Για τη χαμένη τριετία της ελληνικής οικονομίας, 2014-2017, μίλησε στο πλαίσιο της ημερίδας της e Κύκλος ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, καθηγητής και Ακαδημαϊκός, πρώην επικεφαλής του γραφείου προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή.

Η Ελλάδα έχασε τη μεγάλη ευκαιρία και το momentum του 2014, όταν η συγκυρία ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή και λόγω της χαμηλής τιμής του πετρελαίου αλλά και των χαμηλών επιτοκίων που εξασφάλιζαν υψηλή ρευστότητα και φθηνό ευρώ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μιλώντας σε πάνελ με θέμα την επιστροφή της κανονικότητας μετά την έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης ο κ. Λιαργκόβας περιέγραψε τα μελανά σημεία που τορπιλίζουν την καθαρή έξοδο:

1. Ο Γενικός Δείκτης του χρηματιστηρίου. Η εξέλιξη του δείκτη δεν προεξοφλεί θετικές εξελίξεις. Την τελευταία τριετία, ο δείκτης δεν έχει ξεπεράσει τις 1000 μονάδες, όταν την περίοδο 2013-2014 ήταν στις 1.300-1.400 μονάδες

2. Η απόδοση των κρατικών ομολόγων. Το 10ετές έχει ανακόψει την ανοδική του πορεία από τις αρχές του 2016 και μάλιστα σε μια περίοδο χαμηλών επιτοκίων που καθιστά την έξοδο στις αγορές απαγορευτική. Η απόδοση του 4,7% καθιστά εμφανή τη δυσκολία εξόδου στις αγορές, ενώ παρουσιάζει πολύ υψηλή απόκλιση και σε σχέση με την αντίστοιχη απόδοση άλλων χωρών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε σχέση με την Ιταλία η διαφορά είναι 1,69%, με την Πορτογαλία είναι 2,66% και με την Ισπανία 3,12%. «Μαζεύονται πολλά σύννεφα στην πιο ακατάλληλη στιγμή, όταν εμείς ετοιμαζόμαστε για έξοδο στις αγορές», δήλωσε ο κ. Λιαργκόβας, καταλήγοντας ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει επαναφέρει τη χαμένη αξιοπιστία της και είναι ευάλωτη.

3. Καθυστερεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στο εσωτερικό. Οι καταθέσεις εξακολουθούν το 2018 να είναι 23% λιγότερες σε σχέση με τις αρχές του 2015, ενώ παραμένουν σταθερα κάτω από τα 130 δισ. ευρώ την τελευταία τριετία.

Σε σχέση με το 2014 υπολείπονται κατά 35 δισ. ευρώ.
Ο καθηγητής εξήγησε ότι τα φορολογικά αντικίνητρα και capital controls εμποδίζουν την επιστροφή καταθέσεων -οι καταθέτες δεν εμπιστεύονται ακόμη τα εγχώρια ιδρύματα για τις οικονομίες τους.

4. Δείκτης οικονομικού κλίματος. Ο κ. Λιαργκόβας σημείωσε ότι δεν είναι σε τόσο χαμηλά επίπεδα όσο το 2015, αλλά αφενός η βελτίωση δεν έχει επαναφέρει το δείκτη στα προ του 2015 επίπεδα, αφετέρου έχει επέλθει βελτίωση και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη με αποτέλεσμα η σύγκλιση να είναι πολύ αργή.

Η τροχοπέδη αποτυπώνεται στο δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης που δεν ακολουθεί την ανοδική τάση του οικονομικού κλίματος. Οι Έλληνες είναι οι πιο απαισιόδοξοι ευρωπαίοι, είπε ο κ. Λιαργκόβας και το το απέδωσε στην φορολογική αφαίμαξη, αφού χαρακτηριστικό του γ΄ μνημονίου ήταν η φοροκεντρική λιτότητα

5. Υποχώρηση ανταγωνιστικότητας. Ο καθηγητής επικαλέστηκε στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που δείχνουν ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας καταποντίστηκε το 2017.

Ενώ ακολουθούσε ανοδική πορεία το 2012-2014, από το 2015 και μετά πέφτει συνεχώς. Η μείωση της ανταγωνιστικότητας είναι εξαιρετικά προβληματική αφού η χώρα έχει ανάγκη από επενδύσεις.

6. Ο δείκτης “Doing Business” της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η Ελλάδα κατέλαβε την 67η θέση το 2017 -χειρότερη θέση από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τα Σκόπια- με βασικό πρόβλημα τη φορολογία.

7. Ο δείκτης διαφθοράς. Το 2016 η Ελλάδα χειροτέρεψε τη θέση της κατά 11 μονάδες από το 2015. Κατατάσσεται, μάλιστα, στην τελευταία θέση της ΕΕ, με βαθμολογία χαμηλότερη από αυτή της Μποτσουάνα και της Ναμίμπια

8. Θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτά, σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, στηρίζονται στη φοροκεντρική λιτότητα και έχουν κάνει ζημιά στην πραγματική οικονομία όπως αντανακλάται στη μεταβολή του ΑΕΠ.

«Δεν επαληθεύτηκε η θεωρία του ελατηρίου στη χώρα μας» ανέφερε χαρακτηριστικά και χαρακτήρισε την ανάπτυξη του α’ τριμήνου του 2018 συγκυριακή επειδή βασίζεται αποκλειστικά στην αύξηση των εξαγωγών όταν οι επενδύσεις και η κατανάλωση υποχώρησαν.

9. Ανεργία. Υποχωρεί μεν αλλά τα ποιοτικά στοιχεία προβληματίζουν, είπε ο κ. Λιαργκόβας, επικαλούμενος το brain drain που έχει φτάσει τους 500.000 χιλιάδες πολίτες ή την δραματική αύξηση της ελαστικής απασχόλησης/

10. Ιδιωτικό χρέος. Μπορεί τα φώτα να έχουν πέσει στο δημόσιο χρέος, ωστόσο το ιδιωτικό χρέος προς το δημόσιο είναι υψηλό και αυξάνεται περαιτέρω.

Ο κ. Λιαργκόβας επισήμανε ότι το χρέος προς τις εφορίες ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ ως άθροισμα παλαιού και νέου χρέους, ενώ μεγάλο μέρος είναι ανεπίδεκτο εισπράξεως.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης