Η ηθοποιός που έχει βυθιστεί στους σημαντικότερους δημιουργούς των εποχών σκηνοθετεί Παλαμά, πηγαίνει με το ποδήλατό της στο «Εθνικό», μας θυμίζει πως και εμείς μετανάστες ήμασταν –και ίσως ξαναγίνουμε–, μιλάει για την κρίση, τον ρατσισμό, τη διαφορά, τον φασισμό. Και πώς γεννιέται το καινούργιο.
Θα μπορούσε άραγε να ζήσει χωρίς θέατρο; «Θα μπορούσα βεβαίως χωρίς το θέατρο. Είμαι πολύ καλά, όταν δεν παίζω στο θέατρο. Όμως, αυτό έχω μάθει να κάνω, εκεί διοχετεύω την ενεργητικότητά μου και τη δημιουργικότητά μου και αυτό κάνω. Όπως ο άλλος είναι δάσκαλος, ο άλλος φτιάχνει μουσική, ο άλλος γυμνάζει ανθρώπους, όπως όλοι όσοι κάνουν κάτι με μεράκι. Εμένα αυτό είναι το μεράκι το δικό μου. Αυτό το χάρισμα μου δόθηκε, αυτό εξασκώ και από αυτό βγάζω το ψωμί μου».

Αυτό το ψωμί είναι ένα θέμα για όλη την Ελλάδα, εδώ που τα λέμε. Η ίδια; Έχει επηρεαστεί απ’ την οικονομική κρίση; «Ωρίμασα στο Θέατρο Τέχνης. Μετά το Εθνικό από το οποίο έφυγα, πήγα εκεί. Ένα απ’ τα πράγματα για τα οποία ευγνωμονώ τον Κάρολο Κουν, εκτός απ’ τα όσα αφορούν καθαρά στο θέατρο, είναι ότι έμαθα να είμαι ολιγαρκής και να χαίρομαι και να μου αρκούν τα απαραίτητα και να μη με νοιάζουν τα πολλά. Και έτσι αισθάνομαι πως δεν στερούμαι τίποτα αυτή τη στιγμή με την κρίση. Μπορώ να ζήσω και με λιγότερα. Δεν μου φτάνουν τα χρήματα για τη βενζίνη; Παίρνω το ποδήλατό μου και είμαι μια χαρά σ’ αυτό. Ή παίρνω το τρένο όταν δεν κάνει απεργία και το μετρό. Δεν μιλώ για τους ανθρώπους, φυσικά, που πραγματικά στερούνται και ξέρω πως υπάρχουν και εκείνοι που πραγματικά ζορίζονται. Αλλά νομίζω πως η μεγάλη μάζα των ανθρώπων είχαν καλομάθει στην κατανάλωση, στην υπερκατανάλωση και στο φούσκωμα του μπαλονιού των αγορών. Και όλοι ονειρευόμαστε να έχουμε μια πισίνα ή ένα δεύτερο ή και τρίτο αυτοκίνητο. Ή να κάνουμε διακοπές».

ΠΗΓΗ: Down Town