτομα που η οδήγηση αυτοκινήτου είναι κάτι ασύλληπτο. Όχι δεν είμαι άχρηστη, απλώς έχω προτιμήσει τα κεφτεδάκια από το βολάν.
Ωστόσο το διπλωματάκι το έχω, έτσι όπως είναι και ροζ για να κοσμεί το ασορτί πορτοφόλι μου.
Προτιμώ, λοιπόν, γιατί πιστεύω ότι μου ταιριάζει η θέση του συνοδηγού ή ο ευρωπαϊκός αέρας του μετρό. Συχνότερα, όμως, από όλα τα παραπάνω προτιμώ την κίτρινη λιμουζίνα μου με τους οδηγούς της. Κάθε φορά που θα ανοίξω την πόρτα και θα ρωτήσω, «Ελεύθερος;», μια βαριά ανδρική φωνή θα μου απαντήσει: «Όχι, παντρεμένος!» Η τρελή κούρσα αρχίζει με το ταξίμετρο να γράφει… χιλιόμετρα.
Στον κόμβο Κηφισίας ψάχνω τρόπο να φτάσω στον προορισμό μου. Φορώ ό,τι πιο θηλυκό και σέξι υπάρχει στην γκαρνταρόμπα μου για να κατορθώσω να έχω advantage απέναντι σε όλες τις άλλες ή τους άλλους επίδοξους επιβάτες, που καραδοκούν κι εκείνοι για τον ίδιο λόγο: ΤΟ ΤΑΞΙ.
Πες το ταξί να μην με περιμένει… Λέω στον εαυτό μου όταν η μελαγχολία με έχει αγκαλιάσει κάτι κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Όταν καλοί μου φίλοι προθυμοποιούνται να με συνοδεύσουν με την κούρσα τους και να μην «επιβιβάζω έτερος;… Για Καλαμάκι; Ο Κ16 ακούει;»
Το ταξί δεν περιμένει βέβαια ποτέ, τρέχει για τον επόμενο επιβάτη και ακόμη μπορεί να συνδυαστεί διπλοκούρσα ή και τριπλοκούρσα. Οι καλύτερες γνωριμίες γίνονται στα ταξί.
Έτσι ξεκίνησε και η δική μου. Με το τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί να μιλάω για την Τζίνα που τα είχε με τον Σάκη που την χώρισε ο Βαγγέλη ς και μετά τα έφτιαξε ξανά με τον Μηνά… «Πού πάμε;» ρωτάει ο οδηγός για να αμολύσω ένα «Village».
Τι το ήθελα; Άκουσα τα εξ αμάξης κυριολεκτικά. «Πού να ξέρω εγώ ποιο Village κοριτσάκι μου. Μπαίνει ο καθένας μέσα και μου τσαμπουνάει ό,τι του κατεβάσει η κούτρα». Πα, πα, πα στόμα; Μπροστά σε μια κυρία με το «Κ» κεφαλαίο.
Δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη, πράγμα σπάνιο για μένα, αφού η γλώσσα μου ξεπερνάει το 1,73 που υψώνομαι (χωρίς τακουνάκι παρακαλώ), για να μονολογήσει ο κιτρινοδηγός πάλι, «Τώρα θα λες από μέσα σου, πού έχω μπλέξει και τι περίεργος άνθρωπος που είναι… Όμως, μου λες Village, διευκρίνισέ μου στου Ρέντη. Πού λες Μαρία!»
«Μαρία, τι Μαρία;» Εγώ δεν του είχα πει το όνομά μου. Ήμουν σίγουρη γι’ αυτό. ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΧΑ ΠΕΙ. Αλλά δεν είμαι δα και από τα άτομα με το πιο σπάνιο όνομα στον πλανήτη, Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν κι εμένα.
Αποφασίζω να κελαηδήσω κι εγώ και να χρωματίσω με το ηχόχρωμα της φωνής μου το κίτρινο αυτοκίνητο. «Πώς το καταλάβατε; Μαρία με λένε.» «Τι δουλειά κάνουμε κοπέλα μου, κι είσαι και όμορφη κοπέλα, φτου σου. Εγώ τόσες ώρες στο τιμόνι έχω μάθει να διαβάζω τους ανθρώπους.
Η Βιργινία Λεούση ήταν στο πιο αρρενωπό με το μυστήριο ενός μέντιουμ δίχως την γυάλινη σφαίρα. Η τρίχα κάγκελο σκέπαζε κάθε σημείο του ακάλυπτου κορμιού του από το πουκάμισό του και όλο το πρόσωπο θαμμένο από την τρίχα και το μαλλί. Η κλασική καδένα έλειπε, όμως ένα ψεύτικο κιτσάτο χρυσό ρολόι κοσμούσε τον χοντρό καρπό του.
Ελαφρώς ψευδός με το βλάχικο accent, αλλά από την πλευρά της Καιτούλας του, της γυναικούλας του που τον κερδίζει στο κουμ-καν και του έφτιαχνε και ζεστό τσαγάκι το βράδυ. Βέρος Αθηναίος, στην Ακαδημίας γεννημένος σε κτίριο που σήμερα είναι του Δήμου. Άλλα χρόνια… μονολογεί.
Δουλεύω χρόνια ολόκληρα στο ταξί, με αυτά τα χέρια έχω κτίσει εξοχικό στον Ωρωπό για την κυρα-Καίτη μου και τα παιδιά.
«Έχω δύο αγόρια ίσα με εκεί πάνω», λεβέντες που ο ένας πήρε την χαζοβιόλα την Νίτσα, άκου όνομα γυναίκας Νίτσα; Ήρθε στο σπίτι, αν έχεις το Θεό σου, με την κοιλίτσα της, λέω εγώ, το αγόρι μας είναι εκεί.
Αλλά… Ήρθαν τα κακά μαντάτα. «Πατέρα, θα ήθελα να σας πω. Αποφασίσαμε να δώσουμε το όνομα του μπαμπά μου στον μπέμπη. Γιατί να… ξέρετε, ο μπαμπάς μας έδωσε το σπίτι στο Μαρούσι που ζούμε.»
«Με κατακεραύνωσε, Μαράκι που λες. Είναι δυνατόν, για ένα σπίτι. Κι ο παλικαράς ο δικός μου, ολόκληρος γιατρός είναι Νιτσάκι, μην σε πω τίποτα άλλο και με πουν μισογύνη».
Πλέον η κουβέντα είχε γίνει ο μονόλογος του Μπρεχτ κι εγώ ήθελα να γελάσω με την κακή ερμηνεία. Ήταν σαν να έβλεπα τον αείμνηστο Βασίλη Αυλωνίτη να μου απαγγέλει το «Να ζει κανείς ή να μη ζει;». Ήθελα να φωνάζω «Μαζί-μαζί».
Τι να κάνουμε, αυτή το πλουσιόπαιδο κι εμείς με ξένες πλάτες. Τώρα το είχε ρίξει στον Ξανθόπουλο. Και κλάμα πολύ να πούμε. «Δίκιο έχετε κύριε από τέτοιε μου, γιατί αν δεν συμφωνούσα θα άκουγα κι εγώ τις ψαλμωδίες μου.
«Κοτζάμ γιατρό σου δώσαμε, μωρή» και θα νανουρίζω το μωρό που θα φωνάζω το όνομα του συμπέθερου! «Βασίλη, θα τον φωνάζω και θα μου ρίχνει όλο το σόι μου φάσκελα, να τέτοια πρωθυπουργικά.»
Τι να κάνω; Δίκιο είχε. Ευτυχώς που έφτανα στον προορισμό μου. Επιτέλους θα έπεφτε η αυλαία.
«Γι’ αυτό σου λέω Μαράκι. Όλες είσαστε ίδιες στην καρδιά, στην ψυχή, στις συνήθειες.», κατέληξε και τώρα έμενε ο χαιρετισμός και η υπόκλιση.
«Τι σας οφείλω;», ρωτώ. «Τι να μου δώσεις, την καρδιά σου και 5€». Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε οδηγέ, και εις το επανιδείν.
Για μια τέτοια θεατρική παράσταση θα πλήρωνα 39€ για την δεύτερη κεντρική σειρά.
Στην επιστροφή μου ο οδηγός δεν μου μιλούσε, στα βουβά γύρισα σπίτι. Μόνο βυθίστηκα στις δικές μου σκέψεις κοιτάζοντας την μεθυσμένη πόλη να επιστρέφει από την διασκέδασή της.
«Αποβιβάζων για Νίκαια; Για πελάτισσα. Σε 12,5 λεπτά να βγαίνετε…» Άκουσα να λέει το μεγάφωνο του ραδιοταξί κλείνονταν την πόρτα μου.
Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνό μου, η φίλη μου Αναστασία έβριζε γιατί έπρεπε να πάρει ταξί για να πάει μέχρι την πεθερά της νυχτιάτικα… «Ίλιγγος… αποβιβάζων έτερος;»