Σύνταξη – Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Η οικονομική κρίση της χώρας μείωσε τα κέρδη των μέσων ενημέρωσης, κάτι που τα οδήγησε να ταυτιστούν περισσότερο με τα πολιτικά κόμματα. Τα κριτικά ρεπορτάζ μειώθηκαν. Οι απειλές προς τους δημοσιογράφους αυξήθηκαν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στα τέλη Ιουλίου, μια ομάδα Γερμανών και Γάλλων δημοσιογράφων παρουσίασε  ένα ρεπορτάζ – βόμβα. Μια απόρρητη έκθεση που έδειχνε την συνοριακή υπηρεσία της ΕΕ (Frontex) να συνεργάζεται με τις ελληνικές αρχές για να απομακρύνει τους αιτούντες άσυλο που αγωνίζονταν να φτάσουν στην ξηρά. Δημοσιογράφοι σε όλη την Ευρώπη έσπευσαν να δώσουν συνέχεια στην έκθεση, η οποία παρείχε στοιχεία για πιθανή εγκληματική συμπεριφορά. Αιτήματα για συνεντεύξεις πλημμύρισαν το γερμανικό Der Spiegel, ένα από τα μέσα πίσω από το ρεπορτάζ. Μια χώρα, ωστόσο, ήταν εκκωφαντικά σιωπηλή για το θέμα: η Ελλάδα.

«Θα δυσκολευτείτε να βρείτε οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό στον φιλοκυβερνητικό Τύπο, που κυριαρχεί, ειδικά στα ερτζιανά», είπε ο Γιώργος Χρηστίδης, δημοσιογράφος στο Der Spiegel. «Στην Ελλάδα, υπάρχουν δύο παράλληλα σύμπαντα των μέσων ενημέρωσης».

Η στιγμή απεικονίζει αυτό για το οποίο προειδοποιούν εδώ και χρόνια δημοσιογράφοι, αναλυτές μέσων ενημέρωσης, ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων και ερευνητές της ΕΕ. Η Ελλάδα, λένε, βλέπει τώρα τα ανησυχητικά, βίαια και καταπιεστικά αποτελέσματα μιας χρόνιας διάβρωσης της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα μας. Είναι ένα πρόβλημα, λένε, που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της ελληνικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία αποσταθεροποίησε τη χώρα, πόλωσε την πολιτική της και αφαίρεσε από τα μέσα ενημέρωσης τα κέρδη τους που τους βοηθούσαν να παραμείνουν ανεξάρτητα. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έγιναν όλο και πιο κομματικοί. Οι απειλές, οι επιθέσεις και οι παρακολουθήσεις με στόχο δημοσιογράφους, αυξήθηκαν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η πανδημία έκανε τα πράγματα χειρότερα. Οι συνεντεύξεις τύπου σταμάτησαν και ουσιαστικά δεν επέστρεψαν ποτέ. Ερωτήματα προέκυψαν σχετικά με το εάν η κυβέρνηση ευνοούσε φιλικά μέσα με κεφάλαια των φορολογουμένων. Ένας νέος νόμος ψηφίστηκε με στόχο τον περιορισμό της παραπληροφόρησης, αλλά τροφοδοτεί ανησυχίες ότι οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να οδηγηθούν στη φυλακή για επικριτικά ρεπορτάζ. Μόλις τις περασμένες εβδομάδες, ο ιστός παρακολουθήσεων που είχε παγιδεύσει δημοσιογράφους άνθισε σε ένα πλήρες σκάνδαλο – αναγκάζοντας δύο κορυφαίους αξιωματούχους να παραιτηθούν. 

«Λόγω της οικονομικής κατάστασης, οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης έχουν παραδώσει τα κλειδιά των επιχειρήσεων τους στην κυβέρνηση», σύμφωνα με τον Τάσο Τέλλογλου, ερευνητή ρεπόρτερ στην Ελλάδα. «Αυτό, σε συνδυασμό με μια κυβέρνηση που πιστεύει ότι δεν κάνει τίποτα κακό, είναι ένας εκρηκτικός συνδυασμός», συμπληρώνει.

Η κατάσταση αντανακλά μια ευρύτερη τάση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι διαδηλωτές κυνηγούν δημοσιογράφους. Οι αξιωματούχοι δαιμονοποιούν τους δημοσιογράφους. Δημόσια κονδύλια που προορίζονται για μέσα ενημέρωσης παρακρατούνται. Πολλές χώρες – από τη Γερμανία και το Λουξεμβούργο έως τη Σλοβενία, την Πολωνία και την Ουγγαρία – έχουν υποχωρήσει στην ετήσια κατάταξη της ελευθερίας του Τύπου. Όμως, η Ελλάδα έπεσε στον πάτο όλων των ευρωπαϊκών χωρών στην τελευταία λίστα.

Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι οι φόβοι έχουν διογκωθεί υπερβολικά. Η ελευθερία του Τύπου κατοχυρώνεται στο σύνταγμα της χώρας και δεν υπάρχει λογοκρισία στον Τύπο, σημειώνουν σωστά οι αξιωματούχοι. «Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου ο καθένας μπορεί να γράφει και να δημοσιεύει ό,τι θέλει για οποιονδήποτε, χωρίς καμία λογοκρισία και κανένα κυβερνητικό έλεγχο», είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε πρόσφατη συζήτηση, κρατώντας στα χέρια του δύο πρωτοσέλιδα εφημερίδων με αρνητικά άρθρα για την κυβέρνηση.

Ξεκίνησε πριν από χρόνια…

Η σκοτεινή προοπτική των μέσων ενημέρωσης της Ελλάδας έχει απλωθεί στην διάρκεια της θητείας πολλών κυβερνήσεων με αποκλίνουσες ιδεολογίες. Πριν έρθει στην εξουσία η σημερινή κεντροδεξιά κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση από το 2015 έως το 2019. Το κόμμα κατέκτησε την εξουσία εν μέσω μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης και μαζικών διαδηλώσεων στους δρόμους. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης θεωρήθηκαν ως μέρος της ελίτ που είχε φέρει τη χώρα στο οικονομικό χείλος. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ  δεσμεύτηκε να ανανεώσει τον τομέα των μέσων ενημέρωσης στο πλαίσιο των προσπαθειών του να ανατρέψει εδραιωμένα πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα. Η κυβέρνηση προσπάθησε να αδειοδοτήσει η ίδια τους τηλεοπτικούς σταθμούς  – αφαιρώντας την εξουσία από έναν ανεξάρτητο φορέα. Όμως δημοπράτησε μόνο άδειες για τέσσερα ιδιωτικά κανάλια, αφήνοντας αρκετούς υπάρχοντες σταθμούς να αντιμετωπίσουν το κλείσιμο. Οι δικαστές τελικά παρενέβησαν, κρίνοντας την τακτική αντισυνταγματική. 

Ο Γιάννης Παλαιολόγος, διακεκριμένος δημοσιογράφος στη συντηρητική εφημερίδα Καθημερινή, κατηγόρησε την σημερινή κυβέρνηση, που ανέλαβε το 2019, ότι επισείει τον κίνδυνο επανόδου του ΣΥΡΙΖΑ  στην εξουσία, αν οι δημοσιογράφοι γίνουν υπερβολικά επικριτικοί για αυτήν. «Η σημερινή κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις υπερβολές του ΣΥΡΙΖΑ για να χτυπήσει τις φωνές κριτικής», είπε. «Το μήνυμα είναι: ‘Αν απομακρυνθείτε πάρα πολύ από το αφήγημα της κυβέρνησης και ενισχύσετε την δουλειά της αντιπολίτευσης, τότε οι ταραγμένες μέρες του 2015-19 θα επιστρέψουν’. Οι παρεμβάσεις της είναι πιο διακριτικές, στοχευμένες και αποτελεσματικές στον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης», συμπληρώνει.

Οι δημοσιογράφοι περιέγραψαν πολλά εργαλεία που βλέπουν να χρησιμοποιεί η σημερινή κυβέρνηση – όλα υποστηριζόμενα από αναλυτές για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Πρώτον, υπάρχουν κρατικοί πόροι που η κυβέρνηση μπορεί να διοχετεύσει σε μέσα ενημέρωσης με ευνοϊκή κάλυψη. Τους πρώτους μήνες της πανδημίας, η κυβέρνηση διέθεσε 20 εκατομμύρια ευρώ με στόχο να βοηθήσει τα μέσα ενημέρωσης σε μια εκστρατεία για τη δημόσια υγεία. Όμως, το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου είπε ότι αυτά τα κεφάλαια κατευθύνθηκαν δυσανάλογα σε μέσα ενημέρωσης που ήταν πρόθυμα να ακολουθήσουν άκριτα την κυβερνητική γραμμή.

Δεύτερον, η κυβέρνηση μπορεί να πιέσει δημοσιογράφους και συντάκτες που δεν παρέχουν θετική κάλυψη. Τέτοιες τακτικές, φυσικά, υπάρχουν στα δημοσιογραφικά γραφεία παγκοσμίως. Όμως οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα περιγράφουν ένα εξαιρετικό επίπεδο καταναγκασμού.

Το 2020, η δημοσιογράφος Δήμητρα Κρουστάλλη παραιτήθηκε από την εφημερίδα «Το Βήμα», επικαλούμενη «ασφυκτική πίεση» από το γραφείο του πρωθυπουργού μετά τη δημοσίευση μιας κριτικής αναφοράς για την παρακολούθηση κρουσμάτων κορωνοϊού. «Μετατράπηκε σε μια εσωτερική μάχη και με έφερε στο δίλημμα: προσωπική και επαγγελματική ταπείνωση ή παραίτηση;», όπως πόσταρε στο λογαριασμό της στο Facebook. 

Τρίτον, η κυβέρνηση τον περασμένο Νοέμβριο ποινικοποίησε τα «fake news». Ο νέος νόμος έδωσε στις αρχές την εξουσία να στέλνουν άτομα στη φυλακή για έως και πέντε χρόνια για τη διάδοση εικαζόμενων ψευδών αναφορών που θεωρούνται «ικανές να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία». Οι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μέσων ενημέρωσης αναστατώθηκαν. Ποιος καθορίζει τι είναι «ψεύτικο»; Η κυβέρνηση; Οι εισαγγελείς; Η πιθανότητα κατάχρησης ήταν προφανής, είπαν. Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, αναγνώρισε έκτοτε ότι ο νόμος μπορεί να ήταν λανθασμένος – το μέτρο, είπε, «δεν ήταν πολύ επιτυχημένο, αν το έκανα ξανά, μάλλον θα ήταν διαφορετικό». Αλλά παραμένει σε ισχύ..

Το τελικό αποτέλεσμα, υποστηρίζουν οι δημοσιογράφοι, είναι μια «χτενισμένη» και πιο ομοιογενής άποψη αυτού που θεωρείται «ειδήσεις» στην Ελλάδα. Η ρύθμιση της ατζέντας είναι αρκετά εντυπωσιακή: Μια σάρωση των κύριων ειδήσεων της χώρας αποκαλύπτει συχνά άρθρα με την ίδια σειρά, με παρόμοιους τίτλους και παρόμοιο πλαίσιο. Αρκετοί τομείς ρεπορτάζ θεωρούνται «ταμπού».

«Μπορεί να είναι υπερβολή να πούμε ότι η Ελλάδα έχει μεγαλύτερα προβλήματα σε σύγκριση με την Πολωνία ή την Ουγγαρία, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατάλογος των ειδήσεων που θεωρούνται κατάλληλες για να τυπωθούν γίνεται όλο και πιο στενός», λέει ο Παλαιολόγος. Οι ετήσιες κατατάξεις για την ελευθερία του Τύπου αντικατοπτρίζουν αυτήν την κατάσταση. Η Ελλάδα φέτος αντικατέστησε τη Βουλγαρία ως η χώρα της ΕΕ με την χαμηλότερη κατάταξη στην ετήσια λίστα ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα. Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην 108η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες παγκοσμίως, από 70η πέρυσι.

Η εγχώρια άποψη είναι εξίσου ζοφερή. Σε δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Reuters σε 46 χώρες, η Ελλάδα κατέλαβε την τελευταία θέση όταν οι πολίτες ρωτήθηκαν αν ο τοπικός τους τύπος ήταν ελεύθερος. Μόνο το 7% είπε ότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ήταν απαλλαγμένα από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή, ενώ ένα μόνο 8% είπε ότι ήταν απαλλαγμένα από αδικαιολόγητη επιχειρηματική επιρροή. 

Τον περασμένο μήνα, η ΕΕ παρουσίασε λεπτομερώς τους φόβους της για το τοπίο των ελληνικών μέσων ενημέρωσης σε μια ετήσια έκθεση για το κράτος δικαίου, μια επιτομή ανά χώρα για πιθανή δημοκρατική οπισθοδρόμηση μεταξύ των μελών της. Η έκθεση απηχούσε τις ίδιες ανησυχίες που έχουν εκφράσει οι δημοσιογράφοι και οι ομάδες για τα δικαιώματα των μέσων ενημέρωσης: αυξανόμενη βία κατά δημοσιογράφων, επιδείνωση του επαγγελματικού περιβάλλοντος και πιθανή πολιτική επιρροή στα δημόσια μέσα ενημέρωσης. 

Ένας φόνος και ένα σκάνδαλο κατασκοπείας

Τον Απρίλιο του 2021, ο βετεράνος δημοσιογράφος αστυνομικού ρεπορτάζ, Γιώργος Καραϊβάζ πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε κοντά στο σπίτι του. Η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη και έχει γίνει σύμβολο των αυξανόμενων προβλημάτων για τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Ακολούθησαν αποκαλύψεις παρακολούθησης και υποκλοπών.

Τον περασμένο Νοέμβριο, ο δημοσιογράφος Σταύρος Μαλιχούδης κατάλαβε από άρθρο του που διέρρευσε ότι η κυβέρνηση τον είχε κατασκοπεύσει. Η κυβέρνηση αρνήθηκε τον ισχυρισμό και τα μέσα ενημέρωσης έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο, ένα δίκτυο δημοσιογράφων της Reporters United αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση είχε κατασκοπεύσει τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη, ο οποίος εργαζόταν εν μέρει ως συνεργάτης στους Financial Times που ερευνούσε το ξέπλυμα χρήματος και τη διαφθορά. Η κυβέρνηση παραδέχθηκε τη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια μιας κλειστής συνεδρίασης της Βουλής, σύμφωνα με αρκετούς βουλευτές που ήταν παρόντες στη συνεδρίαση, αλλά το διέψευσε δημόσια.

Το ανεξάρτητο μέσο Inside Story ανέφερε επίσης ότι το τηλέφωνο του Κουκάκη είχε παραβιαστεί από το παρεμβατικό λογισμικό υποκλοπής Predator, το οποίο δίνει στους χάκερ πλήρη πρόσβαση σε συσκευές. Όταν αρχικά ειδοποιήθηκε ο Κουκάκης για την κατασκοπεία, υπέβαλε αίτημα στις ελληνικές αρχές για πληροφορίες σχετικά με την υπόθεσή του. Ωστόσο, λίγο μετά, η κυβέρνηση ψήφισε έναν νέο νόμο που απαγορεύει στους πολίτες να μάθουν εάν ήταν υπό παρακολούθηση – για λόγους εθνικής ασφάλειας.  «Με την αλλαγή του νόμου, η κυβέρνηση προσπάθησε να κρύψει τα ίχνη μιας παρακολούθησης που συνέβαινε ήδη», δήλωσε ο Νικόλας Λεοντόπουλος, ερευνητής ρεπόρτερ της Reporters United.  Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, το φράγμα τελικά έσπασε. Το σκάνδαλο ότι παρακολουθήθηκε το τηλέφωνο ενός ηγέτη της αντιπολίτευσης ανάγκασε σε παραίτηση τον υπ’ αριθμόν 2 αξιωματούχο της χώρας, Γρηγόρη Δημητριάδη, και τον αρχηγό της εθνικής κατασκοπείας.

Όμως, σε ένδειξη ότι το τοπίο εξακολουθεί να είναι επικίνδυνο για τους λειτουργούς των μέσων ενημέρωσης, οι δημοσιογράφοι που αναφέρθηκαν στο σκάνδαλο spyware του Predator χτυπήθηκαν γρήγορα από πολυάριθμες μηνύσεις την ημέρα των παραιτήσεων.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα περισσότερα ελληνικά μέσα είχαν καλύψει μόνο επιφανειακά το εκτυλισσόμενο σκάνδαλο. «Είναι κρίμα που οι μέθοδοι μιας ομάδας ατόμων οδηγούν στη συκοφαντία της χώρας», είπε ο Κουκάκης, ο οποίος έχει καταθέσει μήνυση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο Δημητριάδης, ο οποίος αρνείται τις κατηγορίες που του διατυπώθηκαν στον Τύπο, μήνυσε την Παρασκευή τον Κουκάκη.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης πιέζουν τώρα την κυβέρνηση να ανακαλέσει την κίνησή της που στοχεύει να καταστήσει την κρατική επιτήρηση λιγότερο διαφανή. Όμως η κυβέρνηση δεν έχει δείξει σημάδια υποχώρησης. Ο Γιάννης Παλαιολόγος, προειδοποίησε ότι οι δημοκρατικές ελευθερίες θα επιδεινωθούν περαιτέρω εάν δεν γίνουν σύντομα τέτοιες αλλαγές. «Όταν η κυβέρνηση είναι σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητη από την εποπτεία των μέσων ενημέρωσης, τα αντανακλαστικά της αμβλύνονται και το κίνητρό της για κακή συμπεριφορά αυξάνεται», είπε. «Θα ήταν καλό για εμάς να κάνουμε πράγματα που απαιτούν λίγο θάρρος τώρα, αντί να αντιμετωπίσουμε την ανάγκη να δείξουμε μεγαλύτερο θάρρος στο μέλλον».

Πηγή: POLITICO

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης