Για τους Έλληνες είναι ένα μήνυμα αισιοδοξίας, ένα σαφές σήμα ότι η κρίση αρχίζει να αποτελεί παρελθόν.

Η «ελληνική» έξοδος στις αγορές, όμως, δεν είναι απλό πράγμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Είναι κάτι πολύ παραπάνω από την επιστροφή μιας χώρας στο παγκόσμια σύστημα χρεοκρατίας. Κάτι πολύ περισσότερο από ένα success story Γερμανών, λοιπών Ευρωπαίου και Ελλήνων.

Το παγκόσμιο σύστημα έχει αρχίσει ήδη να μετρά «κέρδη και ζημίες» από το ενδεχόμενο, να λαμβάνει θέσεις, να προσπαθεί να επηρεάσει τις εξελίξεις, ακόμη και να ετεροχρονίσει(για όποιον θυμάται τον «γλωσσοπλάστη» Ανδρέα) την ημερομηνία εξόδου.

Η Ελλάδα βρέθηκε ένα βήμα πιο κοντά στην έξοδο στις αγορές την περασμένη εβδομάδα, με το κόστος δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης να υποχωρεί σε χαμηλά επταετίας, και πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα που βρισκόταν όταν βγήκε στις αγορές πριν τρία χρόνια. Θυμίζουμε ότι ο Γιώργος Παπανδρέου προσέφυγε στην ευρωπαϊκή στήριξη όταν το επιτόκιο είχε ανέβει στα 6,25%, καθιστώντας ουσιαστικά τον δανεισμό της χώρας απαγορευτικό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Την περασμένη εβδομάδα η απόδοση του ελληνικού 10ετούς επέστρεψε στα επίπεδα που διαμορφωνόταν το κόστος δανεισμού τον Ιανουάριο του 2010, με το yield στο 10ετές να διαμορφώνεται κοντά στο 5,6%, όταν τον Απρίλιο του 2014, στην πρώτη επιχείρηση εξόδου της Ελλάδας στις αγορές μετά από 4 χρόνια αποκλεισμού, όπου προέβη στην πώληση 5ετούς ομολόγου με κουπόνι 4,75% ύψους 3 δισ. ευρώ, η απόδοση των 10ετών ελληνικών ομολόγων διαμορφωνόταν σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα από σήμερα, στο 5,9%. Οι προσφορές άγγιξαν τα 20 δισ. ευρώ.

Ξαφνικά, την περασμένη Πέμπτη, η αποκλιμάκωση των ελληνικών επιτοκίων δανεισμού «φρενάρει».

Τι συνέβη όμως πραγματικά;

Σίγουρα η τεχνική συμφωνία δεν θα ήταν ικανή από μόνη της να συνεχίσει να οδηγεί την πτώση των βασικών επιτοκίων της χώρας.

Είναι όμως μόνο αυτό;

Σαφέστατα όχι.

Τα «σκοτεινά επιτελεία» του πλανήτη είδαν και… κινδύνους. Στην καλύτερη περίπτωση αναταράξεις, μη αποδεκτές αν και αναμενόμενες.

Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε. Με αλλεπάλληλες δηλώσεις της, τόνισε πως στόχος είναι η έξοδος στις αγορές μόλις ολοκληρωθεί η συμφωνία για την αξιολόγηση, με τον Δ. Τζανακόπουλο να σημειώνει μάλιστα πως αυτό σχεδιάζεται να γίνει ακόμη και αν η Ελλάδα δεν έχει προλάβει να μπει στο QE.

Τη σκυτάλη, όμως, πήραν οι αναλυτές. Οι «βασικοί οδηγοί» των κεφαλαιούχων που επενδύουν στα κρατικά ομόλογα σε όλο τον κόσμο και θέλουν να γνωρίζουν και τον παραμικρό κίνδυνο. Όχι για να μην δανείσουν, αλλά για να ζητήσουν αυξημένες αποδόσεις ανάλογες του όποιου ρίσκου.

Οι αναλυτές λοιπόν τι έκαναν; Δεν αμφισβήτησαν ευθέως τη δυνατότητα της Ελλάδας να βγει στις αγορές. Αμφισβήτησαν κατά πόσο υπάρχει αρκετό επενδυτικό ενδιαφέρον αυτή τη χρονική στιγμή.

Έριξαν δηλαδή το… μπαλάκι στους δανειστές, ζητώντας σαφέστερη ένδειξη για τη στάση τους απέναντι στη χώρα σε ένα ικανό βάθος χρόνου.

Στην Αθήνα το ξέρουν αυτό και προσπαθούν, άσχετα εάν η «φωνή» του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος μόλις και μετά βίας φθάνει στα αυτιά, όσων πρέπει.

Ένας από τους συμμάχους της Αθήνας είναι η Rothschild.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει αναλάβει την διαχείριση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Η αμοιβή της μάλιστα είναι 200.000 ευρώ, αλλά όλα τα λεφτά είναι στο μπόνους, που θα λάβει όταν η Ελλάδα ανακτήσει την πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές ομολόγων. Παρόλα αυτά αποφεύγει να χρησιμοποιήσει την παγκόσμια επιρροή της υπέρ του… πελάτη. Περιορίζεται στο να κλείνει μυστικά ραντεβού μεταξύ στελεχών της κυβέρνησης και επενδυτικών κύκλων.

Η μυστικότητα των συναντήσεων «παραβιάστηκε» όμως από τους FT. Σε σχετικό δημοσίευμα η αμερικανική οικονομική εφημερίδα έριξε φως σε σειρά συναντήσεων ελλήνων με επενδυτές από τις αρχές της χρονιάς, χωρίς ωστόσο να δώσουν και το «άρωμα» των επαφών αυτών.

Οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης μπαίνουν στο παιχνίδι ιδιαίτερα δυναμικά λίγο μετά την υπογραφή της τεχνικής συμφωνίας, που λογικά οδηγεί στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση της απαραίτητης δόσης.

Τι θέλουν όμως οι οίκοι αξιολόγησης;

Μα φυσικά παράλληλη δέσμευση και σαφές χρονοδιάγραμμα για τη διευθέτηση του χρέους.
Συντάσσονται με το ΔΝΤ.

Από το 2015, η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και φαίνεται επίσης απαραίτητο για την ΕΚΤ έτσι ώστε να αρχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα.

Για παράδειγμα, η Citigroup σε πρόσφατο note της, χαρακτήρισε «πολύ αβέβαιο» εάν θα υπάρξει τελική συμφωνία για το χρέος πριν τις γερμανικές εκλογές, προκαλώντας αύξηση της επενδυτικής επιφυλακτικότητας.

Σκεπτικοί και προβληματισμένοι οι επενδυτές για την Ελλάδα

Και προειδοποιεί η Citi. Η εκκρεμότητα του χρέους μπορεί να ακόμη και να ακυρώσει, πριν καν εκδηλωθεί, την προσπάθεια της χώρας να επιστρέψει στον παγκόσμιο δανεισμό.

Και τα «πυρά» συνεχίζονται.

«Πιθανώς η Ελλάδα θα μπορούσε να επιστρέψει στις αγορές», όπως επισημαίνει η Kathrin Muehlbronner, αναλύτρια της Moody’s. Ωστόσο, «τα βασικά ερωτήματα παραμένουν σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτήν και τη ρευστότητα που μπορεί φέρει. Δεν είμαι βέβαιη ότι η πορεία ανάπτυξης της Ελλάδας είναι βιώσιμη».

Ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του ESM, Christophe Frankel, ανέφερε την περασμένη εβδομάδα ότι «αν η Ελλάδα συνεχίσει να εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις όπως έχει δεσμευτεί, μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές πολύ πριν το τέλος του προγράμματος, που αναμένεται στο μέσον της επόμενης χρονιάς».

Με λίγα λόγια οι διεθνείς αναλυτές είναι σαφείς.

Κανένας δεν θα ενδιαφερθεί να αγοράσει ελληνικά ομόλογα εάν δεν είναι βέβαιος ότι θα υπάρξει κάποιος αγοραστής για αυτά αργότερα, δηλαδή η ΕΚΤ. Σίγουρα λεφτά από εξόχως «θεσμικές τσέπες».

Επιπλέον σημειώνουν ότι ο ESM έχει βάλει όρια στα ελληνικά ομόλογα που μπορούν να αγοράσουν οι ελληνικές τράπεζες – σε περίπτωση που χρειαστεί να στηρίξουν την έκδοση. Εάν το ενδιαφέρον των ξένων δεν είναι αρκετό, τότε οι ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορέσουν να καλύψουν μία μεγάλη έκδοση.

«Η αγορά τώρα προεξοφλεί την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και τη συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση» ,σημειώνει ο Αθανάσιος Βαμβακίδης της Bank of America-Merrill Lynch. «Αυτό είναι υπερβολικό. Δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί σε καμία περίπτωση», όπως τονίζει.

Απαραίτη προυπόθεση η ρύθμιση του ελληνικού χρέους

Τελικά η ελεύθερη οικονομία δεν θέλει να είναι τόσο… ελεύθερη, ούτε αγαπά το ρίσκο. Στο βαθμό τουλάχιστον, που θέλει να διακηρύσσει.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης