Η πορεία της ελληνικής οικονομίας βρέθηκε στο επίκεντρο συζήτησης στο συνέδριο eKyklos με θέμα «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης».
Ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος MYTILINEOS, έκανε αναδρομή στις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου και αναφέρθηκε ειδικότερα στην «πονεμένη ιστορία» της βιομηχανίας στην Ελλάδα και πώς «ξεχειλώθηκε η οικονομία».
Παράλληλα υπογράμμισε πως «οι τράπεζες έχουν τώρα μια μοναδική ευκαιρία, λόγω υψηλών επιτοκίων ΕΚΤ και χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, για να δημιουργήσουν κεφαλαιακό απόθεμα που είναι υπεραπαραίτητο, ώστε να μπορέσουν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τις ευρωπαϊκές. Μετέφερε το επόμενο ορόσημο για την Ελλάδα στο 2032 τονίζοντας πως μέχρι τότε θα πρέπει να έχει ανέβει σημαντικά το ΑΕΠ της χώρας.
Ο κ. Μυτιληναίος υπογράμμισε και το θετικό μομέντουμ για τη χώρα έναντι της Ευρώπης λέγοντας «το μομέντουμ είναι θετικό για τη χώρα. Το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι αρνητικό». Συγκεκριμένα, είπε ότι η Ευρώπη θα επιβαρυνθεί υπέρμετρα από τις αμυντικές δαπάνες και το κόστος της πράσινης μετάβασης. Στο πλαίσιο αυτό, όπως είπε, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να συγχρονίσουν την πράσινη μετάβαση με τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας.
Ο πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης, από την πλευρά του, τόνισε ότι πρέπει να καταλάβουν όλοι οι πολίτες γιατί ήρθε η κρίση.
«Ήρθε απ’ εξω η κρίση και ακόμα δεν έχει γίνει μια σοβαρή συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα» ανέφερε συμπληρώνοντας πως πρέπει να υπάρξει επένδυση στον οικονομικό εγγραματισμό. Εστιάζοντας στην ελληνική οικονομία, σημείωσε ότι υπολείπεται σημαντικά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την αύξηση των επενδύσεων προκειμένου να ενισχυθεί οικονομία.
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, εξέφρασε τον προβληματισμό του πως η ελληνική οικονομία αν και έχει προοδεύσει τα τελευταία 50 χρόνια, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης, ήταν χαμηλός στο 0,9% με το δημογραφικό να είναι θετικό ενώ πλέον τα επόμενα 10-20 χρόνια θα πρέπει να ανέβει στο 2,5% με αρνητικό δημογραφικό.
«Εάν είχαμε κλείσει τους λογαριασμούς με την κρίση το 2015, το σημερινό ΑΕΠ θα ήταν τουλάχιστον 10-15% υψηλότερο. Θα ήμασταν σε πολύ διαφορετική κατάσταση εάν είχαμε καταφέρει να έχουμε τους μέσους όρους ανάπτυξης της Ευρώπης θα ήμασταν από τις πιο πλούσιες χώρες», ανέφερε. Ο ίδιος υπογράμμισε ότι θα πρέπει να δούμε πώς χειριστήκαμε την κρίση και πώς το χειρίστηκαν οι άλλες χώρες, και χρειάστηκαν τρία προγράμματα και 13 χρόνια εκτός επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα, τονίζοντας ότι πλέον θα πρέπει να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο που οδήγησε τη χώρα σε χαμηλότερη τροχιά ανάπτυξης από αυτή που θα μπορούσε να έχει.
Ωστόσο επισήμανε πως «το πιο ελπιδοφόρο σημείο των τελευταίων ετών είναι ότι έχουμε μια συστηματική αύξηση των εξαγωγών. Ακόμα και εκτός των πετρελαιοειδών που προσελκύουν και εισαγωγές, υπάρχουν επιχειρήσεις μεγάλες και μικρές που διασυνδέθηκαν μέσα στην κρίση με τη διεθνή αγορά. Οι εξαγωγές έχουν ουσιαστικά διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια».
Από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας τόνισε πως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί την οικονομία και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που έχει ανάγκη για τα επόμενα χρόνια.
«Το επιβεβαιώνουν άλλωστε όλες οι εκθέσεις των διεθνών οίκων το τελευταίο διάστημα». Πολύ πρόσφατα, σημείωσε, η S&P αναβάθμισε και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισημαίνοντας ότι “αυξημένες επενδύσεις, βελτίωση στην αγορά εργασίας και βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών χάρη στην εξομάλυνση του τραπεζικού συστήματος” είναι οι παράγοντες που θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.
Εστιάζοντας στο τι σημαίνει αυτή η εξομάλυνση για την οικονομία, ο κ. Καραβίας σημείωσε ότι όλα τα μεγάλα έργα υποδομής, η ενεργειακή μετάβαση της οικονομίας, ο ψηφιακός της μετασχηματισμός και η διοχέτευση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης στις επιχειρήσεις, όλα πραγματοποιούνται μέσω του τραπεζικού συστήματος, σχεδόν αποκλειστικά. «Ήδη οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας μας και οι μεγαλύτερες από τις ΜΜΕ δανείζονται πλέον με περιθώρια που είναι αντίστοιχα ή και χαμηλότερα από τα αντίστοιχα σε ευρωπαϊκές χώρες ή τη Β. Αμερική».