Σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση είναι οι Έλληνες, που σε σχετική έρευνα της Eurostat δηλώνουν ότι αισθάνονται φτωχοί οι επτά στους δέκα και το χειρότερο η σχετική έρευνα αντανακλά τις αρνητικές σκέψεις για το μέλλον.

Στο πλαίσιο της έρευνας για τις συνθήκες διαβίωσης το 2022, σχεδόν επτά στους δέκα Ελληνες (το 68,4%) αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί, πολύ περισσότεροι από τους Βούλγαρους (40,4%) και του Κύπριους (29,5%) που είναι στη δεύτερη και την τρίτη θέση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πάνω από τα τέσσερα πέμπτα (το 81,6%) των Ελλήνων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο χαρακτηρίζονται ως φτωχοί, με το αντίστοιχο ποσοστό όσων έχουν μεσαίο επίπεδο μόρφωσης να φτάνει κοντά στο 70%.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι και σχεδόν ένας στους δύο με υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο θεωρούν ότι είναι φτωχοί.

Τα υποκειμενικά ποσοστά φτώχειας είναι υψηλότερα σε 26 χώρες της ΕΕ για όσους έχουν χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο σε σχέση με όσους έχουν μεσαίο ή υψηλότερο επίπεδο, αλλά πολύ χαμηλότερα σε σχέση με της Ελλάδας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Είναι χαρακτηριστικό ότι το υποκειμενικό ποσοστό φτώχειας για όσους έχουν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης ήταν 29,5% στο σύνολο της ΕΕ, 18% για τα άτομα με μεσαίο μορφωτικό επίπεδο και μόλις 9,2% για τα ανώτερα μορφωτικά στρώματα.

«Υποκειμενικά φτωχός» θεωρείται ένας στους τρεις Ευρωπαίους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο

Ένας στους τρεις Ευρωπαίους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο θεωρείται υποκειμενικά φτωχός, έναντι τέσσερις στους πέντε Έλληνες, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.

Το 2022, το 29,5% του πληθυσμού της ΕΕ με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (με απολυτήριο γυμνασίου και όχι λυκείου), θεωρείται υποκειμενικά φτωχό. Το ποσοστό αυτό είναι πάνω από τρεις φορές χαμηλότερο (9,2%) για τα άτομα με υψηλή εκπαίδευση (τριτοβάθμια εκπαίδευση) ενώ για τα άτομα με μέσο μορφωτικό επίπεδο (απολυτήριο λυκείου χωρίς τριτοβάθμια εκπαίδευση) ήταν 18%.

Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (81,6%) που θεωρούνταν φτωχά. Ακολουθούν η Βουλγαρία (67,9%) και η Σλοβακία (53,3%). Τα χαμηλότερα νούμερα καταγράφονται στη Φινλανδία (7,3%), στο Λουξεμβούργο (10,0%) και στη Σουηδία (11,3%).

Επίσης, στην Ελλάδα καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, ατόμων με μεσαίο και υψηλό μορφωτικό επίπεδο που θεωρούνται υποκειμενικά φτωχά, με ποσοστά 70% και 49% αντιστοίχως.

Τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ ανέφεραν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων πληθυσμού με υψηλή και χαμηλή εκπαίδευση. Η διαφορά ήταν τουλάχιστον 20 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) σε 12 χώρες. Οι πιο αξιοσημείωτες διαφορές ήταν στη Βουλγαρία (47,7 π.μ.), την Ουγγαρία (41,5 π.μ.) και τη Σλοβακία (39,5 π.μ.) και οι χαμηλότερες στη Φινλανδία (4,5 π.μ.), τη Δανία (5,9 π.μ.) και τη Σουηδία (7,1 π.μ.).

Σημειώνεται ότι «υποκειμενική φτώχεια» είναι η αντίληψη του ατόμου για την οικονομική και υλική του κατάσταση. Είναι μια αντίληψη που βασίζεται σε αποτελέσματα από τις στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC) και σε συλλογή δεδομένων από όλα τα μέλη της ΕΕ, καθώς και από τις περισσότερες χώρες της ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών) και τις υποψήφιες χώρες.

Ο δείκτης αυτός αξιολογεί την αντίληψη των ερωτηθέντων για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το νοικοκυριό του να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις. Η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της υλικής ευημερίας των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων, των δαπανών, του χρέους και του πλούτου.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης