Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επέμεινε την Τρίτη στη θέση του για τη θανατική ποινή, με αφορμή την υπόθεση που ήρθε εκ νέου στην επιφάνεια και αφορά πέντε άνδρες που είχαν καταδικαστεί άδικα για τον βιασμό μιας νεαρής που έκανε τζόγκινγκ στο Central Park της Νέας Υόρκης πριν από 30 χρόνια.

Οι άνδρες αυτοί, τους οποίους ο Τύπος της εποχής αποκαλούσε «Central Park Five» («Οι πέντε του Σέντραλ Παρκ»), βρέθηκαν και πάλι στο επίκεντρο της προσοχής επειδή το Netflix γύρισε μια τηλεοπτική μίνι-σειρά για την τραγική υπόθεση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η επίθεση είχε βρεθεί στα πρωτοσέλιδα το 1989, καθώς για ορισμένους αποτελούσε ατράνταχτη απόδειξη του γεγονότος ότι η εγκληματικότητα στη μεγαλούπολη ήταν ανεξέλεγκτη. Το θύμα, τότε στέλεχος επενδυτικής τράπεζας, μετά βίας σώθηκε από τον θάνατο μετά τον βάρβαρο ξυλοδαρμό και τον βιασμό που υπέστη. Η γυναίκα δεν θυμάται τίποτε για την επίθεση.

Εν μέσω της καταιγιστικής κάλυψης της υπόθεσης από τα ΜΜΕ, ο Τραμπ, τότε ακόμη μεγαλοεπιχειρηματίας του κλάδου των ακινήτων στη Νέα Υόρκη, είχε εκφραστεί δημόσια και είχε πληρώσει εφημερίδες της πόλης για να δημοσιεύσουν μια καταχώριση με την οποία αξίωνε να επανέλθει σε ισχύ η θανατική ποινή στην Πολιτεία.

Ερωτηθείς χθες από δημοσιογράφο έξω από τον Λευκό Οίκο εάν θα ζητούσε σήμερα συγγνώμη από τους πέντε άνδρες που καταδικάστηκαν άδικα, ο Τραμπ αποκρίθηκε: «Γιατί το θίγεις αυτό το ερώτημα τώρα; Είναι ενδιαφέρουσα περίοδος για να θίγεται».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Υπάρχει κόσμος από τη μία κι από την άλλη πλευρά σε αυτήν την ιστορία. Ομολόγησαν την ενοχή τους. Αν ακούσεις κάποιους από τους εισαγγελείς, θεωρούν ότι η πόλη δεν έπρεπε ποτέ να κλείσει συμβιβασμό για την υπόθεση. Ας μείνουμε σ’ αυτό» πρόσθεσε ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος.

Η υπόθεση είχε εγείρει ερωτήματα για τη φυλή και την προκατάληψη στο αμερικανικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Οι πέντε κατηγορούμενοι ήταν Αφροαμερικανοί ή ισπανόφωνοι, ηλικίας 14 έως 16 ετών, όταν είχε διαπραχθεί επίθεση. Το θύμα ήταν μια 28χρονη λευκή.

Οι πέντε άνδρες καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης και κάθειρξης μεταξύ πέντε και δεκατριών ετών.

Παρότι είχαν όλοι τους ομολογήσει, έπειτα από τις μακροσκελείς ανακρίσεις στις οποίες τους υπέβαλαν αστυνομικοί, αργότερα όλοι τους ανακάλεσαν τις καταθέσεις τους, εξηγώντας ότι ήταν εξαντλημένοι και εξαναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι ήταν οι δράστες από τους ανακριτές τους.

Οι καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος τους ανατράπηκαν το 2002, όταν άλλος άνδρας ομολόγησε το έγκλημα και οι εξετάσεις του γενετικού του υλικού απέδειξαν την ενοχή του.

Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 2014, ο δήμος της Νέας Υόρκης συμφώνησε να καταβάλει στους πέντε άνδρες αποζημιώσεις ύψους 40 εκατομμυρίων και πλέον.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης