Σύνταξη-επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Η χαοτική απόσυρση και απομάκρυνση από το Αφγανιστάν, που έχει ήδη προκαλέσει έντονη ενδοσκόπηση μεταξύ των δυτικών εταίρων, αναβιώνει τώρα μια συζήτηση δεκαετιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Χρειάζεται η ένωση των 27 εθνών τον δικό της στρατό;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ΕΕ είναι, με την πιο ιδεαλιστική της έννοια, ένα ειρηνικό έργο. Η οικονομική αλληλεξάρτηση είχε σκοπό να αποτρέψει τις συγκρούσεις μεταξύ των μελών της – και έχει δημιουργήσει το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο. Όμως, παρά την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας, ορισμένοι από τους σημαντικότερους πολιτικούς της Ευρώπης υποστηρίζουν εδώ και χρόνια ότι για να γίνει μια πραγματική παγκόσμια δύναμη, η ΕΕ χρειάζεται το δικό της στρατό – ανεξάρτητο από τη συμμαχία ΗΠΑ – Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, που δεν θα βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το θέμα είναι αμφιλεγόμενο και η σχετική γεωπολιτική είναι περίπλοκη. Πολλοί εμπειρογνώμονες λένε, ότι η προοπτική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου στρατού της ΕΕ στο άμεσο μέλλον δεν είναι ρεαλιστική. Η όλη συζήτηση, που υποχώρησε κάπως μετά την εκλογή του προέδρου Biden, έχει ενταθεί για άλλη μια φορά, αφότου ο Biden απέρριψε τις εκκλήσεις να διατηρηθούν τα αμερικανικά στρατεύματα στο Αφγανιστάν μετά την προθεσμία της 31ης Αυγούστου. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες λένε ότι δεν τους έμεινε άλλη επιλογή από το να διακόψουν τις εκκενώσεις τους, αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες πολίτες και Αφγανούς συμμάχους τους.

Ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Josep Borrell, υποστήριξε ότι μια προτεινόμενη κοινή δύναμη, ταχείας ανάπτυξης 5.000 στρατιωτών θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξασφάλιση του αεροδρομίου της Καμπούλ και ότι μια συντονισμένη ευρωπαϊκή στρατηγική ασφαλείας θα επέτρεπε στο μπλοκ μεγαλύτερη επιρροή στον «χρόνο και τη φύση της αποχώρησης». 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι να συνδυάσουμε τις δυνάμεις μας και να ενισχύσουμε όχι μόνο την ικανότητά μας, αλλά και τη βούλησή μας για δράση», δήλωσε ο Borell μετά την πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Άμυνας της ΕΕ στη Σλοβενία. Άλλοι ηγέτες έχουν υποστηρίξει τη «στρατηγική αυτονομία» – μια ακαθόριστη έννοια που αναφέρεται στην ανάγκη να γίνει η ένωση πιο αυτάρκης σε μια σειρά ζητημάτων, ειδικά στην ασφάλεια. Ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron είναι ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της ιδέας και ζητά έναν «πραγματικό ευρωπαϊκό στρατό» από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του – ενώ κάποια στιγμή χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό».

Ορισμένα κράτη, ιδίως αυτά της Βαλτικής, εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικά στις προσπάθειες αντιγραφής του ΝΑΤΟ και είναι απίθανο να υποστηρίξουν μια νέα κοινή δύναμη.

Η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel, η οποία κάποτε ενέκρινε την πρόταση του Macron για κοινό στρατό, υπήρξε πάντως, ένθερμος υποστηρικτής του ΝΑΤΟ καθώς και της παρουσίας των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη χώρα της. Αντιθέτως, ο Armin Laschet, που προορίζεται να τη διαδεχθεί, είπε πρόσφατα πως η Ευρώπη πρέπει να ενισχυθεί «έτσι ώστε να μην χρειαστεί να την αφήσουμε ποτέ στους Αμερικανούς».

Την περασμένη Πέμπτη, η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Annegret Kramp-Karrenbauer,

υποστήριξε μια άλλη προσέγγιση. Η ΕΕ θα πρέπει να έχει μια συντονισμένη στρατηγική ασφάλειας που να την βάζει σε «ισότιμη βάση» με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είπε, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να απαιτεί μια επιπρόσθετη ευρωπαϊκή δύναμη. «Οι στρατιωτικές δυνατότητες στις χώρες της ΕΕ είναι διαθέσιμες», έγραψε στο Twitter, υποδηλώνοντας ότι ένας «συνασπισμός των προθύμων» θα μπορούσε να κινητοποιηθεί μετά από μια πανευρωπαϊκή ψηφοφορία.

Ορισμένοι επικριτές λένε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από το φιάσκο του Αφγανιστάν, παρά το γεγονός ότι γενικά υποστήριξαν την απόφαση αποχώρησης. Η Γερμανία, για παράδειγμα, αρνήθηκε να ξαναστείλει στρατεύματα για να βοηθήσει στη σταθεροποίηση της χώρας τον περασμένο μήνα, καθώς οι Ταλιμπάν σημείωναν σαρωτικά εδαφικά κέρδη. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg δήλωσε, λίγο μετά την πτώση της Καμπούλ, ότι καθ ον χρόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες προχωρούσαν με την απόσυρση, η συμμαχία τελικά συμφώνησε. «Φύγαμε μαζί», είπε.

Η αναζωπυρωθείσα συζήτηση μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών, αντανακλά μια αυξανόμενη απογοήτευση με τον Biden, ο οποίος μπορεί να δήλωσε στον κόσμο ότι «η Αμερική επέστρεψε», αλλά έχει ακολουθήσει εξωτερικές πολιτικές που αντανακλούν ορισμένες από τις θέσεις του προκατόχου του. «Αυτό που συνέβη στο Αφγανιστάν ήταν μια καθοριστική στιγμή»,  δήλωσε η Nathalie Loiseau, η οποία προεδρεύει της υποεπιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ασφάλεια και την άμυνα. «Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τη χώρα, υπήρξε ελάχιστος συντονισμός με τους συμμάχους», είπε. Ο Biden απέρριψε τις ευρωπαϊκές εκκλήσεις για «απόσυρση βάσει προϋποθέσεων» και αρνήθηκε να παρατείνει την προθεσμία αποχώρησης. «Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να είναι η αστυνομία του κόσμου», δήλωσε η Loiseau μέλος του πολιτικού κόμματος του Macron. «Τώρα, οι Ευρωπαίοι πρέπει να σταματήσουν να επικεντρώνονται σε αυτά που κάνουν ή δεν κάνουν οι ΗΠΑ», συμπλήρωσε.

Παρά την έντονη πρόσφατη ρητορική, η ιδέα ενός ευρωπαϊκού στρατού παραμένει ως φαντασίωση σε κάποιες περιοχές της ηπείρου και πεδίο μάχης σε άλλες. Οι αναλυτές λένε πως, αν μη τι άλλο, υπάρχουν σημαντικά εμπόδια. Η Nathalie Tocci, η οποία είχε πιέσει για τη συμπερίληψη της στρατηγικής αυτονομίας σε ένα επίσημο έγγραφο του 2016 που εκθέτει το αμυντικό δόγμα της ΕΕ, είπε ότι η πολιτική βούληση για δημιουργία και ανάπτυξη μιας τέτοιας δύναμης δεν υπάρχει πλέον. «Από πολιτικής σκοπιάς, δεν υπάρχει αρκετή ώθηση πίσω από όλα αυτά για να μεταφραστεί σε κάτι πρακτικό», λέει η Tocci, διευθύντρια του Istituto Affari Internazionali, ενός παγκόσμιου think tank. «Απλώς δεν είμαστε προετοιμασμένοι να δούμε τις σορούς των νεκρών να επιστρέφουν στην Ευρώπη και το Αφγανιστάν δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό. Είναι μια πολιτική ερώτηση που οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν», προσθέτει. Η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία ήταν μεταξύ των κορυφαίων χωρών σε συμμετοχή στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Ενώ υπέστησαν πολύ λιγότερους θανάτους από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Βρετανία, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι είδαν συνολικά εκατοντάδες στρατιώτες τους να πεθαίνουν, και υπάρχει λίγη (δημόσια) όρεξη στην ήπειρο για συνεχή παρουσία στρατευμάτων στο εξωτερικό.

Ένα σημαντικό εμπόδιο σε μια κοινή δύναμη – ή ακόμα και μια συντονισμένη στρατηγική ασφάλειας – είναι η απαίτηση της ΕΕ από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής ομόφωνα, δηλώνει ο Azeem Ibrahim, διευθυντής στο Ινστιτούτο Στρατηγικής και Πολιτικής, Newlines. Ο κανόνας της ομοφωνίας έχει εμποδίσει εδώ και καιρό τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του μπλοκ. «Η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική είναι εντελώς δυσλειτουργική», λέει ο Ibrahim. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μιλάει με την ίδια φωνή και με τον ίδιο τρόπο που το έκανε παλιά. Ακόμα κι αν μπορούσε κανείς να το δημιουργήσει στα χαρτιά, η πιθανότητα να συμφωνήσουν όλες οι χώρες ομόφωνα σε μια συγκεκριμένη πορεία δράσης είναι πρακτικά αδύνατη», προσθέτει.

Μια άλλη ακανθώδης ερώτηση σχετικά με την ανάπτυξη μιας κοινής δύναμης είναι: Ποιος θα πληρώσει για αυτήν; Η ΕΕ έχει διαθέσει περισσότερα από 9 δις δολ. για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας έως το 2027, αλλά οι ειδικοί λένε ότι μεμονωμένες χώρες θα πρέπει επίσης να αυξήσουν τις δικές τους δαπάνες. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια πρόκληση, δεδομένου ότι μόνο εννέα ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται σε καλό δρόμο για να μπορέσουν να δαπανήσουν τουλάχιστον το 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους στην άμυνα φέτος, εκπληρώνοντας μια συμφωνία στα πλαίσια ΝΑΤΟ.

Το ΝΑΤΟ – πλέον μια συμμαχία 30 χωρών – ήταν η πρωταρχική στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η ατζέντα του έχει τεθεί εδώ και καιρό από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τις εβδομάδες μετά την κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες χαρακτήρισαν την αποστολή «αποτυχημένη» και «καταστροφική», λέγοντας ότι είναι περαιτέρω απόδειξη πως η ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να ενεργεί μόνη της.

Οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης ήταν, βέβαια, προσεκτικοί στο να τονίσουν ότι μια ισχυρότερη Ευρώπη θα βελτίωνε τη διατλαντική συμμαχία και δεν θα την αποδυνάμωνε περαιτέρω.

«Αν θέλετε να φτάσετε στη στρατηγική αυτονομία, πρέπει να έχετε μια ευρωπαϊκή διοίκηση – δεν μπορείτε να συνεχίσετε να προσποιείστε ότι μπορείτε να ακολουθήσετε τη δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ», λέει ο Fabrice Pothier, πρώην επικεφαλής πολιτικής του ΝΑΤΟ. «Αυτό, πράγματι θα δημιουργούσε κάποια τριβή με το ΝΑΤΟ και πιθανώς με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο». «Από την άλλη πλευρά», συνεχίζει ο Pothier, «εναπόκειται στην Ευρωπαϊκή Ένωση να εξηγήσει ότι: Αυτό είναι ένα επιχείρημα, για να χρησιμοποιήσουμε όταν εσείς δεν θέλετε να παρέμβετε σε μια προκύπτουσα κατάσταση», συμπληρώνει. Μια δύναμη της ΕΕ θα μπορούσε να υποστηρίξει, για παράδειγμα, τη φθίνουσα στρατιωτική παρουσία της Γαλλίας στην περιοχή Σαχέλ της Αφρικής, την οποία ο Pothier αποκάλεσε «το άλλο Αφγανιστάν».

Έχουν ήδη γίνει ορισμένα βήματα για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων. Η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία συνεργάζονται στο μεγαλύτερο αμυντικό έργο της Ευρώπης, αναπτύσσοντας ένα νέο μαχητικό αεροσκάφος. Όμως, τέσσερα χρόνια μετά την ανακοίνωση του συγκεκριμένου σχεδίου, οι χώρες μόλις πρόσφατα οριστικοποιήσαν τις λεπτομέρειες της συμφωνίας.

Η ΕΕ έχει θέσει και στο παρελθόν υψηλούς στόχους – το 1999, τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να δημιουργήσουν μια στρατιωτική δύναμη 60.000 στρατιωτών, αλλά το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, το μπλοκ είχε πολυεθνικές «ομάδες μάχης» περίπου 1.500 στρατιωτών από το 2007, που όμως δεν έχουν αναπτυχθεί ποτέ λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και πολιτικής βούλησης.

Οι ομάδες μάχης είναι «μια χάρτινη τίγρη», λέει ο Pothier, και υπογραμμίζουν την πρόκληση της ανάπτυξης ενός πανευρωπαϊκού στρατού. «Νομίζω ότι αυτό που λείπει είναι η απάντηση στο ερώτημα: γιατί θέλουμε τον στρατό;», λέει ο Pothier. «Να τον κάνουμε τι; Να αναχαιτίσουμε τους Ρώσους; Να διασφαλίσουμε την πρόσβαση στις ευρωπαϊκές θάλασσες; Να κυνηγήσουμε τους κακούς, τους τρομοκράτες;», καταλήγει.

Θεωρητικά, αυτά είναι τα ερωτήματα που συζήτησαν οι υπουργοί Άμυνας της ΕΕ την περασμένη εβδομάδα σε διαδοχικές συνεδριάσεις, όπου επεξεργάστηκαν ένα επικείμενο έγγραφο «στρατηγικής πυξίδας» που θα σκιαγραφεί τους κινδύνους ασφάλειας του μπλοκ και τους στόχους πολιτικής. Το έγγραφο, που θα δημοσιευθεί το επόμενο έτος, θα είναι το πρώτο τεστ για το πόσο αποφασισμένοι είναι οι ηγέτες της ΕΕ όσο αφορά την ενίσχυση της αμυντικής τους στρατηγικής, λέει η Georgina Wright, επικεφαλής του προγράμματος Ευρώπης στο Institut Montaigne. «Οι αξιωματούχοι θα το χρησιμοποιήσουν για να αξιολογήσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες και να συζητήσουν τον καλύτερο δυνατό τρόπο προκειμένου να συγκεντρώσουν τους απαιτούμενους πόρους», προσθέτει. Η συζήτηση, πιθανότατα θα περιλαμβάνει μια σειρά προτάσεων, από κυβερνοασφάλεια έως διαστημικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, ένας στρατός της ΕΕ είναι πιθανότατα «πολύ μακριά», συμπληρώνει. «Όπως συμβαίνει με πολλές αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν πολλές φιλοδοξίες, αλλά όταν κανείς κοιτάξει το πρακτικό αποτέλεσμα, είναι συχνά ο χαμηλότερος κοινός παρονομαστής. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν η πραγματικότητα ταιριάξει πραγματικά με την αρχική φιλοδοξία», καταλήγει.

Πηγή: The Washington Post

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης