Την ώρα που ο ιός Έμπολα συνεχίζει να εξαπλώνεται ραγδαία, οδηγώντας στον θάνατο πάνω από 4.000 ανθρώπους, η 13χρονη Μπιντού Σανό από τη Σιέρα Λεόνε περιγράφει στον βρετανικό «Guardian» τις καταστροφικές επιπτώσεις του στην κοινότητα όπου ζει και μεγαλώνει.

«Ο Έμπολα δεν είναι ένα ευχάριστο όνομα για μένα. Στην πραγματικότητα, μισώ ακόμη και να ακούω τη λέξη – κατέστρεψε την οικογένειά μου και την εκπαίδευσή μου. Η ζωή ήταν δύσκολη, αλλά ήταν καλή: ζω με την θεία μου και πολλά μέλη της οικογένειας σε μια μεγάλη κοινότητα. Ήμασταν πάντα φτωχοί, αλλά υπήρχε ευτυχία. Τώρα όμως είμαστε τρομοκρατημένοι. Τόσο πολλοί άνθρωποι, φίλοι και συγγενείς, πέθαναν και συνεχίζουν να πεθαίνουν. Κι ο αριθμός των ορφανών αυξάνεται σε καθημερινή βάση.

“Στην αρχή δεν ανησυχούσαμε και νομίζαμε ότι ο Έμπολα δεν είναι πραγματικός»Όταν ο Έμπολα έφτασε για πρώτη φορά στη χώρα μου, δεν ανησυχούσαμε τόσο πολύ. Στη συνέχεια ήρθε η “ευαισθητοποίηση” – όλες οι ομάδες της κοινότητας και οι ΜΚΟ συζητούσαν για τον Έμπολα. Αλλά πολλοί αρνήθηκαν να πιστέψουν στον κίνδυνο και μάλιστα προσπάθησαν να ασκήσουν πολιτική μέσα από αυτόν. Είχαμε μια εξέγερση στην Κένεμα, με σύνθημα “ο Έμπολα δεν είναι πραγματικός”.

»Ορισμένοι λένε πως η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για τον Έμπολα γιατί η κυβέρνηση είναι από τον Βορρά και ο ιός είναι στα ανατολικά (πατρίδα του κόμματος της αντιπολίτευσης). Άλλοι λένε ότι ήταν επειδή “οι γιατροί ήθελαν το αίμα σας”. Έλεγαν διάφορες ιστορίες και κανείς δεν πήρε στα σοβαρά τον Έμπολα.

»Στη συνέχεια, στις αρχές Αυγούστου, η κατάσταση άλλαξε. Η κυβέρνηση απαγόρευσε όλες τις μετακινήσεις μέσα και έξω από τις περιοχές Κένεμα και Καϊλαχούν. Αυτό έβλαψε τους πάντες, όχι μόνο εκείνους που έπασχαν από Έμπολα, λες κι όλα σταμάτησαν. Ήμασταν παγιδευμένοι και ακόμη είμαστε. Η θεία μου, που συνήθιζε να πηγαίνει στη λαϊκή για να αγοράσει ντόπια προϊόντα σε χαμηλές τιμές, δεν μπορούσε πλέον να ταξιδεύει. Είχαμε λιγότερα χρήματα στο σπίτι μας, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, εκτός από τους πλούσιους. Τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμη περισσότερο όταν ο Έμπολα ήρθε στην κοινότητά μας.

»Ένας φαρμακοποιός αρρώστησε, αλλά είπε ότι έπασχε από σηπτικό έλκος και δεν πήγε στο νοσοκομείο. Τον πιστέψαμε, γιατί ήταν άνθρωπος της ιατρικής και ίσως επειδή δεν ξέραμε περισσότερα. Πολλοί άνθρωποι ήρθαν σε επαφή μαζί του όσο ήταν άρρωστος. Όταν πέθανε, το πτώμα του πλύθηκε και ετοιμάστηκε για ταφή από τους ανθρώπους της κοινότητας, όπως είναι το έθιμό μας.

»Όταν όμως ο θάνατός του αναφέρθηκε στο νοσοκομείο, διαπιστώθηκε ότι πέθανε από Έμπολα. Ύστερα από δύο περίπου εβδομάδες, αρκετοί άνθρωποι που είχαν έρθει σε επαφή μαζί του και όσοι έπλυναν το πτώμα του αρρώστησαν. Από φόβο, ο επικεφαλής κάλεσε ασθενοφόρο και τους πήρε στο νοσοκομείο. Ο ήχος του ασθενοφόρου μας τρόμαξε, ειδικά εμάς τα παιδιά, και πανικός κατέλαβε το σύνολο της κοινότητας: οι άνθρωποι πιστεύουν πως όποιος μεταφέρεται με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο θα πεθάνει, γιατί συνήθως δεν επιστρέφουν.
“Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι όποιος μεταφέρεται με ασθενοφόρο δεν θα γυρίσει ποτέ πίσω”
»Στη συνέχεια άλλα 16 άτομα αρρώστησαν, μαζί και η αγαπημένη μου θεία, καθώς μετά τις εξετάσεις βρέθηκαν θετικοί στον ιό Έμπολα. Από αυτούς μόνο η Μαρί, ένα 14χρονο κορίτσι που ζει μαζί μας, και η θεία μου, ευτυχώς, επέζησαν – διαφορετικά θα ήμουν κι εγώ ένα ορφανό από Έμπολα. Υποθέτω πως είμαι τυχερή, αλλά είναι δύσκολο να το δει κανείς έτσι.

»Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, 17 άνθρωποι πέθαναν από πέντε νοικοκυριά, ενώ άλλοι εννιά μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Μετά είδαμε μια ομάδα ανδρών, ντυμένους με στολές, να μπαίνουν στα σπίτια μας, να βγάζουν τα στρώματα και τα κλινοσκεπάσματα, και να βάζουν σ’ όλα φωτιά, να ψεκάζουν μέσα στις κρεβατοκάμαρες και στο σαλόνι. Τους έβλεπα με δάκρυα στα μάτια να κάνουν το ίδιο πράγμα σε κάθε σπίτι όπου κάποιος είχε πεθάνει ή προσβληθεί από τον ιό. Το θέαμα ήταν πολύ τρομακτικό και όλοι έκλαιγαν.

»Η κοινότητά μας ήταν σε καραντίνα από την υπόλοιπη πόλη και μας είπαν ότι κανείς δεν μπορούσε να φύγει για τις επόμενες 21 ημέρες. Ήμασταν περικυκλωμένοι από την αστυνομία και τον στρατό: ήταν τρομακτικό, καθώς κανείς δεν μπορούσε να αγοράσει ή να πουλήσει μέσα στην “απομόνωση”. Οι άνθρωποι που επιχείρησαν να δραπετεύσουν, γιατί είχαν χρειάζονταν τρόφιμα, αναγκάστηκαν από τους φρουρούς να επιστρέψουν.

“Βρεθήκαμε σε καραντίνα, περικυκλωμένοι από τον στρατό, χωρίς δυνατότητα μετακίνησης”»Ακόμη κι όταν η θεία μου βγήκε από το νοσοκομείο, ήταν πολύ αδύναμη για να αναζητήσει φαγητό ή να ετοιμάσει οποιοδήποτε γεύμα για μας, κι έτσι υποφέραμε από την πείνα. Κανείς δεν μας έφερε νερό ή φαγητό τις πρώτες δύο εβδομάδες της απομόνωσης. Την τρίτη εβδομάδα μια φιλανθρωπική οργάνωση έφερε πλιγούρι, λάδι και φασόλια.

»Αρνηθήκαμε να φάμε πλιγούρι, γιατί μας προκαλεί διάρροια. Αν έχεις διάρροια και βρίσκεσαι σε ζώνη απομόνωσης, όλοι θα υποθέσουν ότι πάσχεις από Έμπολα και μπορεί να σε πάρουν μακριά. Γι’ αυτό αγοράσαμε γκάρι (κοκκώδες αλεύρι) όλες αυτές τις τρεις εβδομάδες, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσε να αντέξει οικονομικά η φτωχή θεία μου – κοστίζει μόλις 15 πένες το φλιτζάνι και μπορεί να ταΐσει τρία άτομα σ’ ένα γεύμα.

»Ακόμα και τώρα, ύστερα απ’ όλα αυτά, υπάρχει πρόβλημα με την εκπαίδευση των ανθρώπων για τον Έμπολα. Μόλις συνάντησα δύο φίλους μου που μου είπαν πως οι θείοι τους είναι άρρωστοι και πως τους φροντίζουν στο σπίτι τους, κάτι που δεν θα έπρεπε να κάνουν, καθώς μπορεί να έχουν κολλήσει Έμπολα.

“Πάνω από 100 παιδιά έχουν μείνει ορφανά στην κοινότητά μου. Ποιος θα τα φροντίσει;”»Πάνω από 100 παιδιά έχουν μείνει ορφανά, μόνο στην κοινότητά μου. Ποιος θα αναλάβει τη φροντίδα τους; Πώς θα επιβιώσουν και πώς θα επιστρέψουν στο σχολείο; Ο φόβος πάντα με κυριεύει όταν οι φίλοι μου δεν πλένουν τακτικά τα χέρια τους με χλωριωμένο νερό.

»Σκεπτόμενη το μέλλον, αναρωτιέμαι, πώς μπορώ να επιστρέψω στο σχολείο; Πού θα βρει η θεία μου χρήματα για να στηρίξει και πάλι την εκπαίδευσή μου; Είναι δύσκολο να εξαρτάσαι από άλλους. Θέλουμε τη ζωή στα χέρια μας, όπως μας έμαθαν. Εξαιτίας της αδυναμίας της θείας μου και των δυσκολιών στις συναλλαγές, φάγαμε τα χρήματα που είχαμε βγάλει από την επιχείρησή μας. Υποφέρουμε. Αν δεν πεθάνουμε από τον Έμπολα, οι κακουχίες και η πείνα θα μας εξοντώσουν, αν δεν μας βοηθήσει κανείς μέχρι τα Χριστούγεννα.

“Πιέζομαι να βρω άνδρα και να μείνω έγκυος, γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσω να επιβιώσω”»Τρεις από τις φίλες μου είναι ήδη έγκυες και εγώ πιέζομαι να βρω άντρα προκειμένου να επιβιώσω και να αγοράσω ένα φόρεμα για τα Χριστούγεννα. Αυτό κάνουν τα κορίτσια στη Σιέρα Λεόνε όταν δεν έχουν χρήματα. Δεν είναι σωστό, αλλά είναι φυσιολογικό. Αν ο Έμπολα δεν σταματήσει σύντομα, πολλά ακόμη κορίτσια θα μείνουν έγκυες προτού ανοίξουν ξανά τα σχολεία, και αυτό θα είναι πολύ κακό για το μέλλον των παιδιών σε αυτή τη χώρα.

»Θα έπρεπε να είμαι στο σχολείο, αλλά τώρα είναι κλειστό επ’ αόριστον. Ανησυχώ γιατί μέχρι να ανοίξει πάλι πολλοί θα το έχουν εγκαταλείψει εξαιτίας της φτώχειας και της εφηβικής εγκυμοσύνης. Φυσικά, εκείνοι που έχουν κολλήσει τον ιό και οι οικογένειές τους υποφέρουν πολύ περισσότερο.

»Παραμένουν απομονωμένοι χωρίς βοήθεια. Δεν έχουν φαγητό να φάνε και ούτε τα υπάρχοντά τους που καίγονται αντικαθίστανται. Αλλά όλοι στη Σιέρα Λεόνε υποφέρουν, εξαιτίας κι όλων των άλλων προβλημάτων. Δεν υπάρχουν δουλειές, δεν υπάρχουν χρήματα, φαγητό, σχολεία. Ποιος θα μας βοηθήσει;»

Πηγή: Guardian

Διαβάστε ακόμα:
Θεραπεύει τον Έμπολα με φάρμακο για το AIDS
Βρήκαν τον ασθενή “μηδέν”;
O “πατέρας” του Έμπολα
ΗΠΑ: Κόλλησε τον Έμπολα ο γιατρός που φρόντιζε τον ασθενή-φορέα
ΠΟΥ: Στους 4.033 ανέρχονται οι νεκροί από τον Έμπολα
«Θωρακίζεται» η Ελλάδα λόγω Έμπολα

Επιμέλεια: Σωτήρης Σκουλούδης