Η επιδείνωση στα δημοσιονομικά στοιχεία στο 7μηνο φτάνει στα 8,73 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή που αφορά στο δεύτερο τρίμηνο του 2020. Εκτιμά πως το έλλειμμα φτάνει στα 7,7 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 1 δισ. ευρώ πέρυσι.

Σημειώνεται πως το Γραφείο υπολόγιζε στην τελευταία του έκθεσή πως για μέτρα αξίας 10 δισ. ευρώ το έλλειμμα θα έφτανε στο 2,5% του ΑΕΠ ή στο 4,5% του ΑΕΠ (με βάση το καλό και το μέτριο σενάριο ύφεσης).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πάντως το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εκτιμά πως η κατάσταση είναι βραχυπρόθεσμα διαχειρίσιμη: οι δημοσιονομικοί στόχοι έχουν ανασταλεί και οι αγορές αντιδρούν θετικά. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα εκτιμά πως θα χρειασθούν στρατηγικές για να επανέλθει η δημοσιονομική ισορροπία.

«Τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, παρότι δραματικές, παραμένουν διαχειρίσιμες σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό ωστόσο δεν συνιστά λόγο εφησυχασμού αλλά, αντίθετα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όταν αρθούν οι ειδικές συνθήκες και ευνοϊκές παρεμβάσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που ισχύουν σήμερα» αναφέρεται στην έκθεση που παρουσίασε ο συντονιστής του Γραφείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης.

Επίσης, σε ειδική αναφορά για το “Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία” υπάρχουν σύντομες παρατηρήσεις και το συμπέρασμα ότι οι προτάσεις του θα πρέπει να αποτελέσουν βάση ενός ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου ώστε να προκύψουν οι αναγκαίες συναινέσεις που θα επιτρέψουν την υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για την ελληνική οικονομία και κοινωνία και θα βρουν τρόπους να αντισταθμίσουν το πολιτικό και δημοσιονομικό τους κόστος.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επισημαίνεται πως «παραδοσιακά στη χώρα μας τέτοιες ολιστικές εκθέσεις είτε θεοποιούνται, είτε δαιμονοποιούνται, σπάνια όμως λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στην πραγματική πολιτική διαδικασία. Συχνά εφαρμόζονται αποσπασματικά κάποιες εύκολες προτάσεις τους, επικαλούμενες μάλιστα το κύρος των σχετικών εκθέσεων, και τα δύσκολα ζητήματα παραπέμπονται στις καλένδες. Ελπίζουμε να μην έχει τέτοια κατάληξη».

Ο ΕΦΚΑ δεν έδωσε στοιχεία για τις εκκρεμείς συντάξεις

Το Γραφείο σημειώνει πως σε αντίθεση με τις προηγούμενες τριμηνιαίες εκθέσεις, η Έκθεση Β’ Τριμήνου 2020 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δεν περιέχει στοιχεία εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης και την εκτιμώμενη δαπάνη τους. “Δυστυχώς, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας προς τις αρμόδιες υπηρεσίες και στη συνέχεια τον Διοικητή του ΕΦΚΑ, δεν λάβαμε τα συγκεκριμένα στοιχεία όπως διαμορφώθηκαν στο τέλος Ιουνίου 2020, ούτε και καμία εξήγηση για αυτό”.

Σημειώνεται πως σύμφωνα με πηγές του Γραφείου τα τελευταία στοιχεία του ΕΦΚΑ για τον Μάρτιο έδειχναν πως είχαν αυξηθεί στις 160.959 οι εκκρεμείς αιτήσεις για συντάξεις από 151.356 ένα τρίμηνο πριν. Επίσης οι ληξιπρόθεσμες για τις οποίες δόθηκαν στοιχεία (είναι οι εκκρεμείς πάνω από 90 ημέρες) έφτασαν τον Ιούνιο στις 117.876 από 105.850 στο τέλος Μαρτίου του 2020.

Σε νεότερη ανακοίνωσή του το Γραφείο αναφέρει πως «μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, λάβαμε απαντητική επιστολή από τον ΕΦΚΑ που επικαλείται τεχνικά προβλήματα στην παροχή των στοιχείων και δεσμεύεται για την αποκατάσταση της ροής τους. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επιθυμεί τη συνέχιση της συνεργασίας που είχε μέχρι πρότινος με τον ΕΦΚΑ και την παροχή στοιχείων που συνδέονται άμεσα με την παρακολούθηση των δημοσιονομικών μεγεθών της Γενικής Κυβέρνησης. Ουδέποτε στο παρελθόν είχαμε συναντήσει παρόμοιο πρόβλημα από τις δημόσιες υπηρεσίες και φορείς που συνεργαζόμαστε και μας παρέχουν ανελλιπώς τα στοιχεία που χρειαζόμαστε».

Το Γραφείο αναφέρει πως η ύφεση που είχε προβλέψει  ήταν μεν κοντά στο αποτέλεσμα αλλά ήταν μεγαλύτερη: αντί για 13,7% αρχικής πρόβλεψης, διαμορφώθηκε στο 15,2% το Β τρίμηνο

Έτσι, προβλέπεται σε συνδυασμό με τη μείωση του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο ότι η επίδοση συνολικά το 2020 θα είναι πιθανόν χειρότερη από την αναμενόμενη με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Το γραφείο πάντως επιμένει επισήμως στην πρόβλεψη του Απριλίου περί 3 σεναρίων για την υγειονομική κρίση (καλό, μέτριο και δυσμενές για επαναφορά της οικονομίας σε 8 τρίμηνα) με εκτίμηση για πτώση του ΑΕΠ κατά 4,4%, 8,5% και 9,4% αντίστοιχα.

Ένας ακόμη κίνδυνος, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, είναι το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και του φόβου να ανακοπεί η τάση μείωσης. Ζητούνται παρεμβάσεις όχι μόνο για την αντιμετώπιση της ύφεσης αλλά και για δραστήρια κοινωνική πολιτική και για μία πολιτική στην αγοράς εργασίας που θα περιορίζει τους μακροχρόνια ανέργους.

Αναλυτικά, το Γραφείο αναφέρει πως κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν οι δραματικές συνέπειες της πανδημίας στην ελληνική οικονομία. Η πρωτοφανής ύφεση της τάξης του 15,2% σε ετήσια βάση αποτελεί την κύρια εκδήλωση της διαταραχής που προκάλεσαν τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του COVID-19.

Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας ήταν οριακά εντονότερη από την πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού τον Απρίλιο (-13,7%) κάτι που «σε συνδυασμό με τη μικρή ύφεση που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο και δεν είχε συμπεριληφθεί στις προβλέψεις μας, υποδηλώνει την επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας πέραν του αναμενομένου».

Παράλληλα με τη μείωση του ΑΕΠ, καταγράφηκε μείωση του πληθωρισμού σε αρνητικά επίπεδα (κοντά στο -2% από τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο) και σημαντική επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (από έλλειμμα 4 δισ. σε έλλειμμα 7 δισ.). Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας στο 18,3% είναι μάλλον συγκρατημένη για το ύψος της ύφεσης, αναφέρεται. Επισημαίνεται πως “η σημαντική μείωση των προσλήψεων φαίνεται να αντισταθμίζεται από τη μείωση των απολύσεων όσο παραμένουν σε ισχύ οι υποχρεώσεις διατήρησης των θέσεων εργασίας”.
Εκτιμήσεις

Στο επόμενο διάστημα αναμένεται να αρχίσει η σταδιακή επαναφορά της οικονομίας στα φυσιολογικά της επίπεδα. Ωστόσο, η αναζωπύρωση των κρουσμάτων από τον Αύγουστο και η χαμηλότερη του αναμενομένου πορεία του τουρισμού αυξάνουν την αβεβαιότητα για την έκταση και τη διάρκεια της κρίσης και δεν επιτρέπουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. «Επισημαίνουμε επίσης ότι η άρση των περιορισμών για τις απολύσεις ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση της ανεργίας στο επόμενο διάστημα» αναφέρεται.
Δημοσιονομικά

Σύμφωνα με το Γραφείο, τα δημοσιονομικά στοιχεία καταγράφουν σημαντική επιδείνωση, με το πρωτογενές αποτέλεσμα του επτάμηνου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 να διαμορφώνεται σε έλλειμμα 7,7 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος περίπου 1 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιδείνωσης, (δηλαδή σχεδόν τα 8 από τα 8,7 δισ. ευρώ), προέρχεται από την εφαρμογή των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Με δεδομένο ωστόσο ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των μέτρων αφορά αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δεν είναι ακόμα εφικτός ο εντοπισμός του μέρους εκείνου της δημοσιονομικής επιδείνωσης που προέρχεται από την ίδια την ύφεση και την επίπτωσή της στα δημόσια έσοδα, αναφέρεται.

Εξηγείται πως η επιδείνωση αυτή δεν έχει μεγάλη σημασία βραχυπρόθεσμα, καθώς οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας, όπως και ολόκληρης της Ευρωζώνης, είναι σε αναστολή και η φερεγγυότητα του ελληνικού δημοσίου δεν έχει πληγεί, όπως φαίνεται από τις χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων.

Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, και σε συνδυασμό με τη μείωση του ΑΕΠ, η δημοσιονομική επιδείνωση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ. Όσο τα ειδικά μέτρα της ΕΚΤ παραμένουν σε ισχύ, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου διατηρούνται χαμηλά και επιτρέπουν την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.

Θετικά επίσης επιδρούν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών, τα χαμηλά επιτόκια για τα δάνεια του επίσημου τομέα καθώς και το υψηλό ταμειακό απόθεμα. Με δεδομένο όμως ότι τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ και η αναστολή των δημοσιονομικών στόχων δεν θα διατηρηθούν εσαεί, είναι σημαντικό να υπάρξει μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.

«Το παραπάνω θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση στο επόμενο διάστημα καθώς θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, τα επεκτατικά μέτρα δεν πρέπει να περιοριστούν σε μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές αλλά και σε δημόσια κατανάλωση και επένδυση, καθώς τα τελευταία έχουν ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ» αναφέρεται.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης