Η Φασιστίνη είναι τρισχειρότερη από την Κοκαΐνη.

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο σπουδαίος ποιητής μας, ο αείμνηστος Κώστας Βάρναλης,

εμπνεόταν το 1927 το ποίημα «Σκλάβοι Πολιορκημένοι»

(ο τίτλος είναι διασκευή τού περίφημου ποιήματος «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»,

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός λίγο μετά την Απελευθέρωση τού Γένους,

αναδεικνύοντας το ψυχικό μεγαλείο των υπερασπιστών τού Μεσολογγίου).

 

Ο Βάρναλης, λοιπόν,

ολοκληρώνει τον πρόλογο τού δημιουργήματός του

με έναν έξοχο στίχο που αποτελεί τη συμπύκνωση τής Προδομένης Νιότης

και συνάμα τής Προδότριας Νιότης:

«Αχ, πού ’σαι, Νιότη, που ’δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος.».

 

Η Νιότη, η Πλανεύτρα και Πλανεμένη, η Φαινομενική και Απατηλή,

η πάντοτε «Πολλά Υποσχόμενη», αλλά συχνά αρκούμενη στις υποσχέσεις,

η πάντοτε Ελπιδοφόρος, αλλά συχνά παραγωγός φρούδων ελπίδων.

 

Κατόπι τούτων,

ας μεταφερθούμε σε πιο πρόσφατα χρόνια

και συγκεκριμένα στη δεκαετία τού ’90·

πρόκειται για τη δεκαετία που ενσαρκώνει σε απόλυτο βαθμό το «Νεοελληνικό Όνειρο»

και την αντίληψη που είχε καταντήσει να διαθέτει η Νεοελληνική Νιότη για τη ζωή.

 

«Η Εποχή τού “ΠΑ.ΣΟ.Κ.”».

Το «ΠΑ.ΣΟ.Κ.» υπήρξε η «Μπαρτσελόνα τής Νεοελλάδας»·

όπως η μεγάλη ισπανική ομάδα αυτοπροσδιορίζεται εύστοχα με τη φράση

«Mes Que Un Club» («Κάτι παραπάνω από μία ομάδα»),

έτσι και το «ΠΑ.ΣΟ.Κ.» ήταν κάτι παραπάνω από ένα κόμμα, από ένα κίνημα.

Το «ΠΑ.ΣΟ.Κ.» ήταν το υπερκομματικό «Lifestyle»,

που έδειχνε -και υποσχόταν- στην Ελλάδα πως θα γινόταν άλλη.

 

Εκείνη την εποχή όλοι ήταν «ΠΑ.ΣΟ.Κ.»·

ακόμη και οι δεξιοί, ακόμη και οι ακροδεξιοί, ακόμη και οι ορκισμένοι εχθροί του,

όλοι «ΠΑ.ΣΟ.Κ.» ήταν.

Η δεκαετία τού ’90, η εποχή τής κίβδηλης ευμάρειας, τής τρυφηλότητας,

τού εκμαυλισμού, τής αλλοτρίωσης, τής διαπλοκής, τής διαφθοράς,

ήταν φαινομενικώς ακραία πολιτικοποιημένη και ταυτοχρόνως ακραία απολιτίκ.

 

Σε αυτόν τον κοινωνικό αχταρμά υπήρχε μία σουρεαλιστική αναρχία

που όμοιά της δεν είχε ξαναγνωρίσει ο τόπος·

ο καθείς έκανε ό,τι τού εκαύλωνε,

η λέξη «Συνέπεια» -με τη διττή έννοιά της (είτε ως Πιστότητα, είτε ως Επίπτωση)-

έμοιαζε να είχε σβηστεί οριστικά και αμετάκλητα από το Νεοελληνικό Λεξικό

και από τη Συλλογική Συνείδηση.

 

Η Δεκαετία τής Διασκέδασης.

Όλοι ήταν έξω· πρωΐ, μεσημέρι, βράδυ, όλοι έξω. Κυρίως το βράδυ.

Μπαράκια, clubs, μπουζούκια. Κυρίως μπουζούκια.

Σήμερα ακούγεται αδιανόητο,

αλλά τότε τα μπουζούκια λειτουργούσαν αδιαλείπτως 

και ήταν -επί καθημερινής βάσεως- γεμάτα.

 

Και ποιος ήταν ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς τής νύχτας και τής πίστας;

Ο Νότης Σφακιανάκης. Ή απλά, ο «Νότης».

 

Ο Νότης έκανε τεράστιες επιτυχίες.

Οι σαμπάνιες άνοιγαν για πάρτη του σε ρυθμούς πολυβόλου,

τα λουλούδια τον έραιναν σε ρυθμούς… Επιταφίου.

«ΑΘΑΝΑΤΟΣ».

 

Όμως, δεν ήταν μόνο τα τραγούδια, δεν ήταν μόνο τα σουξέ,

που συνήργησαν ώστε να χτίσει ο Νότης τον προσωπικό του μύθο.

Η θεμέλια λίθος ήταν η εκκεντρική προσωπικότητά του,

η οποία συνδυαζόμενη με την αντιστοίχως εκκεντρική αισθητική του

παρήγαγε ένα πυρηνικής δυναμικής μείγμα.

 

Ο Νότης δεν εδίσταζε να μεμφθεί οποιονδήποτε θαμώνα υπερέβαινε τα εσκαμμένα

και τούς κώδικες που ο ίδιος ο Σφακιανάκης όριζε.

Εδώ που τα λέμε, υπήρχαν φορές που είχε δίκιο·

δεν είναι δυνατόν, ρε τραχανοπλαγιά Νεοέλληνα,

να άδει ο άλλος «Ο αετός πεθαίνει στον αέρα» ή «Σώμα μου φτιαγμένο από πηλό»

και εσύ να μασουλάς α(βγο)τάραχος την μπριζολίτσα σου.

 

Ο Νότης είχε επιβάλει τον νόμο του, ο Νότης ήταν ο Νόμος.

Ο Νεοέλληνας, ψεύτης-υποκριτής-μαζοχιστής και αντιπρόσωπος καθώς ήταν

(κα εξακολουθεί να είναι),

έτρωγε το κραξιματάκι του όταν υπέπιπτε σε πειθαρχικό παράπτωμα και εγούσταρε·

φιλότιμο μηδέν, ευθιξία μηδέν,

όλα ήταν ένας τεράστιος χάβαλος όπου εδέσποζε η νοοτροπία «Να περνάμε καλά…».

 

Βεβαίως, η κουλτούρα τού «Περνάω Καλά…» έχει δύο σκέλη·

αν την αντιμετωπίσουμε επιφανειακώς, θα σταθούμε στο «Καλά»,

αν την αντιμετωπίσουμε ουσιαστικώς, θα σταθούμε στο «Περνάω…».

Και όντως, τα χρόνια πέρασαν…

 

Τα χρόνια πέρναγαν,

η αντίληψη ότι η Καλοπέραση θα ήταν ισόβια κατάσταση, είχε παγιωθεί,

αλλά πλέον είχε φτάσει η οδυνηρή «Ώρα τής Πληρωμής».

 

Η δεκαετία τού «Millenium» ήρθε να ολοκληρώσει το καταστροφικό έργο των ’90s·

η χώρα καλούταν να επιστρέψει τα δανεικά, αλλά δεν υπήρχε δεκάρα τσακιστή.

Η κουτόφραγκη Νεοελλάδα δεν είχε φράγκο.

 

Τα πνεύματα οξύνθηκαν επικίνδυνα,

οι ψυχές των πολιτών ταλαιπωρούνταν με πρωτόγνωρους τρόπους,

οι κοινωνικοί αυτοματισμοί αναπτύχθηκαν σε απάνθρωπο βαθμό.

Το «Ένστικτο τής Επιβίωσης» ήταν εδώ,

οι ματιές ήταν αγριεμένες,

ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

 

Η νομοτελειακή συνεπαγωγή αυτής τής ζοφερής κατάστασης

ήταν η υποχώρηση τής Δημοκρατίας και η άνοδος τού Φασισμού·

η Νεοελληνική Κοινωνία, ανίκανη να προβεί σε οποιανδήποτε αυτοκριτική,

ήταν έτοιμη -για νιοστή φορά- να ρίξει τις ευθύνες στους άλλους.

Τώρα, μάλιστα, που ετίθετο και θέμα επιβίωσης, υπήρχε και σοβαρό άλλοθι.

 

Έτσι,

δυστυχώς για την Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους και τής Ελληνικής Δημοκρατίας,

τα ναζίδια μπήκαν στη Βουλή.

Η χώρα που εγέννησε τη Δημοκρατία

και που εθυσίασε τόσα αθώα θύματα στον «Μολώχ τού Ναζισμού»,

είδε την «Μπρούτζινη Κραυγή» να εισέρχεται στο Κοινοβούλιο υπό ευφημιστική ονομασία.

 

Το Υπέρτατο Όνειδος.

Η Υπέρτατη Ντροπή.

Η Υπέρτατη Παραφωνία.

Το Υπέρτατο Φάλτσο.

Και…, οποία τραγική εξέλιξις,

σε αυτό το δυστοπικό φάλτσο έσπευσε να συμμετάσχει ο καλλικέλαδος Νότης Σφακιανάκης.

 

Απετέλεσε αλγεινή έκπληξη για όλους εμάς που αγαπήσαμε τα τραγούδια του,

το γεγονός ότι ο πάλαι ποτέ «Νότης» και πλέον «Σφακιανάκης»

συντασσόταν με τα ναζίδια, με τα φασισταριά,

με τούς (μετέπειτα) δολοφόνους των ανυποψίαστων αλλοδαπών

και τού εμβληματικού Παύλου Φύσσα.

 

Ποιος; Ο «αντικομφορμιστής» Νότης. Ο «αντισυστημικός» Νότης.

Αυτός, λοιπόν, ο «αντικομφορμιστής» και «αντισυστημικός»,

εδήλωνε την υποστήριξη και τη συμπάθειά του

σε ό,τι πιο συστημικό έχουν γεννήσει οι πολιτικές ιδεολογίες.

Αυτός που έφτασε στο υπέρτατο σημείο τής κατάντιας,

να δηλώσει ότι «Οι Πακιστανοί στα φανάρια μού χαλάνε την αισθητική».

 

Ακόμη κι αν -ως υπόθεση εργασίας-

δεχθούμε την ισχύ τής απάνθρωπης φράσης τού Σφακιανάκη,

δείτε ποιος είχε το θράσος να μιλήσει για Αισθητική. 

Ναι, αυτός ο τύπος που στη συγκεκριμένη φωτογραφία από τη νιότη του,

εύκολα θα μπορούσε -σύμφωνα με τη δική του ρατσιστική αντίληψη-  

φυσιογνωμικά και ενδυματολογικά να θεωρηθεί ως «Πακιστανός»,  

ενοχλήθηκε από τούς δύσμοιρους ανθρώπους

που προσπαθούν -έστω και με αδόκιμους τρόπους-

να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη προς το ζην.

 

Με τέτοιες αντιλήψεις, λοιπόν, 

ο Σφακιανάκης έγινε ο αγαπημένος αοιδός των ναζιστών,

αλλά συνάμα έγινε κι ο απεχθής αηδός των Δημοκρατών.

 

Κάποτε, στις δεκαετίες τού ’90 και τού ’00,

τα τραγούδια του έπαιζαν αδιαλείπτως στα στερεοφωνικά μας

και -κυρίως- στην ψυχή μας.

Τώρα πλέον, όμως, αυτός ο πρώην αντικομφορμιστής και αντισυστημικός,

ο νυν φασίστας και ρατσιστής,

δεν έχει την παραμικρή θέση στο σπίτι μας και στην καρδιά μας.

 

Όσο για την πρόσφατη είδηση

με την οποία ο Σφακιανάκης επανήλθε -ξανά με αρνητικό τρόπο- στην επικαιρότητα

και απετέλεσε την αφορμή τού παρόντος πονήματος,

θέλω να πω δυο λόγια…

 

Δεν με σοκάρει, δεν με εκπλήσσει, ούτε και μ’ ενοχλεί το γεγονός,

ότι ο γνωστός τραγουδιστής συνελήφθη -κατόπιν τυπικού οδικού ελέγχου-

με δύο γραμμάρια κόκα και με όπλο που είχε ληγμένη άδεια κατοχής·

αρνούμαι να επιδοθώ σε ηθικοπλαστικούς στρουθοκαμηλισμούς

και να συμμετάσχω στο θλιβερό παιχνίδι τής μικροαστικής φοβικότητας,

διότι η συζήτηση περί Ναρκωτικών και περί Οπλοκατοχής στην εγχώρια μπανανία

βρίσκεται σε… προεμβρυακό στάδιο

και είναι έμπλεη από κωμικοτραγικά υπεραπλουστευτικές αντιλήψεις τού στυλ

«Πρόσεχε στο μπαρ που θα πας, μη σού ρίξουν ναρκωτικά στο ποτό σου.»

(αντίστοιχα γελοίο είναι και το πλαίσιο συζήτησης περί όπλων,

όταν υπάρχουν ολόκληρες περιοχές τής επικράτειας

που οι σφαίρες πέφτουν -χάριν εθιμικής διασκεδάσεως- σαν το χαλάζι,

ενώ μην παραβλέπουμε και το μεγάλο τμήμα τού πληθυσμού

που διαθέτει καραμπίνες για το αποκρουστικό «χόμπι» που λέγεται «Κυνήγι»).

 

Εμένα αυτό που με ενοχλεί αφόρητα στη συγκεκριμένη ιστορία,

είναι ο τρόπος με τον οποίο απεφάσισε ο κατηγορούμενος Νότης Σφακιανάκης

να υποστηρίξει τον εαυτό του διά στόματος τού συνηγόρου του, Αλέξη Κούγια.

 

Ο γνωστός δικηγόρος διατείνεται πως,

ο πελάτης του ουδέποτε παραδέχθηκε

ότι τα δύο γραμμάρια κόκα που βρέθηκαν από τους αστυνομικούς στο αυτοκίνητό του

ήταν για προσωπική του χρήση,

υπογραμμίζοντας ότι ο Νότης Σφακιανάκης έχει επανειλημμένα εκφραστεί

κατά της χρήσης ναρκωτικών.

 

Και κατέληξε λέγοντας τα εξής αδιανόητα..:

«Ο κύριος Σφακιανάκης θα μπορούσε να μη σταματήσει,

αν εγνώριζε ότι υπήρχαν τα ναρκωτικά.

Στο αμάξι φιλοξενεί επιβάτες, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες·

μπορεί σε κάποιον να παραέπεσε.».

 

Εδώ, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με δύο ολισθήματα,

ένα εκ των οποίων -σημειωτέον- είναι νομικής φύσεως.

 

Πώς είναι δυνατόν να λες

ότι ο πελάτης σου είναι ικανός -σε περίπτωση οποιασδήποτε παρανομίας του-

να το βάλει στα πόδια, να προσπαθήσει να διαφύγει,

να πατήσει γκάζι προκειμένου να γλυτώσει τη σύλληψη από τις Αρχές..; 

Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικότερο σφάλμα. 

 

Και δεύτερον,

έχουμε τον Αλέξη Κούγια να ισχυρίζεται για λογαριασμό τού Νότη Σφακιανάκη,

ότι η κόκα μπορεί να παραέπεσε από κάποιον «φιλοξενούμενο» στο αμάξι

και δη από καλλιτέχνη ή επιχειρηματία.

Εν κατακλείδι, δηλαδή,

χρησιμοποιείται ως υπερασπιστικό μέσο η Αοριστία

και τοιουτοτρόπως κάθε άνθρωπος που μπήκε στο αυτοκίνητο τού τραγουδιστή

βαφτίζεται ως δυνητικός χρήστης κοκαΐνης.

 

Όπερ μεθερμηνευόμενον,

η Αοριστία είναι η Ύψιστη Μορφή Συκοφαντίας,

αλλά έχει την πολυτέλεια να μένει πάντα στο Απυρόβλητο.

Αναμενόμενη μέθοδος

από ένα άτομο που επί χρόνια καλλιεργεί το προφίλ ότι δεν μασάει τα λόγια του

και καταλήγει να μασάει την τσίχλα του υπό τις επευφημίες των ναζιστών.

 

Αχ, πού ’σαι, Νότη, που ’δειχνες, πως θα γινόσουν άλλος…

 

Ο Υπο-Κοσμικός

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης