Σύνταξη-επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Για δεκαετίες, οι επιστήμονες πίστευαν ότι η μετατροπή των προγόνων μας σε σαρκοφάγους τους έθεσε τους στην εξελικτική πορεία τους. Νέα στοιχεία αμφισβητούν αυτή τη θεωρία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια, η Briana Pobiner έφτασε στη βόρεια Κένυα και ακούμπησε με τα χέρια της οστά που είχαν αγγιχθεί για τελευταία φορά πριν από 1,5 εκατομμύριο χρόνια. Η παλαιοανθρωπολόγος, Pobiner ξέθαβε οστά προϊστορικών ζώων και έψαχνε για τομές και εσοχές, σημάδια ότι είχαν σφαγιαστεί από τους πρώτους προγόνους μας, στην προσπάθεια τους να βρουν τον (πλούσιο σε λίπος και θερμίδες) μυελό των οστών που κρύβονταν μέσα τους. «Φτάνουμε μέσα από ένα παράθυρο στο χρόνο», λέει η Pobiner, η οποία  τώρα βρίσκεται στο Smithsonian Institute στην Ουάσιγκτον, DC. «Το πλάσμα που έσφαξε αυτό το ζώο δεν ηταν σαν εμάς, αλλά αποκαλύπτουμε αυτή την άμεση μαρτυρία της συμπεριφοράς του. Είναι πραγματικά συναρπαστικό», συμπληρώνει.

Αυτή η στιγμή πυροδότησε το διαρκές ενδιαφέρον της Pobiner για το πώς οι δίαιτες των προγόνων μας διαμόρφωσαν την εξέλιξή τους και τελικά την εμφάνιση του δικού μας είδους, του Homo sapiens. Ιδιαίτερα το κρέας, φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Οι πιο μακρινοί πρόγονοί μας έτρωγαν κυρίως φυτά, είχαν κοντά πόδια και μικρό εγκέφαλο παρόμοιο σε μέγεθος με αυτόν του χιμπατζή. Όμως, πριν από περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια, ένα νέο είδος εμφανίστηκε με ξεκάθαρα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Ο Homo erectus είχε μεγαλύτερο εγκέφαλο, μικρότερο έντερο και άκρα παρόμοια με αυτα των σύγχρονων ανθρώπων. Απολιθώματα από την ίδια περίπου εποχή, όπως αυτά που ανέσκαψε η Pobiner στην Κένυα, δείχνουν ότι κάποιος από αυτούς έσφαζε ζώα για να διαχωρίσει το άπαχο κρέας από τα κόκαλα και να φτάσει στον μυελό. Για δεκαετίες, οι παλαιοντολόγοι θεωρούσαν ότι η εξέλιξη των ανθρώπινων χαρακτηριστικών και η κρεατοφαγία συνδέονται στενά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Η εξήγηση ήταν ότι η κατανάλωση κρέατος το επέτρεψε: Πρόσφερε πολύ πιο θρεπτική διατροφή και αυτές οι συγκεντρωμένες πηγές ενέργειας, διευκόλυναν τις αλλαγές», λέει η Pobiner. Οι μεγάλοι εγκέφαλοι είναι εκπληκτικοί καταναλωτές ενέργειας – ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας, ο ανθρώπινος εγκέφαλος καταναλώνει περίπου το 20% της ενέργειας του σώματος. Η μετάβαση σε μια διατροφή γεμάτη με κρέας, πλούσιο σε θερμίδες και πρωτεΐνες, σήμαινε μια περίσσεια ενέργειας που θα μπορούσε να κατευθυνθεί για την υποστήριξη μεγαλύτερων, πιο περίπλοκων εγκεφάλων. Εφόσον οι προάνθρωποι άρχισαν να κυνηγούν την τροφή τους, αυτο οδήγησε εξελικτικά σε μια στροφή προς μακρύτερα άκρα που ήταν πιο αποτελεσματικά για την καταδίωξη θηραμάτων σε μεγάλες αποστάσεις. Το κρέας μας έκανε ανθρώπους, έλεγε η συμβατική σοφία και η Pobiner συμφωνούσε.

Τον Απρίλιο του 2020, όμως, έλαβε μια κλήση που την έκανε να ξανασκεφτεί αυτή την υπόθεση. Η κλήση ήταν από τον Andrew Barr, έναν παλαιοντολόγο στο Πανεπιστήμιο George Washington, ο οποίος δεν ήταν απολύτως πεπεισμένος για τη σχέση μεταξύ του Homo erectus και της κρεατοφαγίας. Ήθελε να χρησιμοποιήσει το αρχείο απολιθωμάτων για να ελέγξει αν υπήρχαν πραγματικά στοιχεία ότι οι πρόγονοι του ανθρώπου έτρωγαν περισσότερο κρέας την εποχή που εμφανιστηκε ο Homo erectus ή αν απλώς φαινόταν έτσι επειδή δεν είχαμε ψάξει αρκετά. Η Pobiner σκέφτηκε ότι αυτό ακουγόταν σαν μια ενδιαφέρουσα υπόθεση: «Μου αρέσει η ιδέα να αμφισβητώ τη συμβατική σοφία, ακόμα κι αν είναι η συμβατική σοφία με την οποία συμφωνώ», λεει.

Λόγω της πανδημίας, οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν στην Κένυα για επιτόπια έρευνα, επομένως ανέλυσαν δεδομένα από εννέα μεγάλες περιοχές που είχαν ερευνηθεί  στην ανατολική Αφρική και καλύπτουν εκατομμύρια χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης. Χρησιμοποίησαν διαφορετικές μετρήσεις για να αξιολογήσουν το πόσο καλά ερευνήθηκε κάθε χρονική περίοδος και πόσα οστά με σημάδια κακοποίησης, βρέθηκαν σε κάθε τοποθεσία. Σε μια νέα δημοσίευση στο περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS), οι Barr και Pobiner υποστηρίζουν τώρα ότι η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης κρέατος και της ανθρώπινης εξέλιξης μπορεί να είναι λιγότερο βέβαιη από ότι πιστεύαμε προηγουμένως. Η φαινομενική αύξηση στα κακοποιημένα οστά μετά την εμφάνιση του Homo erectus συμπεραίνουν, είναι μια μεροληψία δειγματοληψίας. Περισσότεροι παλαιοντολόγοι έψαξαν για οστά σε τοποθεσίες ανασκαφής αυτής της εποχής – και ως αποτέλεσμα, βρήκαν περισσότερα.

Αυτό δεν αποκλείει μια σχέση μεταξύ της κατανάλωσης κρέατος και της εξελικτικής αλλαγής, αλλά υποδηλώνει ότι η ιστορία μπορεί να είναι λίγο πιο περίπλοκη. «Αν θέλουμε να δούμε πόσο συνηθισμένη ήταν μια συμπεριφορά, τότε χρειαζόμαστε κάποια μέθοδο προκειμένου να ελέγξουμε το γεγονός ότι ενδεχομενως σε ορισμένες χρονικές στιγμές και σε ορισμένα μέρη, έχουμε ψάξει περισσότερο για αυτήν τη συμπεριφορά από ότι σε άλλα σημεία», λέει ο Barr. Επειδή οι τοποθεσίες με καλά διατηρημένα οστά ζώων είναι σχετικά σπάνιες, οι παλαιοντολόγοι συχνά τα δειγματίζουν ξανά και ξανά. 

Η μελέτη των Barr και Pobiner διαπίστωσε ότι άλλες τοποθεσίες που χρονολογούνται μεταξύ 1,9 και 2,6 εκατομμυρίων ετών – την εποχή κατά την οποία εξελίχθηκε ο Homo erectus – δεν έχουν μελετηθεί σχετικά. «Μας ελκύουν μέρη που διατηρούν απολιθώματα επειδή είναι η πρώτη ύλη της επιστήμης μας. Οπότε, συνεχίζουμε να επιστρέφουμε στα ίδια μέρη», λέει ο Barr.

Για τον ίδιο, τα αποτελέσματα της νέας μελέτης υποδεικνύουν ένα κενό στο παλαιοντολογικό αρχείο που πρέπει να καλυφθεί. Είναι ενδεχόμενο να είναι άλλοι παράγοντες υπεύθυνοι για την εξέλιξη των ανθρώπινων χαρακτηριστικών ή μπορεί να υπήρξε μεγάλη αύξηση στην  κατανάλωση κρέατος σε παλαιότερη περίοδο που απλά δεν μπορέσαμε να δούμε ακόμα. «Κάποια στιγμή δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για κακοποίηση οστών (άρα σφαγή ζωων), και κάποια στιγμή υπάρχουν πολλά στοιχεία. Κάτι έπρεπε να έχει συμβεί στο ενδιάμεσο», λέει η Jessica Thompson, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο Yale.

Η Thompson δεν είναι απόλυτα πεπεισμένη ότι αυτή η νέα  μελέτη υπονομεύει την υπόθεση «το κρέας μας έκανε αυτό που είμαστε». Η επιφύλαξη της έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο οι συντάκτες της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο PNAS, εκτίμησαν πόσο καλά είχαν ερευνηθεί διαφορετικές χρονικές περίοδοι. Οι συγγραφείς το υπολόγισαν αυτό εξετάζοντας πόσα διαφορετικά είδη θηλαστικών υπάρχουν στα απολιθώματα για ορισμένες χρονικές περιόδους. Σκέφτηκαν ότι αν οι παλαιοντολόγοι έχουν αφιερώσει πολύ χρόνο στο σκάψιμο τοποθεσιών μιας συγκεκριμένης εποχής, θα έχουμε περισσότερα είδη θηλαστικών στο αρχείο απολιθωμάτων για εκείνη την περίοδο. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησαν αυτή τη μέτρηση για να αξιολογήσουν εάν τοποθεσίες με στοιχεία κακοποιημένων – λόγω σφαγής – οστών προέρχονταν από προϊστορικές περιόδους που ήταν καλά μελετημένες ή όχι.

Η Thompson επισημαίνει ότι αυτή η μέτρηση «πλούτου ειδών» μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος για να μετρηθεί το εάν οι παλαιοντολόγοι έχουν ψάξει αρκετά επίπονα για κακοποιημένα θραύσματα οστών. «Δεν εξερευνάται κάθε προϊστορικός χώρος με τον ίδιο τρόπο», λέει. Οι Παλαιοανθρωπολόγοι – που μελετούν τις ζωές των προϊστορικών ανθρώπων – μπορεί να ψάξουν πολύ επίπονα για κακοποιημένα θραύσματα οστών σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, ακόμα κι αν αυτή η χρονική περίοδος δεν έχει μελετηθεί καλά από παλαιοντολόγους που αναζητούν άλλα είδη απολιθωμάτων. Επισημαίνει ότι η συμβατική σοφία μπορεί να είναι σωστή: εάν οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να βρουν πολλά σημάδια σφαγής στα οστά πριν από την εμφάνιση του Homo erectus, δεν είναι απαραίτητα επειδή δεν έψαχναν αρκετά τακτικά. Μπορεί πραγματικά να είναι επειδή απλά δεν υπάρχουν τόσα περιστατικά σφαγής από εκείνη τη χρονική περίοδο.

Τελικά, η Thompson συμφωνεί ότι ο μόνος τρόπος για να γνωρίζουμε με βεβαιότητα – ή τουλάχιστον όσο σίγουρος μπορεί να είναι κάποιος όταν μιλάμε για απολιθώματα από εκατομμύρια χρόνια πριν – είναι να εξετάσουμε λεπτομερέστερα εκείνες τις χρονικές περιόδους για τις οποίες έχουμε σχετικά λίγα δεδομένα. «Αυτό που αποκαλύφθηκε είναι ότι έχουμε σοβαρό πρόβλημα με τη δειγματοληψία», λέει. «Το βασικό είναι ότι πρέπει να μπούμε σε αυτές τις τοποθεσίες που χρονολογούνται μεταξύ 2,6 και 1,9 εκατομμυρίων ετών πριν. Πρέπει να μάθουμε τι συνέβη».

Ακόμα κι αν αυτά τα νέα ευρήματα δεν ανατρέψουν εντελώς την υπόθεση του κρέατος, μπορεί να υπάρχουν ακόμα περισσότερα στοιχεία  στην ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής. «Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν γνωρίζουμε για το πώς συμπεριφέρθηκε ο Homo erectus», λέει ο Stephen Merritt, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στο Μπέρμιγχαμ, ο οποίος μελετά την εξέλιξη της κρεατοφαγίας. Αφαιρούσαν το κρέας νεκρών ζώων ή κυνηγούσαν θηράματα; Πώς έμαθαν να σφάζουν ζώα; Μόλις έσφαζαν μια αντιλόπη, μοιραζόντουσαν το κρέας της με άλλα μέλη του είδους τους ή (όπως άλλα ανθρωποειδή) κρατούσαν κυρίως την τροφή τους για τον εαυτό τους;

Αν και για αυτές τις άλλες συμπεριφορές είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεθούν αποδείξεις, μπορεί να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή μας. Μια εναλλακτική θεωρία για να εξηγήσει την εμφάνιση ορισμένων ανθρώπινων χαρακτηριστικών είναι η «υπόθεση της γιαγιάς»: η ιδέα ότι καθώς η κλιματική αλλαγή μείωσε την πρόσβαση των προγόνων μας σε εύκολα προσπελάσιμα φυτά όπως τα φρούτα, τα μεγαλύτερα θηλυκά έγιναν ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς είχαν γνώσεις για το πως να σπάσουν τους ξηρούς καρπούς και να ξεθάψουν δυσεύρετους βολβούς. Θα μπορούσαν στη συνέχεια να μοιραστούν αυτό το φαγητό με τα παιδιά, επιτρέποντας σε αυτά να απογαλακτιστούν πιο γρήγορα, απελευθερώνοντας έτσι τις μητέρες τους να κάνουν το επόμενο παιδί τους, νωρίτερα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι εξελίχθηκαν για να ζήσουν σχετικά πιο μακροχρόνιες ζωές μετά την εμμηνόπαυση. Όμως, όπως κάθε θεωρία της εξέλιξης, και αυτή βασίζεται μόνο σε μερικές φευγαλέες ματιές σε μια πολύ παλιά και ξεθωριασμένη εικόνα.

Η ανθρώπινη εξέλιξη μπορεί να οφείλεται σε πολύ περισσότερα από το φαγητό που συνήθιζε να τρώει ο Homo erectus για δείπνο, αλλά αυτή η εστίαση στη διατροφή των προγόνων μας εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη επιρροή σήμερα. Οι λάτρεις της δίαιτας paleo αποφεύγουν τα επεξεργασμένα τρόφιμα υπέρ του κρέατος και των ωμών φυτών, υποστηρίζοντας ότι είναι πιο υγιεινό για εμάς να τρώμε το ίδιο είδος διατροφής με τους πρώτους ανθρώπους (μερικοί αποφεύγουν τελείως το μαγειρεμένο κρέας, παρόλο που τα στοιχεία για τη χρήση της φωτιάς για το μαγείρεμα του φαγητού χρονολογούνται εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν). Ο Jordan Peterson και η κόρη του έγιναν διάσημοι προωθωντας μια δίαιτα μόνο με βόειο κρέας, αλάτι και νερό, προς μεγάλη απογοήτευση των εμπειρογνώμων της διατροφής. Η δίαιτα κeto υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, συχνά παρουσιάζεται ως επιστροφή στη διατροφή των προγόνων μας, αλλά οι μελέτες δείχνουν ότι τα προϊστορικά ανθρώπινα γεύματα μπορεί να ήταν πολύ λιγότερο βαριά σε κρέας από ότι υποδηλώνουν οι σύγχρονες δίαιτες που είναι της μόδας.

Για κάποιους, μια ιστορία προέλευσης του Homo sapiens που είναι βαθιά ριζωμένη στην  κρεατοφαγία φαίνεται να δείχνει προς κάποιο, από καιρό, χαμένο αρσενικό ιδανικό: οι άνθρωποι οφείλουν την ίδια τους την ύπαρξη στον πόθο τους για αίμα και κρέας. Στην πραγματικότητα, τα αναδυόμενα στοιχεία είναι λίγο πιο περίπλοκα από αυτό. Η κρεατοφαγία μπορεί να έχει εξελιχθεί μαζί με μια σειρά από άλλες συμπεριφορές που απελευθέρωσαν τη δύναμη του μεγαλύτερου εγκεφάλου μας και μας καθοδήγησαν στο μονοπάτι προς την περίπλοκη γλώσσα και τις κοινωνίες. «Ίσως το κρέας μας έκανε ανθρώπους όχι μόνο επειδή το τρώγαμε, αλλά και λόγω των κοινωνικών συμπεριφορών γύρω από αυτο», λέει ο Merritt. «Αντί να ρωτάμε: «μας έκανε το κρέας ανθρώπους; Θα ήθελα να μάθω με ποιο τρόπο μας έκανε το κρέας ανθρώπους», καταλήγει.

Πηγη: Wired 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης