Ένα εκρηκτικό μείγμα 3 χρεών που θα πρέπει να διαχειριστεί η ελληνική οικονομία αναδεικνύει η Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Υπολογίζει σε 130 δισ. ευρώ τις οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία και εφορίες (31 συν 99 δισ. ευρώ αντίστοιχα), ποσό στο οποίο προστίθενται τα 95 δισ. “κόκκινων” οφειλών προς τράπεζες και τα 330 δισ. ευρώ του κρατικού χρέους.

Στην έκθεση που είναι η πρώτη που γίνεται υπό τη νέα σύνθεση του Γραφείου με Συντονιστή τον Φραγκίσκο Κουτεντάκη, ζητείται να δοθεί τέλος στις γενικευμένες ρυθμίσεις οφειλών καθώς εκτιμάται ότι αποδυναμώνουν τη συμμόρφωση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αναφέρει ότι «η αυστηρότητα των φορολογικών και ασφαλιστικών αρχών στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα και να αποφεύγονται γενικευμένες “ευνοϊκές” ρυθμίσεις που δημιουργούν κίνητρα καθυστέρησης πληρωμών και προσδοκίες ευνοϊκής αντιμετώπισης και αναβολής των προστίμων, αποδυναμώνοντας τη φορολογική και ασφαλιστική συμμόρφωση».

Επίσης επισημαίνεται ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις των επιμέρους ρυθμίσεων θα πρέπει να ακολουθούν ενιαίους και διαφανείς κανόνες που θα καθορίζονται σε κεντρικό επίπεδο και θα εφαρμόζονται με σχετικά αυτόματο τρόπο.

Ελάχιστη συναίνεση και ακριβό χρέος

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι συντάκτες της έκθεσης μιλούν για προκλήσεις που «θα χρειαστούν καλοσχεδιασμένες παρεμβάσεις και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την οικονομία. Κυρίως όμως θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει την θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση».

Εκτιμούν και ότι θα είναι πιο ακριβή η έξοδος λόγω των προαπαιτούμενων με τα οποία θα συνδεθούν οι παρεμβάσεις στο χρέος γιατί θα επηρεάσουν τις αγορές.
«Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα» επισημαίνεται.

Οι κίνδυνοι

Αναφέρεται ότι «οι προσδοκίες για τη χώρα μας είναι θετικές. Το 2018 αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κοντά στο 2% ενώ ήδη αρκετοί βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών παρουσιάζουν θετική εικόνα».

«Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι που συνδέονται με το εξωτερικό περιβάλλον και ειδικότερα με: πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενου προστατευτισμού, ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες» επισημαίνεται.

«Προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής» επισημαίνεται στην έκθεση.

Νέο, άδηλο ακόμη, πλαίσιο εποπτείας

Μάλιστα, γίνεται σαφές ότι «η ολοκλήρωση του προγράμματος και ο τερματισμός της χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα, θα οδηγήσουν στον καθορισμό ενός νέου πλαισίου εποπτείας… Με δεδομένο ότι το επίσημο πλαίσιο για την “Άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα” του κανονισμού 472/2013 δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές, οι ακριβείς όροι θα καθοριστούν από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα ολοκληρωθεί στους επόμενους μήνες».

«Από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων. Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος».

Να μην υπάρχει εφησυχασμός

«Η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Στο εφεξής, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. Κάθε ένας από τους επιμέρους τομείς που την απαρτίζουν (δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αντιμετωπίζει τις δικές του ανοιχτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις» επισημαίνεται.

Πιέσεις από τα πλεονάσματα

Η έκθεση κάνει σαφές ότι τα υπερ-πλεονάσματα… βλάπτουν.

«Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η δημοσιονομική σταθεροποίηση είχε σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τους πολίτες της χώρας.

Εξ ορισμού, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα δείχνει το καθαρό αποτέλεσμα των συναλλαγών της γενικής κυβέρνησης με τον ιδιωτικό τομέα (κυρίως τον εγχώριο). Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερο το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο περισσότεροι οι πόροι που αφαιρούνται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Συνεπώς, η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές πλευρές της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης θα πρέπει να τεθούν ανοιχτά στον δημόσιο διάλογο και να επιτευχθεί μια ισορροπία ανάμεσα αφενός στην ανάγκη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους και αφετέρου στην ανάγκη στήριξης της ιδιωτικής οικονομίας» αναφέρεται.

Για την αξιολόγηση επισημαίνεται επίσης ότι «η αποφυγή εντάσεων στις διαπραγματεύσεις και καθυστερήσεων στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων είναι κρίσιμη προϋπόθεση ώστε να μην διαταραχθεί το θετικό κλίμα και να μην υπάρξει επιστροφή της αβεβαιότητας.

Η ομαλή ολοκλήρωση του προγράμματος εφόσον συνδυαστεί με την ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το δημόσιο χρέος θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και ενδεχομένως να οδηγήσει σε υψηλότερους του αναμενομένου ρυθμούς ανάπτυξης».

Αναφέρεται και σε εξωγενείς κινδύνους. Επισημαίνει ότι «υπάρχουν και εξωτερικοί κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας οι οποίοι συνδέονται με την αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, μια ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω του αυξανόμενου προστατευτισμού καθώς και ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου λόγω ταχύτερης εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες».

Υποβάθμιση εργαζομένων

Επισημαίνεται επίσης ότι «ένα επιπλέον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η οικονομία είναι η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, δηλαδή του εργατικού δυναμικού που απασχολείται ή είναι διατεθειμένο να απασχοληθεί ως βασικός συντελεστής στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία.

Αυτή η υποβάθμιση είναι συνέπεια αφενός της απώλειας εργασιακών δεξιοτήτων που υφίστανται οι μακροχρόνια άνεργοι και αφετέρου της μετανάστευσης ειδικευμένης εργασίας στο εξωτερικό».

Γίνεται σαφές ότι «η υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε συνδυασμό με την υποχώρηση του φυσικού κεφαλαίου λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας.

Η τάση αυτή, εφόσον συνεχιστεί, υπονομεύει τις μεσοπρόθεσμες παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας».

Δημοσιονομική σταθερότητα και σωστές αποφάσεις για τις παροχές

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή θεωρεί προτεραιότητα «τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας με την έννοια της μέγιστης προσοχής, υπευθυνότητας και διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Η αδυναμία ελέγχου των δημόσιων οικονομικών ήταν η βασική αιτία που προκάλεσε μια οδυνηρή κρίση για τους πολίτες της χώρας. Συνεπώς απαιτείται μια αξιόπιστη δέσμευση ότι δεν θα επαναληφθούν οι πρακτικές του παρελθόντος».

Αναφέρεται στην «απόκτηση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού δημοσιονομικού πλαισίου υψηλής ποιότητας είναι συμφέρουσα επένδυση για τους πολίτες. Είναι επίσης αναγκαία συνθήκη για την διατήρηση πλεονασμάτων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά και την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Είναι δεδομένο ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί επιβαρύνουν την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και ενισχύουν τους ανταγωνισμούς συμφερόντων μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Συνεπώς κάθε δημοσιονομικός χώρος είναι πολύτιμος και πρέπει να αξιοποιείται σύμφωνα με τους ευρύτερους στόχους της οικονομικής πολιτικής».

Μιλά για στόχους που «πρέπει να περιλαμβάνουν την παροχή σύγχρονης και αποτελεσματικής κοινωνικής προστασίας, τη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών και της δημόσιας διοίκησης, την αύξηση του φυσικού κεφαλαίου με κίνητρα που ενισχύουν εξωστρεφείς κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου με εκπαίδευση και κατάρτιση ώστε να αυξηθούν οι αμοιβές της ειδικευμένης εργασίας».

Επενδύσεις

Επισημαίνεται ότι «επιπρόσθετος στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η διαμόρφωση συνθηκών που ενθαρρύνουν τόσο την εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα όσο και την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό με την επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, την απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης, την πλήρη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.

Τέλος, θα πρέπει να τυποποιηθούν και να υποστηριχθούν περαιτέρω οι εξωδικαστικές διαδικασίες για τη διαχείριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο και των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να επιταχυνθούν οι ρυθμοί τακτοποίησής τους με αξιοποίηση όλων των εργαλείων, όπως η εθνική εταιρία διαχείρισης δανείων.

Η προστασία των οφειλετών θα πρέπει να διασφαλίζεται με αυστηρά και στοχευμένα κοινωνικά κριτήρια προκειμένου να μην ενθαρρύνονται οι περιπτώσεις στρατηγικών κακοπληρωτών.

Τα παραπάνω μπορούν να συνεισφέρουν στην γρήγορη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στο κλείσιμο του παραγωγικού κενού, σε υψηλότερη απασχόληση αλλά και σε μεγαλύτερους μακροπρόθεσμους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης».

Αύξηση μισθών μόνο με επενδύσεις

Και σύμφωνα με πηγές του γραφείου προϋπολογισμού γίνεται σαφές ότι μόνο μέσα από την ανάπτυξη και τις επενδύσεις θα μπορέσουν, όπως πρέπει, να αυξηθούν πραγματικά οι μισθοί σε εξειδικευμένο προσωπικό.

«Η διατήρηση της αυξητικής τάσης των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα είναι κρίσιμη προϋπόθεση για την αποκατάσταση της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Η αποεπένδυση των τελευταίων ετών έχει μειώσει το κεφαλαιακό απόθεμα και κατά συνέπεια την παραγωγικότητα της εργασίας και τις προοπτικές αύξησης της απασχόλησης και των μισθών» αναφέρεται και στην έκθεση.

ΣΟΣ για ανεργία

Αναφέρεται σε αποκλιμάκωση της ανεργίας, αλλά αναφέρει ότι «με δεδομένο ότι περισσότεροι από δύο στους τρεις άνεργους (72,7%) είναι άνεργοι για περισσότερο από ένα χρόνο, αν η ελληνική οικονομία δεν επιτύχει υψηλούς και κυρίως διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης τα επόμενα χρόνια, η ανεργία θα μειώνεται με αργό ρυθμό, με αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να ταλαιπωρείται για πολλά χρόνια από αυτό το μείζον κοινωνικό πρόβλημα, εξέλιξη που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά, το ασφαλιστικό σύστημα και στο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης