Οι εισαγγελείς στην Ιαπωνία απήγγειλαν σήμερα (13/1)  κατηγορίες στον ύποπτο για τον φόνο του πρώην πρωθυπουργού Σίνζο Άμπε τον περασμένο Ιούλιο, καθώς ο ύποπτος κρίθηκε ικανός να δικαστεί αφότου εξετάσθηκε από ψυχιάτρους.

Ο Τετσούγια Γιαμαγκάμι, 42 ετών, είχε συλληφθεί αμέσως μετά το φόνο στη Νάρα (δυτική Ιαπωνία), όπου ο πρώην πρωθυπουργός δολοφονήθηκε την ώρα που εκφωνούσε λόγο στη διάρκεια υπαίθριας προεκλογικής συγκέντρωσης.

«Απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε βάρος του σήμερα» για «φόνο και παραβίαση του νόμου» για τον έλεγχο των όπλων, δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο εκπρόσωπος του δικαστηρίου της Νάρα, επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες της εφημερίδας Γιομιούρι και του πρακτορείου ειδήσεων Kyodo. Ο Γιαμαγκάμι κινδυνεύει να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου, εφόσον κριθεί ένοχος.

Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ιαπωνικά τηλεοπτικά δίκτυα είχαν μεταδώσει εικόνες από τη μεταφορά του προς αστυνομικό τμήμα της Νάρα από κέντρο κράτησης στη γειτονική Οσάκα, όπου κατά τους πέντε τελευταίους μήνες εξετάσθηκε η ψυχική υγεία του.

 

 

Ο Σίνζο Άμπε, πρωθυπουργός της Ιαπωνίας το 2006-2007 και 2012-2020, στοχοποιήθηκε από τον Γιαμαγκάμι για τις σχέσεις που φέρεται να είχε με την αίρεση Μουν, που είναι γνωστή και ως Εκκλησία της Ενοποίησης.

Ο ύποπτος ήθελε να εκδικηθεί την οργάνωση αυτή, στην οποία η μητέρα του είχε κάνει κατά το παρελθόν πολύ μεγάλες δωρεές, οδηγώντας στην καταστροφή την οικογένειά τους.

Σύμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, η ψυχιατρική εξέτασή του αφορούσε τις σχέσεις του με τη μητέρα του και το οικογενειακό περιβάλλον του.

Ο φόνος του Άμπε προκάλεσε σειρά αποκαλύψεων για τις σχέσεις αυτής της θρησκευτικής οργάνωσης με πολυάριθμους αιρετούς αξιωματούχους της Ιαπωνίας και συνέβαλε στην πτώση από το περασμένο καλοκαίρι της δημοτικότητας της κυβέρνησης του Φουμίο Κισίντα, προέδρου του συντηρητικού Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, όπως και ο Άμπε πριν απ’ αυτόν.

Ο Κισίντα διέταξε να διεξαχθεί έρευνα από την κυβέρνηση, που μπορεί να οδηγήσει σε διαταγή για τη διάλυση της αίρεσης Μουν βάσει του ιαπωνικού νόμου για τις θρησκευτικές οργανώσεις. Με τη διαταγή αυτή η οργάνωση θα έχανε τις φοροαπαλλαγές της, αλλά δεν θα υποχρεωνόταν να βάλει τέλος στις δραστηριότητές της.