Ένα από τα αρχαιότερα χειρόγραφα του Κορανίου βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Βερολίνου και η μελέτη του αναμένεται να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση του ιερού κειμένου του Ισλάμ.

Η Εθνική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου είναι μία από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης. Ιδρύθηκε το 1661 και περιλαμβάνει περίπου 12 εκατομμύρια βιβλία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί στο κοινό το τμήμα Μέσης Ανατολής, όπου κανείς μπορεί να βρει πλούσιο υλικό για τους πολιτισμούς που άκμασαν στην περιοχή, καθώς επίσης και για τις θρησκευτικές τους παραδόσεις. Το Τμήμα Μέσης Ανατολής περιλαμβάνει περίπου 600.000 βιβλία και 43.000 πολύτιμα χειρόγραφα, γραμμένα σε περίπου 140 γλώσσες και τοπικές διαλέκτους. Από αυτά περίπου 17.000 χειρόγραφα αφορούν καθαρά την ισλαμική πίστη και είναι γραμμένα ως επί το πλείστον στα αραβικά, ενώ κάποια από αυτά στα περσική και την οθωμανική γλώσσα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η μεγάλη διαδρομή ενός σπάνιου χειρογράφου

H Εθνική Βιβλιοθήκη του Βερολίνο διαθέτει, μεταξύ άλλων, έναν ακόμη σπάνιο θησαυρό του Ισλάμ.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που βασίσθηκε στη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης και η οποία διεξάγεται από το Ελβετικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ETH), εκεί βρίσκεται ένα από τα αρχαιότερα χειρόγραφα του Κορανίου στον κόσμο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

To συγκεκριμένο χειρόγραφο αποτελείται από μόλις επτά φύλλα, ενώ τα χωρία του ιερού κειμένου είναι γραμμένα με διαφορετικές γραμματοσειρές. Τα φύλλα έχουν μήκος 35 εκατοστά και πλάτος 26 εκατοστά. Σε πολλά σημεία έντονα είναι τα σημεία φθοράς.

Ωστόσο άγνωστος παραμένει ο τόπος «καταγωγής» του σπάνιου χειρογράφου. Σύμφωνα με τον Κρίστοφ Ράους, διευθυντή του Τμήματος Μέσης Ανατολής της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Βερολίνου και ειδικού στη μελέτη ισλαμικών χειρογράφων, το χειρόγραφο περιήλθε στην κατοχή της βιβλιοθήκης το 1940 μέσω του γερμανού ισλαμολόγου Μπέρναρντ Μόριτζ. Ο Μόριτζ (1859-1939) είχε εντοπίσει αυτό το χειρόγραφο σε ένα από τα ταξίδια του στη Μέση Ανατολή και το Μαγκρέμπ, ενώ ο ίδιος είχε διατελέσει διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αιγύπτου (1869-1911).

Μία από τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες του Ισλάμ

Με τη βοήθεια της ραδιοχρονολόγησης, η οποία βασίζεται στην ανάλυση των οργανικών ουσιών από τις οποίες αποτελείται ένα αρχαίο εύρημα, οι μελετητές μπορούν να προσδιορίσουν με μεγάλη ακρίβεια την ηλικία του. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται ευρέως στην αρχαιολογία, ωστόσο «σπάνια χρησιμοποιείται στη μελέτη χειρογράφων», σύμφωνα με τον Γιόζεφ Μαρξ, μελετητή του Κορανίου και υπεύθυνου του ερευνητικού προγράμματος «Corpus Coranicum».

Με βάση τα πορίσματα της ραδιοχρονολόγησης , η χρονολογία που συντάχθηκε το εν λόγω χειρόγραφο υπολογίζεται μεταξύ του 606 και του 652, σε κάθε περίπτωση περί τα μέσα του εβδόμου αιώνα, όπως αναφέρει ο Κρίστοφ Ράους. Η χρονολογία αυτή είναι κοντά στην ημερομηνία θανάτου του προφήτη Μωάμεθ εν έτει 632.

Ωστόσο, όπως εξηγεί στη συνέχεια ο Κρίστοφ Ράους, η ραδιοχρονολόγηση δίνει απαντήσεις μόνο για την ηλικία των περγαμηνών πάνω στις οποίες αναγράφεται το κείμενο «και όχι για την ηλικία του ίδιου του κειμένου». Αυτό δεν αποκλείει έτσι να υπάρχει χρονική απόσταση ανάμεσα στην ημερομηνία που διαμορφώθηκε το περιεχόμενο του κειμένου και την ημερομηνία που αυτό καταγράφηκε πάνω στο συγκεκριμένο χειρόγραφο.

Σε κάθε περίπτωση η μελέτη του συγκεκριμένου χειρογράφου πέρα από την καθαρά αρχαιολογική σημασία, είναι σημαντική διότι αποκαλύπτει νέα στοιχεία αναφορικά με τη γλώσσα και τους κανόνες ορθογραφίας της αραβικής γλώσσας αλλά ακόμη και την εξέλιξη της αραβικής καλλιγραφίας. Τέλος, το συγκεκριμένο χειρόγραφο αναμένεται να δώσει απαντήσεις και σε μερικά από τα ανοιχτά ερωτήματα της ισλαμικής θεολογίας αναφορικά π.χ. με την κωδικοποίηση του Κορανίου, ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί μέχρι σήμερα έντονα τους μελετητές.

Πηγή: Deutsche Welle
Σύνταξη: Κ. Μπετινάκης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης