Με αύξηση του όγκου και της αξίας παραγωγής έκλεισε το 2017 για τον κλάδο των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών και ειδικά για τα δύο βασικά είδη, την τσιπούρα και το λαβράκι. Το 2018 εκτιμάται ότι η παραγωγή θα παρουσιάσει αύξηση 4,5% και θα ανέλθει στους 117.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακιού.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για τον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας που εξέδωσε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), το 2017 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 112.000 τόνους αξίας σχεδόν 546 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2016 παρατηρείται αύξηση 6,6% ως προς τον όγκο και 0,5% ως προς την αξία πωλήσεων, καθώς η μέση τιμή των δύο ειδών παρουσίασε 6,99% μείωση και ανήλθε στα 4,93 ευρώ το κιλό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αναλυτικότερα παρήχθησαν 64.000 τόνοι τσιπούρας και 48.000 τόνοι λαβρακιού αξίας 294,4 εκατ. ευρώ και 251,5 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Η τσιπούρα αντιστοιχεί στο 57% του όγκου παραγωγής και το λαβράκι στο 43%. Σε σχέση με το 2016 η παραγωγή τσιπούρας αυξήθηκε κατά 4,4% και του λαβρακιού αυξήθηκε επίσης κατά 8,5%. Παρήχθησαν επίσης και 3.070 τόνοι νέων ειδών που αντιστοιχούν στο 3% της συνολικής παραγωγής. Το 2018 εκτιμάται ότι η παραγωγή θα παρουσιάσει αύξηση 4,5% και θα ανέλθει στους 117.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακιού.

Οι τιμές το 2017 παρουσίασαν μείωση και για τα δύο είδη, ιδίως το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας ανήλθε στα 4,6 ευρώ το κιλό, παρουσιάζοντας μείωση 9,09% σε σχέση με το 2016, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης κυμάνθηκε στα 5,24 ευρώ το κιλό, μειωμένη κατά 5,24% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτή η τάση αναμένεται να ενταθεί το 2018 και στα δύο είδη.

Όσον αφορά στις εξαγωγές, το 2017 χαρακτηρίζεται από αύξηση των εξαγωγών, η οποία ήταν αναμενόμενη λόγω της αντίστοιχης αύξησης της ελληνικής παραγωγής. To 2017 εκτιμάται ότι πωλήθηκαν συνολικά περίπου 91.000 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού, εκ των οποίων το 57,34% ήταν τσιπούρα και το 42,66% λαβράκι. Το 2017 οι εξαγωγές ανήλθαν στο 81% της παραγωγής. Όσον αφορά στην κατανομή των εξαγωγών το 98% πωλήθηκε σε χώρες της Ευρώπης και το 2% στη Β. Αμερική και σε τρίτες χώρες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την έκθεση του ΣΕΘ, δημιουργεί έντονο προβληματισμό η αύξηση των μεριδίων αγοράς της Τουρκίας, κύριου ανταγωνιστή της Ελλάδας σε όλες τις παραδοσιακές και νέες αγορές, καθώς οι κρατικές ενισχύσεις που λάμβαναν μέχρι πρόσφατα οι Τούρκοι παραγωγοί, τους επιτρέπουν να διαθέτουν το προϊόν τους σε πολύ χαμηλότερες τιμές. Σε ορισμένες αγορές η διαφορά μπορεί να πλησιάσει και το 1 ευρώ το κιλό, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες άνισου ανταγωνισμού έναντι των Ευρωπαίων παραγωγών.

Tο 2017 στην Ε.Ε. παρήχθησαν συνολικά 100.022 τόνοι τσιπούρας, παρουσιάζοντας αύξηση 7,6% σε σχέση με το 2016 (92.951 τόνοι). Το 2018, η παραγωγή τσιπούρας στην Ε.Ε. εκτιμάται πως θα παρουσιάσει αύξηση 6,86% και θα κυμανθεί στους 106.887 τόνους. Εκτός από τη Γαλλία, οι υπόλοιπες χώρες αναμένεται να παρουσιάσουν αύξηση από 2,2% (Ιταλία) έως και 21,6% (Ισπανία). Η Ελλάδα προβλέπεται να αυξήσει την παραγωγή της κατά 4,5%. Για την ίδια περίοδο η παραγωγή τσιπούρας στην Τουρκία αναμένεται να κυμανθεί στους 80.000 τόνους.

Όσον αφορά στην εξέλιξη της παραγωγής γόνου λαβρακιού, το 2017 σημειώθηκε αύξηση 10% σε σχέση με το 2016 ενώ το 2018, η παραγωγή λαβρακιού στην Ε.Ε. εκτιμάται πως θα παρουσιάσει αύξηση 8,08% και θα κυμανθεί στους 91.138 τόνους. Στην Ελλάδα εκτιμάται αύξηση της παραγωγής κατά 4,17% και θα κυμανθεί στους 50.000 τόνους. Για την ίδια περίοδο η παραγωγή λαβρακιού στην Τουρκία αναμένεται να κυμανθεί στους 85.000 τόνους.

Ο πρόεδρος του ΣΕΘ, Αντ. Χαχλάκης, με αφορμή την έκδοση της ετήσιας έκθεσης δήλωσε πως «ο κλάδος επιβεβαίωσε για άλλη μία φορά τον εξαγωγικό του χαρακτήρα και τη διεθνή αποδοχή των ποιοτικών και με υψηλή διατροφική αξία προϊόντων. Ωστόσο, αν και η έκθεση αποτελεί μία καταγραφή των γεγονότων του έτους που πέρασε, το 2018 ο κλάδος έχει δεχθεί πολύ ισχυρές πιέσεις λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού από τη γείτονα χώρα, καθώς η αυξημένη παραγωγή τους σε συνδυασμό με την υποτίμηση της τουρκικής λίρας έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας. Παρά τις όποιες πιέσεις, ο κλάδος θα διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά του και θα παραμείνει πυλώνας ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης