Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Σε μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του κινηματογράφου, στο σαρωτικό ιστορικό δράμα «Lawrence of Arabia», ο νεαρός Βρετανός διπλωμάτης-τυχοδιώκτης TE Lawrence (που υποδύθηκε αξέχαστα ο ηθοποιός Peter O’ Toole) έχει πείσει μια ομάδα αραβικών φυλών να προχωρήσει σε αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την οποία αναζητούν ανεξαρτησία. Ο Lawrence οδηγεί μια ομάδα από Βεδουίνους πολεμιστές μέσα από την έρημο, πλησιάζοντας το οθωμανικό λιμάνι της Άκαμπα. Διασχίζουν την έρημο με φοβερή ζέστη, που γεννά κάθε τόσο ανεμοστρόβιλους. Σε ένα σημείο, ανακαλύπτουν ότι ένας από τους στρατιώτες, ο Gasim, έπεσε από την καμήλα του. Ο Lawrence αποφασίζει αμέσως ότι πρέπει να γυρίσει και να βρει τον χαμένο άνδρα. Ο Σερίφ Αλί, ο επικεφαλής Άραβας ηγέτης, τον ρόλο του οποίου έπαιξε, ο Omar Sharif, αντιτίθεται: «Ήρθε η ώρα του Gasim, Lawrence. Είναι γραφτό», του λέει. «Τίποτα δεν είναι γραφτό!», απαντά ο Lawrence και γυρίζει πίσω, ψάχνει μέσα στην άμμο και τις ανεμοθύελλες, και βρίσκει τον Gasim, ημιθανή. Τον φέρνει πίσω στο στρατόπεδο που τον καλωσορίζει σαν ήρωα. Όταν ο Σερίφ Αλί του προσφέρει νερό, ο Lawrence τον κοιτάζει στα μάτια και, πριν καταλαγιάσει τη δίψα του, επαναλαμβάνει ήρεμα, «Τίποτα δεν είναι γραφτό».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο κόσμος που ξεδιπλώνεται σαν συνέπεια της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι καινούργιος και τρομακτικός. Η κρίση στην υγεία έχει επιταχύνει ορισμένες διαδικασίες που ήταν ήδη, σε εξέλιξη. Είναι τώρα εξόφθαλμο, πως η ανθρώπινη ανάπτυξη, όπως λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα, είναι υπεύθυνη για ολοένα και μεγαλύτερους κινδύνους. Η αντίδραση της φύσης είναι ορατή γύρω μας, από πυρκαγιές έως τυφώνες και πανδημίες, εκ των οποίων ο κορωνοϊός μπορεί απλά να είναι το πρώτο μιας σειράς. Η πανδημία έχει ενδυναμώσει και άλλες τάσεις. Για δημογραφικούς και άλλους λόγους, οι χώρες του κόσμου πιθανότατα θα δουν πιο αργή οικονομική ανάπτυξη. Η ανισότητα θα επιδεινωθεί. Η τεχνητή νοημοσύνη γιγαντώνεται τόσο γρήγορα ώστε, για πρώτη φορά στην ιστορία, οι άνθρωποι κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο των δικών τους δημιουργιών. Τα έθνη οδηγούνται στον απομονωτισμό, η εγχώρια πολιτική τους γίνεται πιο περιχαρακωμένη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα κατευθύνονται προς μια έντονη και παρατεταμένη αντιπαράθεση.

Είναι μια επικίνδυνη στιγμή. Αλλά σε καιρούς όπως αυτούς, μπορούμε να διαμορφώσουμε και να αλλάξουμε τέτοιες τάσεις. Για να διαμορφώσουμε την ιστορία του μέλλοντός μας, πρέπει να στηριχτούμε στην ανθρώπινη υπόσταση. Οι άνθρωποι πρέπει να επιλέξουν σε ποια κατεύθυνση θέλουν να ωθήσουν τον εαυτό τους, τις κοινωνίες τους και τον κόσμο τους. Στην πραγματικότητα, έχουμε περισσότερα περιθώρια τώρα, απ’ ότι πριν. Σε άλλες εποχές, η Ιστορία προχωρά σε μια σχεδόν δεδομένη διαδρομή και η αλλαγή είναι δύσκολη. Όμως η περιπέτεια του κορωνοϊού ταρακούνησε την κοινωνία. Οι άνθρωποι είναι προβληματισμένοι αλλά και αποπροσανατολισμένοι. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα, η αλλαγή γίνεται ευκολότερη από ποτέ.

Ας αναλογιστούμε τις αλλαγές που έχουμε αποδεχτεί στη ζωή μας ως απάντηση στην πανδημία. Έχουμε συμφωνήσει να απομονωθούμε για μεγάλα διαστήματα. Εργαστήκαμε, παρακολουθήσαμε συναντήσεις και είχαμε πολύ προσωπικές συζητήσεις μιλώντας στους φορητούς υπολογιστές και τα κινητά μας. Έχουμε παρακολουθήσει διαδικτυακά μαθήματα και έχουμε δει γιατρούς και θεραπευτές να χρησιμοποιούν τηλεϊατρική. Σε ένα μήνα, οι εταιρείες άλλαξαν πολιτικές που υπό κανονικές συνθήκες θα τους χρειάζονταν χρόνια. Μέσα σε λίγες εβδομάδες οι πόλεις μετέτρεψαν τις λεωφόρους σε πεζόδρομους και τα πεζοδρόμια σε καφετέριες. Η στάση απέναντι σε άτομα που είχαν προηγουμένως αγνοηθεί ή παραβλεφθεί αλλάζουν, όπως φαίνεται στην πρόσφατα υιοθετημένη φράση «βασικοί εργαζόμενοι». Οι κυβερνήσεις άνοιξαν τα ταμεία τους με τρόπους που κάποτε ήταν αδιανόητοι και θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε ακόμη μεγαλύτερη προθυμία να επενδύσουν στο μέλλον.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτές οι αλλαγές θα μπορούσαν να είναι στιγμιαίες κινήσεις – ή η αρχή του καινούργιου. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τις δραστηριότητές μας ως συνήθως και να διακινδυνεύσουμε κρίσεις από την κλιματική αλλαγή και τις νέες πανδημίες ή θα μπορούσαμε να πάρουμε στα σοβαρά μια πιο βιώσιμη στρατηγική για την ανάπτυξη. Θα μπορούσαμε να αφεθούμε στην εσωστρέφεια και να αγκαλιάσουμε τον εθνικισμό και το προσωπικό συμφέρον, ή να δούμε αυτές τις προκλήσεις -που διαπερνούν όλα τα σύνορα- ως κίνητρο για παγκόσμια συνεργασία και δράση. Έχουμε εναλλακτικές προοπτικές μπροστά μας.

Έχουμε βρεθεί σε τέτοιο σταυροδρόμι στο παρελθόν. Κατά τη δεκαετία του 1920, μετά από έναν παγκόσμιο πόλεμο και μια μεγάλη πανδημία, ο κόσμος θα μπορούσε να είχε πάει σε μία από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Μερικοί από τους ηγέτες που προέκυψαν από τη σύγκρουση ήθελαν να δημιουργήσουν δομές ειρήνης που θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια δεύτερη. Ωστόσο, το Κογκρέσο απέρριψε τα σχέδια του Προέδρου Woodrow Wilson και οι Ηνωμένες Πολιτείες έστρεψαν την πλάτη τους στην Ένωση των Εθνών και τις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες επέβαλαν αυστηρούς ποινικούς όρους στη Γερμανία, ωθώντας τη χώρα στην κατάρρευση. Αυτές οι αποφάσεις οδήγησαν σε έναν πολύ σκοτεινό κόσμο τη δεκαετία του 1930: υπερπληθωρισμό, μαζική ανεργία, φασισμό και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ένα άλλο σύνολο επιλογών θα μπορούσε να οδηγήσει τον κόσμο σε μια εντελώς διαφορετική πορεία.

Η τρέχουσα πανδημία προσφέρει παρόμοιες επιλογές. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε σε έναν κόσμο ανάπτυξης, όπως τον ξέρουμε, αυξάνοντας τους κινδύνους φυσικών καταστροφών και επιτείνοντας τις ανισότητες –  επιμένοντας ανεπηρέαστοι στις δραστηριότητές μας ή θα μπορούσαμε να επιλέξουμε να ενεργήσουμε δυναμικά, χρησιμοποιώντας την τεράστια δυνατότητα των κυβερνήσεων να κάνουν μεγάλες νέες επενδύσεις, προκειμένου να εξοπλίσουν τους ανθρώπους με τις δεξιότητες και την ασφάλεια που χρειάζονται σε μια εποχή αλλεπάλληλων αλλαγών. Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια υποδομή του 21ου αιώνα, θέτοντας σε λειτουργία πολλές από αυτές που απειλούνται περισσότερο από τις νέες τεχνολογίες. Θα μπορούσαμε να περιορίσουμε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα απλά τοποθετώντας μια τιμή σε αυτές που να αντικατοπτρίζει το πραγματικό τους κόστος και θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ότι, μαζί με το δυναμισμό και την ανάπτυξη, χρειαζόμαστε ανθεκτικότητα και ασφάλεια – αλλιώς η επόμενη κρίση θα μπορούσε να είναι η τελευταία.

Υπάρχουν εκείνοι που θέλουν αυτή η κρίση να είναι η αρχή μιας επανάστασης. Αλλά δεν χρειαζόμαστε ανατροπή της υπάρχουσας τάξης με την ελπίδα ότι κάτι καλύτερο θα προκύψει. Έχουμε πραγματοποιήσει πραγματικά κέρδη, οικονομικά και πολιτικά. Ο κόσμος είναι καλύτερος από ότι πριν από 50 χρόνια, με σχεδόν οποιοδήποτε μέτρο και αν μετρηθεί. Κατανοούμε τις ελλείψεις και τους τρόπους αντιμετώπισής τους. Το πρόβλημα δεν είναι η εξεύρεση λύσεων – είναι η απόκτηση της πολιτικής βούλησης για την εφαρμογή τους. Χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, που εάν πράγματι θεσπιστούν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ουσιαστική επανάσταση. Με την εφαρμογή ακόμη και μερικών από αυτών των ιδεών, ο κόσμος θα μπορούσε να φαίνεται πολύ διαφορετικός σε 20 χρόνια από τώρα.

Οι χώρες μπορούν να αλλάξουν. Το 1930, οι περισσότερες χώρες είχαν κυβερνήσεις που δεν θεώρησαν καθήκον τους να προωθήσουν τη γενική ευημερία του πληθυσμού. Μέχρι το 1950, κάθε ένα από τα μεγαλύτερα έθνη του κόσμου είχε αγκαλιάσει αυτήν τη φιλοσοφία – δεν ήταν εύκολο να κάνουν και αλλιώς. Στις 20 Οκτωβρίου 1935, η Gallup δημοσίευσε την πρώτη επίσημη δημοσκόπηση της κοινής γνώμης. Αποκάλυψε ότι – εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης – το 60% των Αμερικανών πίστευαν ότι «οι δαπάνες της κυβέρνησης για ανακούφιση και ανάκαμψη» ήταν πολύ μεγάλες. Μόνο το 9% είπε ότι ήταν πολύ λίγες, ενώ το 31% είπε ότι ήταν αυτές που έπρεπε. Αυτό δεν εμπόδισε τον Πρόεδρο Franklin N. Roosevelt να προχωρήσει στο New Deal – και να συνεχίσει τις προσπάθειές του να εκπαιδεύσει το αμερικανικό κοινό για την ανάγκη να δράσει η κυβέρνηση ως σταθεροποιητική δύναμη στην οικονομία και την κοινωνία. Μεγάλοι ηγέτες όπως ο Roosevelt, διάβαζαν τις δημοσκοπήσεις προκειμένου να κατανοήσουν τη φύση της πρόκλησης και όχι ως μια δικαιολογία για αδράνεια.

Έπειτα, έχουμε το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχικά, η πανδημία του κορωνοϊού έκανε τα μέλη της φοβικά. Έκλεισαν τα σύνορά τους, ανταγωνίστηκαν για ιατρικές προμήθειες, και κατηγόρησαν το ένα το άλλο, για κακία και περιθωριοποίηση. Το δημόσιο αίσθημα στράφηκε έντονα ενάντια στην Ε.Ε. σε χώρες που είχαν πληγεί σοβαρά, όπως η Ιταλία. Αλλά μετά το αρχικό σοκ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά για το πώς να χειριστούν τις επιπτώσεις από το κορωνοϊό. Αναγνώρισαν ότι άσκησε πρωτοφανή πίεση στην ήπειρο, ιδιαίτερα στα πιο αδύναμα μέλη της. Χάρη στη σοφή ηγεσία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις – τη Γαλλία και τη Γερμανία – καθώς και από τους ανώτερους αξιωματούχους της Ε.Ε, επιτεύχθηκε συμφωνία τον Ιούλιο για την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων που επιτρέπουν στις φτωχότερες χώρες να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια που, στην πραγματικότητα, εγγυώνται οι πλουσιότερες. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν ένα τεχνικό θέμα, αλλά αντιπροσωπεύει ένα πολύ μεγάλο βήμα προόδου και σε μια πιο βαθιά διασυνδεδεμένη Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες είδαν την κατεύθυνση προς την οποία τους έσπρωχνε ο κορωνοϊός και συσπειρώθηκαν. Μια πανδημία που αρχικά χώρισε τις χώρες θα μπορούσε να αποδειχθεί ο καταλύτης για μια μακρόχρονη στενότερη ένωση.

Η ίδια ένταση μεταξύ απομόνωσης και ολοκλήρωσης παρατηρείται σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πανδημία οδηγεί τις χώρες σε εσωστρέφεια. Αλλά οι φωτισμένοι ηγέτες αναγνωρίζουν πως η μόνη πραγματική λύση σε προβλήματα όπως οι πανδημίες, η αλλαγή του κλίματος και η κατάσταση του κυβερνοχώρου, είναι να στραφούμε προς τα έξω, σε μια καλύτερη συνεργασία. Η λύση σε ένα κακώς χρηματοδοτούμενο και αδύναμο Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, δεν είναι να αποσυρθεί κανείς από αυτόν με την ελπίδα ότι θα εκλείψει, αλλά να τον χρηματοδοτήσει καλύτερα και να του δώσει περισσότερη αυτονομία, ώστε να μπορεί να αντισταθεί στην Κίνα – ή στις Ηνωμένες Πολιτείες – εάν απαιτείται επείγουσα δράση για την υγεία. Καμία χώρα δεν μπορεί πλέον να οργανώσει ολόκληρο τον κόσμο. Κανείς δεν το θέλει. Αυτή η πραγματικότητα προσφέρει μόνο δυο εναλλακτικές δυνατότητες: του χάους και του ψυχρού πολέμου ή της συνεργασίας.

Είναι αλήθεια, όπως υποστηρίζουν μερικοί, πως η πραγματική διεθνής συνεργασία απαιτεί κάποιο στοιχείο συλλογικής λήψης αποφάσεων. Ενώ αυτό ακούγεται άσχημο σε ορισμένα  αυτιά, είναι, στην πραγματικότητα, αυτό που ήδη κάνουν οι χώρες. Είναι ο μηχανισμός με τον οποίο ρυθμίζουμε τα πάντα, από τις διεθνείς τηλεφωνικές κλήσεις και τα αεροπορικά ταξίδια έως το εμπόριο και την πνευματική ιδιοκτησία ή την εκπομπή χλωροφθορανθράκων. Δεν υπάρχει «μια παγκόσμια κυβέρνηση» και δεν θα υπάρξει ποτέ – είναι απλώς μια φράση που έχει σχεδιαστεί για να τρομάζει τους ανθρώπους και να τους κάνει να φανταστούν έναν μυστικό στρατό να τους επιτίθεται με μαύρα ελικόπτερα. Αυτό που πραγματικά υπάρχει, και αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο, είναι η παγκόσμια διακυβέρνηση, συμφωνίες μεταξύ κυρίαρχων εθνών και συνεργασία για την επίλυση κοινών προβλημάτων. Δεν θα πρέπει να είναι τόσο δύσκολο. Η συνεργασία είναι ένα από τα πιο θεμελιώδη χαρακτηριστικά των ανθρώπινων όντων, ένα που πολλοί βιολόγοι πιστεύουν πως είναι η ρίζα της επιβίωσής μας κατά τη διάρκεια των χιλιετιών. Εάν θέλουμε να επιβιώσουμε στο μέλλον, η συνεργασία σίγουρα θα μας βοηθήσει περισσότερο από τη σύγκρουση.

Η ανάγκη για συνεργασία δεν είναι πουθενά πιο εμφανής παρά στη σχέση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων του κόσμου, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Μπαίνουμε σε έναν διπολικό κόσμο – που χαρακτηρίζεται από μια πραγματικότητα στην οποία δύο χώρες βρίσκονται απλά πάνω από τις υπόλοιπες. Η Κίνα δεν είναι απλώς η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στην  οικονομία και στις αμυντικές δαπάνες, στον κόσμο. Είναι τόσο μεγάλη, όσο οι τέσσερις επόμενες χώρες συγκεντρωτικά και στις δύο κατηγορίες. Δεν είναι πλέον ένα τεχνολογικό αντίγραφο της Δύσης. Από τους 500 ταχύτερους υπολογιστές στον κόσμο, 226  βρίσκονται στην Κίνα, αριθμός διπλάσιος από αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπορούμε να φανταστούμε δύο μελλοντικά σενάρια. Το πρώτο, ανταγωνισμός σε πολλούς τομείς – οικονομικός, τεχνολογικός – αλλά και συνεργασία για τη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας και για την επίτευξη ορισμένων κοινών στόχων. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, για παράδειγμα, θα είναι αδύνατη χωρίς τη συνεχή και συντονισμένη δράση τόσο από την Ουάσιγκτον όσο και από το Πεκίνο. Στο δεύτερο, οι δύο πιο δυναμικές κοινωνίες στον κόσμο θα μπορούσαν να βρεθούν κλειδωμένες σε κλιμακούμενη  αντιπαράθεση, από τη στρατιωτικοποίηση του διαστήματος έως την μετατροπή του κυβερνοχώρου σε οπλικό σύστημα, όλες τροφοδοτούμενες από έναν αδυσώπητο αγώνα στην τεχνητή νοημοσύνη και την βιοϊατρική τεχνολογία, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακούσιες συνέπειες που είναι αδύνατο να φανταστούμε σήμερα.

Μερικές φορές, ακόμη και κατά τη διάρκεια μεγάλων δομικών αλλαγών που κινούνται προς μια κατεύθυνση, οι χώρες μπορούν να λάβουν αποφάσεις που αναδιαμορφώνουν την πορεία του κόσμου. Τον Μάιο του 1958, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, υπήρξε μια τέτοια   στιγμή επιλογής στη Μινεάπολη. Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας της Σοβιετικής Ένωσης, Victor Zhdanov, παρευρέθηκε στην ετήσια συνάντηση του διοικητικού οργάνου του ΠΟΥ, της Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας. Όπως σημειώνει ο ιστορικός του Χάρβαρντ Erez Manela, ήταν η πρώτη φορά από την ίδρυση του ΠΟΥ, μια δεκαετία νωρίτερα, που μια Σοβιετική Αντιπροσωπεία, παρευρίσκονταν σε τέτοια συνάντηση. Ο Zhdanov προέτρεψε τον οργανισμό να ξεκινήσει μια παγκόσμια εκστρατεία για την εξάλειψη της ευλογιάς, μια για πάντα. Σε ένα νεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ανέφερε στην ομιλία του μια επιστολή που είχε γράψει ο Thomas Jefferson στον Edward Jenner, τον επιστήμονα που ανακάλυψε το εμβόλιο της ευλογιάς: «Τα έθνη του μέλλοντος θα γνωρίζουν μόνο από την ιστορία, ότι υπήρξε κάποτε η απεχθής ευλογιά», έγραφε ο Jefferson. Ήταν μια πρώτη προσπάθεια να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο της Σοβιετικής Ένωσης του Nikita Khrushchev, για «ειρηνική συνύπαρξη» με τη Δύση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αρχικά αντίθετες, κυρίως επειδή πίστευαν ότι η σοβιετική πρόταση θα τραβούσε την προσοχή από τις προσπάθειες των ΗΠΑ για την εξάλειψη της ελονοσίας. Ωστόσο, τελικά η Ουάσιγκτον υποστήριξε την εκστρατεία, η συνεργασία αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του Lyndon B. Johnson και έγινε το επίκεντρο του ΠΟΥ. Οι δύο υπερδυνάμεις διευκόλυναν όχι μόνο τη μαζική παραγωγή εμβολίων, αλλά και ένα πρόγραμμα εμβολιασμού ανθρώπων σε ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο. Μέχρι το 1980, η ευλογιά είχε εκριζωθεί επίσημα. Ο Manela λέει ότι «ήταν αναμφισβήτητα το πιο επιτυχημένο παράδειγμα συνεργασίας υπερδυνάμεων στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου». Και είναι ένα μάθημα που πρέπει να μάθουν το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον στον διπολικό κόσμο, μετά το κορωνοϊό.

Στο «Lawrence of Arabia», το μάθημα για τον ρόλο της μοίρας  έναντι  της ανθρώπινης  υπόστασης, γίνεται πιο περίπλοκο. Το βράδυ πριν από την επίθεση στην Άκαμπα, οι αραβικές φυλές διαφωνούν έντονα για μια δολοφονία που διαπράχθηκε από μέλος μιας φυλής  εναντίον μέλους άλλης. Ως ξένος, ο Lawrence προσφέρεται να εκτελέσει τον δολοφόνο έτσι ώστε η δικαιοσύνη να μπορέσει να λειτουργήσει με αμεροληψία, προτού συνειδητοποιήσει ότι ο δολοφόνος είναι ο Gasim, ο άνθρωπος του οποίου τη ζωή είχε σώσει στην έρημο. Και όμως, περπατά με σταθερό βήμα και καρφώνει ήρεμα έξι σφαίρες στο σώμα του. Το μάθημα, ίσως, είναι ότι ο Gasim προοριζόταν να πεθάνει. Ο Lawrence μπόρεσε να τον σώσει στην έρημο, και με αυτόν τον τρόπο, του έδωσε μια ευκαιρία. Όμως, με τις ενέργειές του, ο Gasim την πέταξε.

Η πανδημία έχει ωθήσει τόσα πολλά – έθνη και άτομα – να γίνουν εσωστρεφή και εγωιστικά.
Μια ακόμη μεγαλύτερη κρίση είχε το αντίθετο αποτέλεσμα σε έναν από τους μεγάλους  πολιτικούς της εποχής. Είκοσι χρόνια μετά την D-Day, το CBS News κάλεσε τον πρώην ανώτατο διοικητή των συμμαχικών επιχειρήσεων, Dwight D. Eisenhower, να ξαναεπισκεφτεί τις παραλίες της Νορμανδίας με τον Walter Cronkite. Ο Eisenhower είχε δει το χειρότερο πρόσωπο της ανθρωπότητας – τον αγώνα κατά της αποτρόπαιας Γερμανικής Wehrmacht – και όμως, είχε βγει από αυτήν την εμπειρία, αποφασισμένος να δοκιμάσει τη συνεργασία. Καθώς κάθονταν βλέποντας τις σειρές τάφων στη Νορμανδία, ο Eisenhower είπε στον Cronkite, «Αυτοί οι άνθρωποι μας έδωσαν μια ευκαιρία και αγόρασαν χρόνο για εμάς, ώστε να μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα από ότι πριν. Έτσι, κάθε φορά που επιστρέφω σε αυτές τις παραλίες, ή οποιαδήποτε στιγμή όταν σκεφτώ αυτήν την ημέρα πριν από 20 χρόνια, λέω για άλλη μια φορά, πως πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο να εργαστούμε για την ειρήνη, και πραγματικά να προσφέρουμε μια αιώνια ειρήνη στον κόσμο».

Έτσι, και στις μέρες μας, αυτή η αποκρουστική πανδημία έχει, αναπάντεχα, προσφέρει τη δυνατότητα αισιοδοξίας, αλλαγής και μεταρρύθμισης. Έχει ανοίξει ένα δρόμο για έναν νέο κόσμο. Είναι δική μας επιλογή να εκμεταλλευτούμε αυτήν την ευκαιρία ή να την σπαταλήσουμε. «Τίποτα δεν είναι γραφτό».

Πηγή: The Washington Post

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης