Τυχαία ή όχι, η Τουρκία προσπαθεί να ξαναγράψει το κεφάλαιο για τη διαχείριση κρίσεων στο βιβλίο των αναδυόμενων αγορών. Αντί να επιλέγει αύξηση των επιτοκίων και μια εξωτερική χρηματοδότηση για τη στήριξη των προσαρμογών της εσωτερικής πολιτικής, υιοθέτησε έναν συνδυασμό λιγότερο άμεσων μέτρων – και αυτό σε μια εποχή που η Τουρκία βρίσκεται στη μέση ενός κλιμακούμενου πολέμου δασμών με τις ΗΠΑ.

Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα θα κρίνει πολλά όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά και για άλλες αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες έχουν ήδη βρεθεί αντιμέτωπες με τον “ιό” της μετάδοσης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι αναλυτές σημειώνουν πως η χώρα την περασμένη εβδομάδα απλώς αγόρασε χρόνο πριν χτυπήσει την πόρτα του ΔΝΤ. Αύξησε τη ρευστότητα στο τραπεζικό της σύστημα, αποκάλυψε ένα σχέδιο άμεσων επενδύσεων από το Κατάρ, ανακοίνωσε την απαγόρευση του σορταρίσματος.

Παράλληλα, ο υπουργός Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, προσπάθησε να καθησυχάσει ένα κοινό 3.000 επενδυτών σε μια τηλεδιάσκεψη, μιλώντας για δημοσιονομική πειθαρχία και διαβεβαιώνοντας ότι η Τουρκία θα βγει ισχυρότερη από την κρίση και ότι οι τουρκικές τράπεζες είναι υγιείς. Αυτό βοήθησε στην ανάκαμψη της λίρας, η οποία έχει απολέσει το 36% της αξίας της έναντι του δολαρίου, φέτος, ωστόσο η απειλή νέων δασμών από τις ΗΠΑ που ακολούθησε ήρθε να ανακόψει την “ευφορία”.

Μπορεί τα πράγματα να δείχνουν καλύτερα από ό,τι μία εβδομάδα πριν, και αυτό αποτυπώθηκε στην αντίδραση των διεθνών αγορών, ωστόσο οι αναλυτές προειδοποιούν πως τίποτα δεν έχει ακόμη τελειώσει σε ό,τι αφορά την τουρκική κρίση. Για να μην υπάρξει επικίνδυνη μετάδοσή της, η χώρα θα πρέπει να προχωρήσει σε πιο αποφασιστικές κινήσεις, με κύρια αυτήν της αύξησης των επιτοκίων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σιγή ιχθύος

Όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, οι δηλώσεις του Αλμπαϊράκ ήταν ένα καλό βήμα, ωστόσο η συνέχιση της αντίθεσης της κυβέρνησης στα υψηλότερα επιτόκια παραμένει ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για τις αγορές.

«Ο υπουργός των Οικονομικών είπε όλα τα σωστά πράγματα, αλλά άλλο είναι τα λόγια και άλλο οι πράξεις», σημειώνει η AXA Investment Managers. Ανέφερε πως οι έλεγχοι κεφαλαίου δεν ήταν μέρος της ατζέντας και ποτέ δεν θα είναι, και αυτό άρεσε στην αγορά.

Ωστόσο, οι απαντήσεις του ήταν προετοιμασμένες, αφού οι ερωτήσεις των επενδυτών προεπιλέχθηκαν από έναν μακρύ κατάλογο. Η BNP Paribas σημειώνει πως ο υπουργός των Οικονομικών προσέφερε κάποια ανακούφιση στην αγορά, ωστόσο, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της οικονομίας που θα ανακοινωθεί τον Σεπτέμβριο θα είναι το “κλειδί” για να δει η αγορά ποια βήματα πραγματικά θα παρθούν από την κυβέρνηση.

Η μεγαλύτερη ανησυχία, όπως τονίζει, είναι η έλλειψη σχεδίου έκτακτης ανάγκης, εάν το χρέος δεν μπορεί να μετακληθεί ή εάν ο βραδύτερος ρυθμός ανάπτυξης επιδεινώσει τα εταιρικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η Τουρκία μπορεί να απαιτήσει μια ισχυρότερη προσαρμογή από αυτήν που σχεδιάζει.

Το πρόβλημα των τραπεζών

Η ανακοίνωση ότι το Κατάρ θα επενδύσει 15 δισεκατομμύρια δολάρια στην Τουρκία για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κρίσης, έδωσε σημαντική ανάσα στις αγορές, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή θα βοηθήσει τη χώρα, καθώς τα κεφάλαια αυτά θα κατευθυνθούν στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Τουρκίας.
Μακροπρόθεσμα, όμως, πολλοί αναλυτές επισημαίνουν πως αυτό που χρειάζεται η χώρα αλλά και οι τράπεζες είναι συμβατικά μέτρα, όπως αύξηση των επιτοκίων.

Αξίζει να σημειώσουμε πως οι τουρκικές τράπεζες είναι αντιμέτωπες με τρία σημαντικά προβλήματα.

– Το πρώτο είναι η τεράστια κλίμακα της πιστωτικής έκρηξης. Ο δείκτης πίστωσης προς ΑΕΠ του ιδιωτικού τομέα της Τουρκίας έχει αυξηθεί κατά 45% τα τελευταία 15 χρόνια.

Συνήθως, οι πιστωτικές αναταράξεις της κλίμακας αυτής οδηγούν σε επιδείνωση της ποιότητας του δανεισμού και στη μετέπειτα άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι που ακόμα δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς τα NPLs στην Τουρκία είναι χαμηλά, περίπου στο 3% των συνολικών δανείων.

Ωστόσο, υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να εξοφλήσουν τα χρέη τους και οι τράπεζες προσπαθούν να τα αναδιαρθρώσουν, ενώ η άνοδος του κόστους δανεισμού και η πιθανή επιδείνωση της οικονομίας μπορεί να προκαλέσουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους.

– Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι ένα σημαντικό μέρος (πάνω από το ένα τρίτο) των τραπεζικών δανείων είναι σε ξένα νομίσματα τα οποία ανήκουν κυρίως σε επιχειρήσεις. Αν και αρκετές από αυτές θα πρέπει να είναι σε θέση να αντισταθμίσουν τους συναλλαγματικούς κινδύνους, ωστόσο, δεν έχουν όλες οι εταιρείες εισοδηματικές ροές εκφρασμένες σε ξένα νομίσματα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, σημαντικό μερίδιο των εγχώριων δανείων σε ξένο νόμισμα έχουν οι εταιρείες του τομέα των κατασκευών, της ακίνητης περιουσίας και της ενέργειας, των οποίων τα έσοδα είναι σε λίρες.

– Τρίτον, μεγάλο μέρος της πρόσφατης πιστωτικής έκρηξης χρηματοδοτήθηκε με δανεισμό από ξένες αγορές.
Μέχρι το 2011, οι τράπεζες ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν τα δάνειά τους εξολοκλήρου από εγχώριες καταθέσεις, οι οποίες τείνουν να είναι μια σχετικά σταθερή μορφή χρηματοδότησης. Ωστόσο, η αύξηση των χορηγήσεων ξεπέρασε την αύξηση των καταθέσεων, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να δανειστούν από το εξωτερικό για να χρηματοδοτήσουν την εγχώρια δανειοδότηση.

Τα δάνεια των τραπεζών υπερβαίνουν σήμερα το μέγεθος των καταθέσεων κατά περίπου 20%. Οι τουρκικές τράπεζες έχουν τώρα ένα μεγάλο βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος –το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο 12% του ΑΕΠ– που θα πρέπει να μετακυλιστεί. Αν όμως η ξένη χρηματοδότηση “στεγνώσει”, τότε θα ξεσπάσει πιστωτική κρίση.

Τεράστια ανάγκη χρηματοδότησης

Παρά την ηρεμία που επικράτησε στις αγορές μετά το ισχυρό sell-off στις αρχές της εβδομάδας, το οποίο “χτύπησε” κυρίως τις αναδυόμενες αγορές και τα assets που θεωρείται ότι ενέχουν το μεγαλύτερο ρίσκο, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η μεταβλητότητα στις αγορές αναμένεται να είναι έντονη στο επόμενο διάστημα και πως οι επενδυτές δεν θα πρέπει να εφησυχάσουν.

«Όταν γίνεται μία μεγάλη κίνηση στις αγορές (όπως το πρόσφατο sell-off) η μεταβλητότητα και προς τις δύο κατευθύνσεις (άνοδο ή πτώση) είναι έντονη», σημειώνει ο John Hardy, επικεφαλής στρατηγικής FX της Saxo Bank.

«Για να καταλήξουμε στο ότι η αναταραχή έχει τελειώσει, θα πρέπει να δούμε ότι η Τουρκία έχει απομονωθεί σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις. Δεν έχουμε ακόμη φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο», τονίζει.

Όπως προειδοποιούν οι αναλυτές, παρά τις υποσχέσεις του υπουργού Οικονομικών, όλα τα βασικά στοιχεία της κρίσης δεν έχουν αντιμετωπιστεί. Η κίνηση του Κατάρ ήταν θετική, ωστόσο η ανάγκη εξωτερικής χρηματοδότησης είναι τεράστια – περίπου 220 δισεκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών. Επίσης, η υπόσχεση της δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν επαρκεί για να αντιμετωπίσει τα πολλά χρόνια υπερθέρμανσης της οικονομίας.

Οι επενδυτές θα συνεχίσουν να ζητούν μια σημαντική αύξηση των επιτοκίων και γνωρίζουν ότι η ζημιά που έχει προκαλέσει η βουτιά της λίρας έναντι του αμερικανικού νομίσματος από τις αρχές του Ιουλίου στις μεγάλες τουρκικές εταιρείες, που έχουν δανειστεί σε δολάρια, δεν έχει ακόμη φανεί. Και πάνω απ’ όλα, υπάρχει η έλλειψη πίστης στην ικανότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να διαχειριστεί την επίλυση της πολιτικής ρήξης με τις ΗΠΑ.

Η έκθεση των τραπεζών

Οι ανησυχίες μετάδοσης της κρίσης είχαν ως επίκεντρο τον τραπεζικό κλάδο της Ευρώπης, και συγκεκριμένα εκείνες τις τράπεζες που έχουν τη μεγαλύτερη έκθεση στην Τουρκία. Το “σήμα” που έστειλε η ΕΚΤ ότι ανησυχεί για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η τουρκική κρίση στις ευρωπαϊκές τράπεζες, οδήγησε σε σημαντικές πιέσεις των μετοχών τους.

Ωστόσο, οι αναλυτές εμφανίστηκαν καθησυχαστικοί, σημειώνοντας πως οι επιπτώσεις είναι διαχειρίσιμες ακόμα και στο χειρότερο σενάριο, υπό το οποίο οι τράπεζες αυτές θα πρέπει να διαγράψουν τις δραστηριότητές τους και να φύγουν από τη χώρα.

Αξίζει να σημειώσουμε πως η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στην Τουρκία αγγίζει τα 140 δισ. ευρώ, με την ισπανική BBVA, την ιταλική Unicredit, τη γαλλική BNP Paribas, την ολλανδική ING και τη βρετανική HSBC να είναι οι πιο ευάλωτες στην πτώση στης λίρας.

Όπως σημείωσε η Moody’s, οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες παρουσιάζουν περιορισμένη έκθεση στην τουρκική οικονομία και το όποιο ρίσκο κρίνεται “διαχειρίσιμο”, χάρη στην κεφαλαιακή επάρκεια και τα κέρδη που διαθέτουν.

«Η BBVA, η BNPP και η UniCredit διέθεταν ικανοποιητικές κεφαλαιακές θέσεις στα τέλη Ιουνίου 2018 και είναι σε θέση να απορροφήσουν τις ζημίες από τις τουρκικές τους δραστηριότητες. Η μείωση του δείκτη CET1 θα είναι αμελητέα για τις BNP και UniCredit και θα αντιστοιχεί σε μόλις 36 μονάδες βάσης για την BBVA».

Οι αναλυτές της J.P. Morgan και της Deutsche Βank υπολόγισαν τις επιπτώσεις της τουρκικής κρίσης στις πέντε ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν τη μεγαλύτερη έκθεση στη χώρα.

Η J.P. Morgan θεωρεί ότι στο δυσμενές σενάριο το χτύπημα στα κεφάλαια θα ήταν «σημαντικό, αλλά διαχειρίσιμο» για τις ING και BBVA, ο κεφαλαιακός δείκτης της UniCredit δεν κινδυνεύει, αλλά, αντίθετα, θα “κέρδιζε” 59 μονάδες βάσης, ενώ στην BNP Paribas θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο.

Η Deutsche Bank τοποθετεί τις απώλειες ιδίων κεφαλαίων στο 12% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της BBVA, στο 4% για τη UniCredit και την ING και κάτω από 2% για την BNP Paribas. Για την HSBC η Deutsche Bank εκτιμά ότι στο χειρότερο σενάριο θα χάσει 400 εκατ. δολ. ή 0,3% των κεφαλαίων της.

Τι πρέπει να κάνει η Τουρκία για να ηρεμήσουν οι επενδυτές

Η J.P. Morgan σημειώνει ότι οι κινήσεις των τουρκικών αρχών έδειξαν ότι είναι δεσμευμένες να σταθεροποιήσουν το νόμισμα με τεχνικά μέτρα, όπως ο περιορισμός των ανταλλαγών συναλλάγματος και η ακύρωση των δημοπρασιών repos για να ωθήσουν το μέσο σταθμικό κόστος χρηματοδότησης, ωστόσο, ταυτόχρονα, οι τουρκικές αρχές είναι απρόθυμες να υιοθετήσουν ορθόδοξες πολιτικές, γεγονός το οποίο θα μπορούσε τελικά να περιορίσει την αποτελεσματικότητα των τεχνικών εργαλείων.

Όπως τόνισε εκπρόσωπος του ΔΝΤ, η Τουρκία πρέπει να εφαρμόσει ορθές οικονομικές πολιτικές για να αποκατασταθεί η σταθερότητα και να μειωθούν οι ανισορροπίες σε μια συγκυρία αναταραχής στις αγορές. Ωστόσο, αν και σημείωσε πως δεν υπάρχει ουδεμία ένδειξη ότι η κυβέρνηση της Τουρκίας εξετάζει το ενδεχόμενο να ζητήσει οικονομική στήριξη από το Ταμείο, το Ταμείο εντούτοις «παρακολουθεί στενά την κατάσταση στη χώρα».

Η νέα κυβέρνηση της Τουρκίας θα χρειαστεί να επιδείξει δέσμευση σε ορθές οικονομικές πολιτικές για να προωθήσει τη μακροοικονομική σταθερότητα και να μειώσει τις ανισορροπίες, καθώς και να εγγυηθεί την πλήρη επιχειρησιακή ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, σημειώνει το Ταμείο.

Σύμφωνα με την Berenberg, η Τουρκία πρέπει να κάνει τέσσερις αλλαγές για να πείσει τις αγορές ότι θα αντιμετωπίσει την κρίση.

Πρώτον, η χώρα χρειάζεται μια πραγματικά ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας –που σημαίνει η ικανότητά της να ακολουθήσει μία πολιτική που θα μπορούσε να προκαλέσει μακροπρόθεσμο κέρδος– θα έκανε την αλλαγή πολιτικής πιο αξιόπιστη. Δεύτερον, πρέπει να υπάρξει δημοσιονομική σύνεση:

Στις αναδυόμενες αγορές, οι νομισματικές υπερβάσεις αντανακλούν συχνά προηγούμενες δημοσιονομικές επιλογές. Επομένως, η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να συμπληρωθεί από μια βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική. Διαφορετικά, οι αγορές θα ανησυχούν ότι το αυξανόμενο χρέος θα γίνει πάλι βάρος της κεντρικής τράπεζας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η στροφή της νομισματικής πολιτικής δεν θα ήταν αρκετά αξιόπιστη για πολύ καιρό.

Τρίτον, σύμφωνα με την Berenberg, θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές προσώπων σε θέσεις-κλειδιά. Ο διορισμός κεντρικών τραπεζιτών και ενός υπουργού Οικονομικών που δημιουργούν εμπιστοσύνη –και οι οποίοι θεωρούνται ότι μπορούν να αντέξουν σε πολιτικές πιέσεις– θα μπορούσε να σημάνει ότι η Τουρκία είναι σοβαρή για μια αλλαγή πολιτικής.

Ο σημερινός υπουργός Οικονομικών, ο οποίος είναι γαμπρός του προέδρου της χώρας, δεν ταιριάζει εύκολα στην περιγραφή αυτή.

Τέλος, πρέπει να υπάρξει επίλυση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.: Οι κυρώσεις των ΗΠΑ δεν αποτελούν την αιτία των εγχώριων οικονομικών προβλημάτων της Τουρκίας. Απλώς πυροδότησαν το πιο πρόσφατο sell-off. Ωστόσο, η εξυγίανση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. θα βοηθούσε με δύο τρόπους.

Πρώτον, ακριβώς επειδή ο Ερντογάν μπορεί να βρει ότι είναι τόσο δύσκολο να χαλαρώσει τις πολιτικές που τον έκαναν να έρθει σε δύσκολη θέση με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., η μετατόπιση της προσέγγισής του προς τις ΗΠΑ και στην Ε.Ε. θα μπορούσε να σημάνει ότι είναι σοβαρός και για μια αλλαγή στις οικονομικές πολιτικές.

Δεύτερον, οι ανησυχίες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. για την Τουρκία επικεντρώνονται εν μέρει στις αυθαίρετες κρατήσεις στη χώρα. Οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί ως βελτίωση του κράτους δικαίου στην Τουρκία, μπορεί να την κάνει λίγο πιο ελκυστική για ξένες άμεσες επενδύσεις ξανά.

Με πληροφορίες Capital

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης