Στο Λονδίνο του 1978, χρoνιά που μεσουρανούσε το πανκ και η αντικουλτούρα του περιθωρίου, έφθανε για μεταπτυχιακές σπουδές και μία 20χρονη Γερμανίδα, από την Κάτω Σαξωνία, που φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο του Γκέντιγκεν. Ο «ιός» της κουλτούρας πανκ την συνεπήρε αμέσως κι όπως εκμυστηρεύεται η ίδια «περνούσα πιο πολύ χρόνο στα μπαρ του Σόχο και στα δισκάδικα του Κάμντεν Τάουν, παρά για διάβασμα στην βιβλιοθήκη του London School of Economics».

Στο ονομαστό οικονομικό πανεπιστήμιο όλοι γνώριζαν τη νεαρή Γερμανίδα ως Ρόουζ, Ρόουζ Λάντσον. Όμως το πραγματικό της όνομα ήταν Ούρσουλα Άλμπρεχτ και λίγα χρόνια αργότερα—όταν θα παντρευόταν ένα επίγονο μίας παλιάς δυναστείας του Μοζέλα—το επώνυμό της θα άλλαζε σε φον ντερ Λάιεν. Ναι, είναι αυτή που μετά πολλά χρόνια έμελλε να γίνει η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που διοικεί υπό τα νάματα μίας άλλης, πολύ διαφορετικής από του πανκ, κουλτούρας την ήπειρό μας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Την ανέμελη νιότη της και τη νοσταλγία για τη λονδρέζικη Alma Mater (πανεπιστήμιο) ξύπνησε η συνάντησή της με τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον στο Λονδίνο, με αφορμή τις συνομιλίες για το Brexit. Και φυσικά οι αναφορές της για εκείνα τα χρόνια μονοπώλησαν το ενδιαφέρον, παραμερίζοντας το πραγματικό περιεχόμενο των συνομιλιών.

«Εκείνα τα χρόνια—διηγήθηκε η φον ντερ Λάιεν—ήμουν ερωτευμένη με τη Βρετανία και την φιλόξενη, ανοικτή, πάλλουσα, πολύχρωμη και πολυπολιτισμική κοινωνία της. Για εμένα, που προερχόμουν από μία μονότονη κι άχρωμη Γερμανία, ήταν ένα ελκυστικό θέαμα». Αλλά τι έκανε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εκείνα τα χρόνια της παντοκρατορίας των Sex Pistols και των Clash;

Στο Λονδίνο βρέθηκε επειδή το θέλησε ο πατέρας της Έρνστ Άλμπρεχτ, την εποχή εκείνη σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Κάτω Σαξωνίας, που ανησυχούσε για την ασφάλεια των δικών του, καθώς τότε ήταν στο απόγειό της η τρομοκρατία στη Γερμανία, με πρωτεργάτη την οργάνωση RAF (Ερυθρές Ταξιαρχίες). Έτσι, για να την απομακρύνει από πιθανούς κινδύνους (απαγωγές, δολοφονίες), ο πατέρας της την ενέγραψε με ψεύτικο όνομα στο LSE. Βέβαια, το όνομα που διάλεξε δεν βρισκόταν μακριά από την οικογενειακή παράδοση. Το Λάντσον ήταν το επώνυμο της Αμερικάνας γιαγιάς της και το Ρόουζ, ήταν το βρετανικό αντίστοιχο του χαϊδευτικού τρόπου με τον οποίο απευθυνόταν ο πατέρας της στην αγαπημένη του κορούλα: Ρέσεν, Röschen, τριανταφυλλάκι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η νεαρή τότε φοιτήτρια νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Έρλ’ς Κόρτ και το μοιραζόταν με τον αδελφό της μητέρας της Έριχ Στρόμαγιερ. Στον πάνω όροφο έμενε η ιδιοκτήτρια Γιάντβικα Ροστόφσκα κι ο γιος της Γιάσεκ Ροστόφσκι, κατοπινός υπουργός Οικονομικών της Πολωνίας. Είναι μάλιστα εκείνος που αποκάλυψε πως «η Ούρσουλα διασκέδαζε, ερχόταν συχνά αργά και πολλές φορές ξεχνούσε το κλειδί πάνω στην πόρτα». Το πρόβλημα αυτό λύθηκε, καθώς τοποθετήθηκε ένα καμπανάκι, το οποίο χτυπούσε κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα και υπενθύμιζε στην επιλήσμονα νεαρή να βγάλει το κλειδί.

«Έζησα πολύ περισσότερο απ’ ότι σπούδασα», παραδέχθηκε πέρυσι σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Die Zeit η πρόεδρος της Κομισιόν. Ένας συμφοιτητής της εκείνης της εποχής είχε αποκαλύψει δε στους Times πως η Ούρσουλα δεν είχε χάσει ούτε μία συναυλία στο Λονδίνο, το αγαπημένο της συγκρότημα ήταν οι Buzzcocks και πως ήταν εντελώς «ξέφρενη».

Εκείνη την εποχή το LSE ήταν ένα εντελώς πολιτικοποιημένο ακαδημαϊκό ίδρυμα, με σαφή αριστερό προσανατολισμό. Όπως θυμάται μία φοιτήτρια, η Λιζ Άντερσον, το 1978 οι φοιτητές στη διάρκεια μίας κινητοποίησης επεχείρησαν να καταλάβουν το γραφείο του πρύτανη, του διάσημου κοινωνιολόγου Ραλφ Ντάρεντορφ, δεν μπορούσε όμως να πει με βεβαιότητα εάν κι η Ούρσουλα Άλμπρεχτ είχε λάβει μέρος στην διαμαρτυρία αυτή.

Ερωτηθείσα, εάν και κατά πόσον, η λονδρέζικη εμπειρία της την έχει επηρεάσει, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απάντησε: «Το Λονδίνο για εμένα ήταν η επιτομή της μοντερνικότητας: ελευθερία, χαρά για τη ζωή, δοκιμή των πάντων. Μου πρόσφερε μία εσωτερική ελευθερία, που διατηρώ ακόμη και σήμερα. Ήταν επίσης κι ένα άλλο δίδαγμα: πως οι διαφορετικές κουλτούρες μπορούν κάλλιστα να συμβιώνουν η μία με την άλλη». Καθόλου άσχημη άποψη για ένα στέλεχος του συντηρητικού κόμματος CDU, που υποστηρίζει με σθένος τη «deutsche Leitkultur», τον κυρίαρχο γερμανικό τρόπο ζωής.

Πηγές: ΑΠΕ, Corriere della Sera, The Times

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης