Το νερό αποτελεί τον κυριότερο διαλύτη για τις βιταμίνες, τα μέταλλα, τα αμινοξέα, τη γλυκόζη και άλλα θρεπτικά συστατικά ενώ παράλληλα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της πέψης, της απορρόφησης και μεταφοράς των θρεπτικών συστατικών των τροφίμων στους ιστούς και ταυτόχρονα συμμετέχει στην εξουδετέρωση και αποβολή των τοξινών και των άχρηστων υποπροϊόντων του μεταβολισμού από το σώμα.

Η ανεπαρκής ενυδάτωση του οργανισμού και οι αυξημένες απώλειες υγρών λόγω έντονης σωματικής δραστηριότητας μπορεί να οδηγήσουν στην αφυδάτωση.

Ο οργανισμός αφυδατώνεται όταν η απώλεια υγρών ξεπερνά το 1% του σωματικού βάρους και μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ομαλή λειτουργία του, προκαλώντας:

• Πονοκεφάλους, κόπωση, οξυθυμία, αδυναμία συγκέντρωσης και μειωμένη απόδοση σε πνευματικές δραστηριότητες.

• Μειωμένη απόδοση στα αθλήματα

• Προβλήματα υγείας, όπως κυστίτιδες, δυσκοιλιότητα, λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος κλπ.

• Αύξηση του κινδύνου αναπτύξεως προβλημάτων στους νεφρούς, όπως δημιουργία λίθων.

Όταν η αφυδάτωση είναι πιο σοβαρή, δηλαδή ανέρχεται στο 3%-5% του συνολικού σωματικού βάρους, μπορεί να εκδηλωθούν δυσκολίες στην κατάποση, στην όραση, ξηροδερμία και ρυτίδωση του δέρματος, μυϊκούς σπασμούς ή ακόμη και παραισθήσεις.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η κάλυψη των αναγκών σε υγρά:
 
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης που αυξάνονται σημαντικά, κυρίως λόγω των αυξημένων απωλειών σε υγρά.

Για τις γυναίκες που θηλάζουν τα μωρά τους, προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες από την παραγωγή γάλακτος και την κατανάλωσή του από το μωρό.