Γιώργος Αρκουλής

Δεν σκοπεύω να κάνω θεατρική κριτική –άλλωστε δεν είναι δική μου δουλειά. Όμως, παρακολουθώντας ένα  έργο εύκολα αντιλαμβάνομαι (όπως όλοι μας άλλωστε), τον βαθμό δυσκολίας του, και το πόσο μετράει το ταλέντο του πρωταγωνιστή, ο οποίος αποτελεί την ‘λοκομοτίβα’ που καλείται να κινήσει  την παράσταση. Τον νέο ηθοποιό Μάκη Παπαδημητρίου, ένα παιδί από την Καρδίτσα που έφτασε στην Αθήνα να μαγέψει το θεατρόφιλο κοινό (όλες του οι δουλειές αγγίζουν παρατεταμένα ‘σολντ άουτ’…) τον απόλαυσα πρώτη φορά στο ιστορικό θέατρο Κάστρου στην Καλαμάτα, βραδιά καλοκαιριού με πολλή ζέστη και αντίστοιχη υγρασία. Συμπρωταγωνιστούσε με τον εξαίρετο Γιώργο Χρυσοστόμου, στην επιτυχία της θεατρικής σαιζόν «Πέτρες στις τσέπες του», μια πικρή κωμωδία της Μαρί Τζόουνς, γραμμένη για δύο ηθοποιούς σε…πέντε ρόλους για τον καθένα! Ο Παπαδημητρίου με τον Χρυσοστόμου είχαν δώσει ρεσιτάλ ερμηνείας σε ένα θεατρικό κείμενο που απαιτούσε ανελέητα από τους ηθοποιούς να φτάνουν στα όριά τους, προκειμένου να δώσουν σωστά το νόημα του έργου. Δηλαδή τον ψεύτικο κόσμο του Χόλυγουντ σε σύγκρουση με την σκληρή πραγματικότητα μιας επαρχιακής πόλης κάπου στην Ιρλανδία. Ο Τσάρλι και ο Τζέϊκ ήταν οι πρωταγωνιστές, οι κομπάρσοι, ο σκηνοθέτης και οι βοηθοί του –όπως είχε γράψει εύστοχα ένας κριτικός σε αθηναϊκό έντυπο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι συνεχείς μεταμορφώσεις, η κοινωνική κριτική, που ήταν το μεγαλείο  εκείνου του έργου, νομίζω πως επαναλήφθηκε στην παράσταση της «Μήδειας» του μεγάλου Μποστ, την οποία έζησα πριν λίγα βράδια στο μικρό θέατρο «Θησείο» στην γειτονιά των Αγίων Ασωμάτων. Ο Μάκης Παπαδημητρίου αποτέλεσε, λοιπόν,  την λοκομοτίβα που «έσυρε» εξαιρετικά την παράσταση και δεν σας κρύβω πως είχα αρκετό καιρό –ως θεατρόφιλος- να διαπιστώσω απίστευτα μεγάλη ικανοποίηση του κοινού. Τέσσερις (ή μήπως πέντε;) φορές οι θεατές υποχρέωσαν τα μέλη του θιάσου να εμφανιστούν για την υπόκλιση, ενώ ακούστηκαν δυνατά –και παρατεταμένα- κάποια «μπράβο». Ο Παπαδημητρίου και οι συνεργάτες του είχαν καταφέρει να μαγέψουν αποδίδοντας το εξαιρετικά δύσκολο κείμενο του δημιουργού της «Μαμάς Ελλάς, του Πειναλέωντος και της Ανεργίτσας», πιστοποιώντας ότι παραμένει επίκαιρο κάποιες δεκαετίες μετά την πρώτη του παρουσίαση.

Όσο για τον Παπαδημητρίου, μπορώ να καταθέσω ότι με όσα  ξεδίπλωσε στην παράσταση, μου θύμισε – με την γκάμα ταλέντου που είναι προικισμένος- στιγμές του αριστοφανικού Θύμιου Καρακατσάνη, μπούφες και παντομίμα του σπουδαίου Βασίλη Αυλωνίτη, αυτοσχεδιασμούς απόλυτα επιτυχημένους που τολμούσαν παλιά μόνο οι κορυφαίοι κωμικοί στο θεατρικό σανίδι, και, τέλος, κάποια σημάδια δραματικής αφήγησης (όπως και στις «Πέτρες») αντάξιας παλαιών καταξιωμένων στελεχών του Θεάτρου.

Δεν ξέρω –διότι δεν παρακολουθώ σίριαλ ή ταινίες του «φαστ φουντ» σύγχρονου ελληνικού σινεμά- πως  τα πάει στην τηλεόραση ή στο «πανί» ο Παπαδημητρίου. Όμως, στην επόμενη θεατρική του δουλειά θα είμαι παρών. Κι’ αυτό γιατί μου έχει καταθέσει «διαπιστευτήρια»  ότι θα καταφέρει να με μαγέψει και πάλι, έστω και αν ο ρόλος για το έργο που θα επιλέξει θα είναι εξίσου ζόρικος και εξουθενωτικός.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης