Λιωμένα μέταλλα, καμμένα αυτοκίνητα, έντομα και νέφη από διοξίνες. Την εικόνα ενός πλοίου-φαντάσματος περιγράφει στο «Έθνος της Κυριακής» ο Μασιμιλιάνο Γκαμπριέλι, επικεφαλής της ιταλικής ομάδας δικηγόρων-ερευνητών «Giustizia per Norman Atlantic», που εκπροσωπεί 40 θύματα και τις οικογένειες τριών αγνοουμένων που επέβαιναν στο Norman Atlantic. Πρόκειται για τον δικηγόρο που είχε αναλάβει και το πολύκροτο ναυάγιο του Costa Concordia το 2012.

Την Παρασκευή 12 Ιουνίου η ομάδα του -μαζί με ειδικούς εμπειρογνώμονες διορισμένους από τις δικαστικές αρχές και εκπροσώπους των εμπλεκόμενων μερών- ανέβηκε στο πλοίο και πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη αυτοψία.

Μέσα από τις εικόνες φρίκης που κατέγραψαν,  προκύπτουν με ανάγλυφο τρόπο τα δραματικά λεπτά που έζησαν οι επιβάτες στη ναυτική τραγωδία με 11 νεκρούς και 18 αγνοούμενους, τον περασμένο Δεκέμβριο.

Ο Μ. Γκαμπριέλι αποκαλύπτει τα πρώτα ευρήματα του εν εξελίξει πορίσματος που συντάσσει και αναφέρει ότι έχουν ανευρεθεί σοροί στο γκαράζ του Norman Atlantic. «Δεν μπορώ να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, αλλά ναι, οι ειδικοί έχουν βρει αποδείξεις», δηλώνει από το Μπάρι της Ιταλίας όπου καθημερινά συλλέγει στοιχεία για την υπόθεση από το κουφάρι του επιβατηγού-οχηματαγωγού.

Μεγάλη τραγωδία

Μολονότι είχε πρωταγωνιστήσει στην υπόθεση του Costa Concordia και ήταν ο άνθρωπος που με την έρευνά του αποκάλυψε όλες τις πτυχές, υποστηρίζει ότι η περίπτωση του Norman Atlantic είναι πολύ χειρότερη. «Η έρευνα στο ναυάγιο του Costa Concordia ήταν μια τεράστια επιχείρηση και είχαν ληφθεί ειδικά προληπτικά μέτρα για περιβαλλοντικούς λόγους.

Όμως στην περίπτωση του Norman Atlantic, παρόλο που ήταν μεγάλη τραγωδία, με νεκρούς και αγνοούμενους, με τεράστια τραυματική εμπειρία των επιβατών, που ανάγει το δυστύχημα σε σαφώς μεγαλύτερο απ’ αυτό του Costa Concordia, φαίνεται πως μεταμορφώνεται σε ναυάγιο τύπου B Series, μετά την ”απαίτηση” των ιταλικών αρχών να αναλάβουν την έρευνα και διάσωση του πλοίου, αντί των αλβανικών (παρόλο που το πλοίο ήταν κοντά στις ακτές της) και να ρυμουλκηθεί στο Μπρίντιζι και έπειτα στο Μπάρι» εξηγεί ο Μ. Γκαμπριέλι.

Παράλληλα, περιγράφει τη φρίκη που έζησε όταν ανέβηκε στο Norman Atlantic. «Την Παρασκευή 12 Ιουνίου, μαζί με τους εμπειρογνώμονες που διόρισε η Εισαγγελία του Μπάρι και ειδικούς συμβούλους που εκπροσωπούσαν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, πραγματοποιήσαμε την πρώτη επίσημη αυτοψία στο πλοίο Norman Atlantic, το οποίο παραδόθηκε στις φλόγες ανοιχτά της Αλβανίας και καθώς ταξίδευε από την Ελλάδα στην Ιταλία.

Το πλοίο είναι «σφραγισμένο» και φρουρείται επί 6 μήνες στο Μπάρι. Στο εσωτερικό του παραμένουν τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, αλλά και τα υπάρχοντα των επιβατών που γλίτωσαν τον θάνατο – δυστυχώς όχι όλοι. Ο,τι δεν μετατράπηκε σε κάρβουνο από τη φωτιά που ξεπέρασε τους 900 βαθμούς Κελσίου (έλιωσαν μέχρι και οι ζάντες αλουμινίου των οχημάτων) έχει σαπίσει», λέει ο Μ. Γκαμπριέλι.

Την περασμένη Παρασκευή, τα όσα αντίκρισε ο ίδιος και οι Τσέζαρε Μπουλγκερόνι και Αλεσάντρα Γκουαρίνι, που όλοι μαζί απαρτίζουν την ερευνητική ομάδα δικηγόρων που είχε ερευνήσει το Costa Concordia και τώρα το Norman Atlantic, συνθέτουν απολύτως την εικόνα ενός πλοίου-φαντάσματος. «Ανεβήκαμε από την αποκαλούμενη «σκάλα του πιλότου», η οποία μας έβγαλε απευθείας στα πάνω καταστρώματα.

Κατευθείαν μας «επιτέθηκε» μια απερίγραπτη δυσωδία καπνού, αποσύνθεσης και καυσίμων, που εισήλθε στις μύτες και τους λαιμούς μας παρόλο που φορούσαμε μάσκες. Το σκοτάδι είναι απόλυτο και μπορείς να κινηθείς μόνο με φακούς, ανάμεσα σε πολύ μικρά περάσματα που έχουν αφήσει τα λιωμένα μέταλλα, ενώ και το πάτωμα είναι παραμορφωμένο από τη φωτιά. Ακούς μόνο τριξίματα και βλέπεις τεράστιες μύγες να πετούν και μικρά ζώα να εγκαταλείπουν το πλοίο.

Χάος στη γέφυρα

Όταν επιτέλους φτάσαμε στο πάνω κατάστρωμα, ήρθαμε αντιμέτωποι με ένα πλοίο που πλέον καλύπτεται από σκουριά. Είδαμε σκελετούς αυτοκινήτων με λιωμένες ζάντες αλουμινίου, το οποίο λιώνει στους 900 βαθμούς Κελσίου, γεγονός που σημαίνει ότι ακόμα και στο εξωτερικό κατάστρωμα αναπτύχθηκαν τρομακτικές θερμοκρασίες. Ωστόσο, χωρίς καμία εξήγηση, δύο αυτοκίνητα έχουν μείνει άθικτα, ένα τζιπ Πόρσε και ένα Βόλβο.

Στην ίδια πλευρά παραμένουν και δύο σωστικές λέμβοι που δεν τις έριξαν στη θάλασσα και έχουν κονιορτοποιηθεί. Ευτυχώς μπορέσαμε να ανέβουμε στη γέφυρα χωρίς να χρειαστεί να περάσουμε ξανά από τη «μαύρη κοιλιά» του πλοίου, όπου τα παράθυρα έχουν εκραγεί από τη φωτιά και αναδύονται μυρωδιές που υποθέτεις ότι προέρχονται από αποσύνθεση πτωμάτων. Όταν φτάνουμε στη γέφυρα του πλοίου, βλέπουμε την ίδια εικόνα που είχαμε αντικρίσει στο Concordia: πεταμένα χαρτιά, τηλέφωνα, ένα χάος από ανθρώπους που είτε δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν την κρίση ή δεν είχαν καταλάβει τι συνέβαινε.

Στο πάνω κατάστρωμα, όπου είχαν βρει καταφύγιο οι επιβάτες του πλοίου και είχαν παγιδευτεί επί τρεις ημέρες κάτω από ακραίες καιρικές συνθήκες, 7-8 μποφόρ, κύματα έξι μέτρων και παγωμένους ανέμους 50 χλμ./ώ., αντιληφθήκαμε ότι ήταν μία ”παγίδα θανάτου”. Φύγαμε από το πλοίο με μια αίσθηση τρόμου απ’ αυτά που είχαμε δει» λένε και οι Ιταλοί δικηγόροι.

Οι επιβάτες έχουν μοιραστεί με τους δικηγόρους τους τις εφιαλτικές στιγμές που έζησαν, τις οποίες -όπως λένε- δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Παγιδευμένοι στην κορυφή ενός φλεγόμενου πλοίου, που έπλεε ακυβέρνητο και χωρίς καμία βοήθεια επί 3 μέρες. «Η χειρότερη εμπειρία που μας είπαν ήταν όταν κάποιοι κατάφεραν να ανέβουν στη μοναδική σωστική λέμβο που έπεσε στη θάλασσα, με ελάχιστους ανθρώπους και κυρίως μέλη του πληρώματος – τα οποία θα πρέπει να τιμωρηθούν αυστηρά που άφησαν αβοήθητους τους επιβάτες και τράπηκαν σε φυγή. Όσοι διασώθηκαν, διασώθηκαν πραγματικά από θαύμα» αναφέρει ο Μ. Γκαμπριέλι.

Όπως αποκαλύπτει με την αυτοψία στο Costa Concordia αποκόμισαν μια «φωτογραφία» των όσων διαδραματίστηκαν εκείνα τα λεπτά. Επιβάτες που άφησαν τα πάντα πίσω τους, εγκαταλείποντας με κάθε τρόπο το γιγαντιαίο πλοίο που βρέθηκε το μισό κάτω από το νερό. «Γι’ αυτό τον λόγο το είχαμε χαρακτηρίσει Πομπηία» λέει.

Παιδικές ζωγραφιές

Όταν βρέθηκε στο άνω κατάστρωμα του Norman Atlantic για αυτοψία, ο κ. Γκαμπριέλι αποκόμισε την αίσθηση της αιωνιότητας, με τους επιβάτες να αναμένουν τη σωτηρία επί τρεις μέρες σε ένα φλεγόμενο πλοίο με το πάτωμα να λιώνει τις σόλες των παπουτσιών τους. «Βρήκαμε τετράδια με ζωγραφιές μικρών παιδιών που τους τα είχαν δώσει οι γονείς τους για να απασχολούνται, κουβέρτες, μπουκάλια με νερό, γυναικείες τσάντες και παπούτσια.

Στις καμπίνες και τα κάτω καταστρώματα όλα έγιναν στάχτη ή θάφτηκαν μαζί με τα καμμένα αυτοκίνητα και τα πτώματα άλλων επιβατών, με μερικούς παράνομους επιβάτες ακόμα να αγνοούνται» αναφέρει ο Μ. Γκαμπριέλι.