Ο άνθρωπος με τη λίστα που περιέχει πάνω από 7.000 Ιταλούς με λογαριασμούς στην Ελβετία, o Εβρέ Φαλτσάνι, διηγείται στο βιβλίο του με τίτλο «Το χρηματοκιβώτιο των φοροφυγάδων», που θα κυκλοφορήσει στις 18 Φεβρουαρίου 2015: «Ήμουν έτοιμος να δώσω όλα τα αρχεία στις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά από τη Ρώμη ήρθε ένα… στοπ. Στην κυβέρνηση τότε ήταν ο Μπερλουσκόνι και υπουργός οικονομικών ο Τζούλιο Τρεμόντι. Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι σταμάτησε τις μυστικές υπηρεσίες».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στο ίδιο βιβλίο ο Ιταλός αναφέρει ότι κίνητρο του για τις αποκαλύψεις του ήταν η κόρη του και ένα γενετικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει. 

Ακολουθεί απόσπασμα, όπως δημοσιεύεται στην ιταλική εφημερίδα «L’Espresso»:

Λίγα λεπτά μετά τις οκτώ το βράδυ και σχεδόν είχα φτάσει σπίτι. Ήταν 22 Δεκεμβρίου του 2008, οι διακοπές των Χριστουγέννων πλησίαζαν και περπατούσα στους δρόμους της Γενεύης έχοντας πείσει τον εαυτό μου ότι όλα ήταν μια χαρά. Το σχέδιό μου λειτουργούσε, τώρα απλά έπρεπε να το ολοκληρώσω.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«​Προετοίμαζα αυτή τη στιγμή για μήνες. Είχα ένα τηλέφωνο, μια ειδική συσκευή που μου είχε παραδοθεί από άνδρες των μυστικών υπηρεσιών. Ήταν μια λευκή συσκευή έκτακτης ανάγκης, στο μέγεθος μιας πιστωτικής κάρτας, τόσο λεπτή ώστε να μπορεί να κρυφτεί μέσα σε ένα βιβλίο»
Προετοίμαζα αυτή τη στιγμή για μήνες. Είχα ένα τηλέφωνο, μια ειδική συσκευή που μου είχε παραδοθεί από άνδρες των μυστικών υπηρεσιών. Ήταν μια λευκή συσκευή έκτακτης ανάγκης, στο μέγεθος μιας πιστωτικής κάρτας, τόσο λεπτή ώστε να μπορεί να κρυφτεί μέσα σε ένα βιβλίο. Ήταν ένα «καθαρό» κινητό τηλέφωνο, που δεν αφήνει «ίχνη» ούτε μπορούν να υποκλαπούν οι συνομιλίες που γίνονται με αυτό. Πάτησα το κουμπί: ήθελα να μάθω αν ήρθε η ώρα να εγκαταλείψω τη Γενεύη.

Όλα ξεκίνησαν το 2006. Οι άνδρες των μυστικών υπηρεσιών είχαν προμηθευτεί ειδικό λογισμικό, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα που συλλέγονται από την HSBC είναι πλήρη και χρήσιμα για τους δικαστές που θα αναλάβουν την υπόθεση.

Και επειδή η τράπεζα δεν είχε πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα, έπρεπε να ταυτοποιήσω τους ανθρώπους που είχαν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες και να τους υποδείξω στους μυστικούς πράκτορες. Θα ήταν στο χέρι τους μετά να τους ανακρίνουν και να τους αναγκάσουν να συνεργαστούν. Και αυτό είναι ό,τι έχει συμβεί από το 2007: δεν ήμουν εγώ που πήρα τα στοιχεία από την τράπεζα και τα έβαλα σε ένα υπολογιστικό νέφος, όπου αποθηκεύτηκαν, αλλά άλλοι εργαζόμενοι της HSBC.

Η ευθύνη μου ήταν να ελέγχω καθημερινά τα δεδομένα που αποθηκεύονται εκεί , τι έλειπε και τι επιπλέον θα μπορούσα να αποκτήσω. Το αρχείο είχε εμπλουτιστεί με νέα δεδομένα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2008, όταν και κατέστη μη προσβάσιμο για λόγους ασφαλείας. Από τότε πέρασαν δέκα μήνες.

​«Διακινδύνευα τη ζωή τη δική μου και της οικογένειάς μου για λόγους που ανάγονται στα προσωπικά μου πιστεύω. Ποτέ δεν μου άρεσε η αλαζονεία του ισχυρού, ποτέ δεν μου άρεσε η αρχή ότι όλα μετρώνται σε χρήμα»Στις 4 το πρωί δέχτηκα μια κλήση και η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής μου επιβεβαίωσε ότι υπήρχαν δύο αυτοκίνητα κοντά στο σπίτι μου. Συνάντησα την «επαφή» μου στη συγκεκριμένη τοποθεσία, ενώ η οικογένειά μου θα ερχόταν με άλλο αυτοκίνητο. Έφυγα για τη Γενεύη για να προκαλέσω μια από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες τράπεζες στον κόσμο. Διακινδύνευα τη ζωή τη δική μου και της οικογένειάς μου για λόγους που ανάγονται στα προσωπικά μου πιστεύω. Ποτέ δεν μου άρεσε η αλαζονεία του ισχυρού, ποτέ δεν μου άρεσε η αρχή ότι όλα μετρώνται σε χρήμα.

Δεν ήθελα την παραίτηση, αλλά την αντίδραση, γιατί επιθυμώ έναν διαφορετικό κόσμο για την κόρη μου. Δεν θέλω να μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου η αξία του χρήματος, η καταπίεση των ισχυρών στους αδυνάτους και η συνεχής παραβίαση των νόμων είναι καθεστώς. Η κόρη μου χρειάζεται συνεχή προσοχή και φροντίδα λόγω μιας γενετικής ανεπάρκειας. Κοιτώντας τη, με τη γυναίκα μου συχνά σκεφτόμασταν να φύγουμε από τη Γαλλία για την Πολυνησία, σε ένα περιβάλλον όπου η κόρη μας δεν θα καταπιεζόταν από τον έντονο ανταγωνισμό και τις διακρίσεις. Κάπου όπου θα ήταν περιστοιχισμένη από αξίες όπως η αλληλεγγύη και η συνοχή της κοινότητας. Ένιωθα ότι πρέπει να κάνω κάτι για αυτή και ανθρώπους σαν κι αυτή.

Θα συνεισέφερα, σκέφτηκα, στη μάχη κατά του τραπεζικού συστήματος που προωθεί τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή, που βοηθάει τους πλούσιους να αποφεύγουν τους φόρους και αποστραγγίζουν τους πόρους από τους πιο αδύνατους και πιο φτωχούς.

«Η κόρη μου χρειάζεται συνεχή προσοχή και φροντίδα λόγω μιας γενετικής ανεπάρκειας. Κοιτώντας τη, με τη γυναίκα μου συχνά σκεφτόμασταν να φύγουμε από τη Γαλλία για την Πολυνησία, σε ένα περιβάλλον όπου η κόρη μας δεν θα καταπιεζόταν από τον έντονο ανταγωνισμό και τις διακρίσεις»
Δεν είμαι ανόητος, ήξερα πολύ καλά ότι δεν θα άλλαζα εγώ τον κόσμο. Πίστεψα, ωστόσο, ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει μια μεταμόρφωση, να εξαπλωθεί σιγά σιγά και να παραγάγει θετικά αποτελέσματα. Ήθελα να πω στο κοινό και στους δικαστές πώς λειτουργεί το σύστημα, φέρνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία. Το υλικό της HSBC ελήφθη μέσα σε λίγους μήνες το 2007. Το δίκτυο ήταν επίσης σε επαφή με Γάλλους και Ιταλούς δικαστές, αν και δεν μιλάω μαζί τους άμεσα. Είχα σχέσεις με μερικούς ανθρώπους, αλλά ήξερα ότι μας στήριζε ένας σημαντικός οργανισμός. Ο βασικός κανόνας για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια μας ήταν ότι ο καθένας από μας γνώριζε λίγα άτομα στο δίκτυο, παρότι είχαμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και ξέραμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε.

Η συνεργασία με την Ιταλία ξεκίνησε στα μέσα του 2009, μετά τη συνέντευξή μου με τον διευθυντή του Dnef (σ.σ.: γαλλική υπηρεσία φορολογικών ελεγκτών), όταν κατέστη σαφές ότι οι έρευνες στη Γαλλία είχαν ήδη συγκαλυφθεί. Εκείνη τη στιγμή, η υπόθεση των εγγράφων που υπέκλεψα από την HSBC δεν είχε ακόμα δημοσιοποιηθεί, τουλάχιστον επίσημα. Δούλεψα με απόλυτη μυστικότητα με την Guardia di Finanza, λαμβάνοντας προληπτικά μέτρα για να αποτρέψω οποιονδήποτε από το να μάθει για τη συνεργασία μου. Ήμασταν σε στρατώνα για λόγους ασφαλείας και συχνά το βράδυ σταματούσα για να κοιμηθώ.

Οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν σε ένα ξενοδοχείο, ενώ εγώ φορούσα ένα καπέλο για να μην είμαι αναγνωρίσιμος. Οι κινήσεις μου είχαν οργανωθεί στην Ιταλία από τους άνδρες με τους οποίους έχω συνεργαστεί. Μου εξήγησαν διάφορες λεπτομέρειες για την τράπεζα, ενώ περιμέναμε να πάρουμε διά της επίσημης οδού, μέσω της αίτησης για δικαστική συνδρομή, πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους λογαριασμούς της HSBC, αλλά η Γαλλία πάντα αρνιόταν να παραδώσει στην Ιταλία όλα τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της, περιοριζόμενη στο να διαβιβάζει δεδομένα που σχετίζονται με πελάτες που έχουν ταξινομηθεί ως Ιταλοί. Συχνά πήγαινα στην Ιταλία, κυρίως στο Τορίνο, όπου προσπαθούσα να εξηγήσω στους ερευνητές τα συστήματα της τράπεζας, μέχρις ότου, από τις αρχές του 2010, η Οικονομική Αστυνομία έλαβε τις πρώτες λίστες, χάρη στις διεθνείς συμφωνίες συνεργασίας, και μετά άρχισα να ασχολούμαι και ο ίδιος με αυτές τις πληροφορίες.

Λίγο μετά, ο εισαγγελέας του Τορίνο πήρε τα αρχεία από τη Νίκαια. Ήταν εκείνη η στιγμή που στην Ιταλία έγινε λόγος για πρώτη φορά τη λίστα Φαλτσάνι (…).

Η Οικονομική Αστυνομία έχει εργαστεί εντατικά για τα δεδομένα λίστας. Τα πάντα κινούνται σε ανεπίσημο επίπεδο κάτω από άκρα μυστικότητα και οι εργασίες της υπηρεσίες έρευνας αφορούν πολύ συγκεκριμένο μέρος των αρχείων της HSBC. Οι ερευνητές, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους κυρίως σε πληροφορίες σχετικά με «γκάνγκστερ», τα έχουν βρει.

Στα μέσα του 2011 κάποιοι Ιταλοί αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών με ρώτησαν αν τα δεδομένα στο νέφος, που δεν ήταν δημοφιλή μέχρι τότε, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τουλάχιστον σε επίπεδο πληροφόρησης. Έκανα διάφορες προτάσεις για το έργο, γιατί μόλις αποκτιούνταν τα δεδομένα θα έπρεπε να γνωρίζω πώς να τα αναλύσω και ήμουν σε θέση να το κάνω.

«​Παρά τη διαθεσιμότητά μου, η υπόθεση εγκαταλείφθηκε επειδή είχε φθάσει από τη Ρώμη ένα ΣΤΟΠ: τα δεδομένα δεν θα μπορούσαν να αποκτηθούν ή να αναλυθούν. Ήταν τέλη καλοκαιριού του 2011» 

Εξήγησα ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να τους βοηθάω, όπως έκανα πάντα, χωρίς να λαμβάνω μισθό. Δεν είχα πολλά χρήματα, αλλά ήδη εργαζόμουν στο INRIA Sophia Antipolis-και ήθελα να είμαι ελεύθερος να λαμβάνω τις δικές μου αποφάσεις χωρίς όρους. Ειδικά εγώ δεν θέλω να εργάζομαι για την κυβέρνηση. Παρά τη διαθεσιμότητα μου, η υπόθεση εγκαταλείφθηκε επειδή είχε φθάσει από τη Ρώμη ένα ΣΤΟΠ: τα δεδομένα δεν θα μπορούσαν να αποκτηθούν ή να αναλυθούν. Ήταν τέλη καλοκαιριού του 2011. Ο Ιταλός πρωθυπουργός ήταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο υπουργός Οικονομίας ο Τζούλιο Τρεμόντι.

Επιμέλεια: Χρήστος Μαζάνης – Σωτήρης Σκουλούδης

Διαβάστε επίσης: Οι μαύροι λογαριασμοί της Ελβετίας


σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης