«Περίπου εξήντα» άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους την 26η Φεβρουαρίου στην επίθεση που φέρονται να διέπραξαν τζιχαντιστές στην Παρτιαγκά, κοινότητα στο ανατολικό τμήμα της Μπουρκίνα Φάσο, για την οποία δεν έχει ανακοινωθεί μέχρι σήμερα κανένας επίσημος απολογισμός, ανακοίνωσε χθες Τρίτη οργάνωση υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Δεν υπήρξε καμία αντίδραση, ούτε επιβεβαίωση, ούτε διάψευση, από τις περιφερειακές και εθνικές αρχές όταν επικοινώνησε μαζί τους το Γαλλικό Πρακτορείο.

Το πρωί της 26ης Φεβρουαρίου, «ομάδες οπλισμένων τρομοκρατών εισέβαλαν στην κοινότητα (Παρτιαγκά), σκότωσαν, κατέστρεψαν αγαθά και έκλεψαν εκτρεφόμενα ζώα», ανέφερε το Κίνημα της Μπουρκίνα Φάσο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Λαού (Mouvement burkinabè des droits de l’Homme et du peuple, MBDHP).

«Απούσης οποιασδήποτε επέμβασης από τις δυνάμεις ασφαλείας, η φρίκη κράτησε όλη μέρα», καθώς οι VDP (σ.σ. παραστρατιωτικοί) «πολύ γρήγορα» υπερκεράστηκαν, σύμφωνα με την ίδια μη κυβερνητική οργάνωση, που έκανε ακόμη λόγο για αγνοούμενους, ενώ στηλίτευσε το γεγονός πως οι αρχές δεν έχουν δημοσιοποιήσει απολογισμό των θυμάτων.

Ο Ιμπέρ Γιαμεογκό, επικεφαλής της αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια όπου υπάγεται διοικητικά η Παρτιαγκά, υποσχέθηκε την περασμένη εβδομάδα πως θα δημοσιοποιηθεί απολογισμός «το συντομότερο δυνατόν».

Σύμφωνα με το MBDHP, η επίθεση προκάλεσε «μαζικό εκτοπισμό» του πληθυσμού. Η οργάνωση κάλεσε τις αρχές να δεσμευτούν πως θα εκτελέσουν την αποστολή τους να «εγγυώνται την ασφάλεια των πληθυσμών και των περιουσιών τους».

Μετά την επίθεση, κάτοικοι της κοινότητας Παρτιαγκά είπαν πως έζησαν «ταινία τρόμου» και κατήγγειλαν πως ο στρατός τους «εγκατέλειψε».

Τρεις ημέρες μετά την επίθεση, χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στην κοντινή κοινότητα Ντιαπαγκά, απαιτώντας «περισσότερη ασφάλεια».

Η Μπουρκίνα Φάσο βιώνει τρομακτική έξαρση της βίας των τζιχαντιστών από την αρχή της χρονιάς, με δεκάδες νεκρούς —πολίτες και στρατιωτικούς— σχεδόν κάθε εβδομάδα.

«Τραγωδία»

Χθες Τρίτη, σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε, το Εθνικό Συμβούλιο Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών (Conseil national des organisations de la société civile, CNOSC) έκανε λόγο για «πολύ σοβαρή κατάσταση» σε τομείς της χώρας, ειδικά στο ανατολικό της τμήμα, όπου τα πράγματα είναι «πολύ ανησυχητικά».

Η πρόσβαση μέσω του οδικού δικτύου σε επαρχίες της περιοχής είναι κομμένη από τζιχαντιστές και η νομαρχιακή πρωτεύουσα Φαντά Νγκουρμά είναι «σχεδόν περικυκλωμένη». Οι ίδιες συνθήκες επικρατούν στην Καγιά, πρωτεύουσα του Βόρειου-Κεντρικού νομού, που «προοδευτικά περικυκλώνεται» από ένοπλες ομάδες, κατά το Συμβούλιο.

Στη συγκεκριμένη περιοχή έχουν κλείσει οι δημόσιες υπηρεσίες, ενώ στην περιοχή του Σαχέλ, που γειτονεύει με το Μαλί και τον Νίγηρα, εκτυλίσσεται «τραγωδία», με την ανθρωπιστική κατάσταση να είναι πλέον «καταστροφική», σύμφωνα με το CNOSC.

«Καθημερινά η κατάσταση ασφαλείας χειροτερεύει περαιτέρω απειλώντας την ίδια την ύπαρξη του κράτους μας», εκτίμησε ο πρόεδρος του CNOSC, ο Ερμάν Ντοανιό.

Οργανώσεις πολιτών ζητούν οι αρχές να στείλουν άμεσα τις δυνάμεις ασφαλείας και παραστρατιωτικούς για να «ανακαταληφθούν πλήρως όλες οι κοινότητες» που έχουν πέσει στα χέρια «τρομοκρατικών οργανώσεων» ή διατρέχουν κίνδυνο.

Η δράση οργανώσεων που ορκίζονται πίστη είτε στο Ισλαμικό Κράτος είτε στην Αλ Κάιντα έχει στοιχίσει τη ζωή από το 2015 μέχρι σήμερα σε πάνω από 10.000 ανθρώπους, σύμφωνα με μη κυβερνητικές οργανώσεις, ενώ έχει εκτοπίσει άλλους κάπου δυο εκατομμύρια πολίτες.