Οι καταναλωτές σκέφτονται να αντιδράσουν στον πληθωρισμό με αλλαγή διατροφικών συνηθειών, με περισσότερες αγορές προσφορών, με μείωση της κατανάλωσης και με αναβολή ή αποφυγή ορισμένων αγορών. Αυτό προκύπτει από έρευνα που παρουσιάστηκε σήμερα στο συνέδριο του ΙΕΛΚΑ.
Όπως ανέφερε ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και Επιστημονικός Σύμβουλος ΙΕΛΚΑ Γεώργιος Δουκίδης, αν και διατυπώνεται, γενικά, μια συγκρατημένη αισιοδοξία για τα Χριστούγεννα στην κατανάλωση, ωστόσο, οι καταναλωτές υπολογίζουν πολύ το κόστος για να προχωρήσουν σε αγορές και τα στοιχεία δείχνουν ότι ξοδεύουμε 25% παραπάνω από το εισόδημα μας κι αυτό το επιπλέον 25% τροφοδοτείται από δανεισμό, κάρτες ή από αποταμίευση.
Ο κ. Δουκίδης υπογράμμισε ότι αυτή η τάση δειχνει την πορεία της κατανάλωσης για την τριετία.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με δείγμα 1.000 καταναλωτών, από τις 9 έως 11 Νοεμβρίου 2022 και αφορούσε, ανάμεσα σε άλλα θέματα, και στην επίδραση των ανατιμήσεων, του πολέμου στην Ουκρανία και της πανδημίας κορονοϊού, στις καταναλωτικές συνήθειες στην Ελλάδα.
Από τις απαντήσεις, προκύπτει ότι το 81% του κοινού έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.ά. Ποσοστό 66% δηλώνει ότι έχει μειώσει την κατανάλωση ρεύματος, ενώ 62% του κοινού δηλώνει ότι έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο.
Το 55% δηλώνει ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου. Το 25% δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του. Το 20% έχει αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεών του.
Ποσοστό 15% δηλώνει ότι έχει αυξήσει τον χρόνο εργασίας ή έχει βρει δεύτερη εργασία προκειμένου να αυξήσει το εισόδημά του, ενώ το 10% έχει αυξήσει τη χρήση πιστωτικών καρτών για να καλύψει τις αγορές του. Μόλις 9% του κοινού δηλώνουν ότι δεν έχουν λάβει απολύτως κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων.
Σε ό,τι αφορά στο ηλεκτρονικό εμπόριο διαγράφεται σταθεροποίηση σε αυτό τον τρόπο αγορών γύρω στο 35% του συνόλου των αγορών και για τις αγορές αγορες τροφίμων η ηλεκτρονική αγορά σταθεροποιείται στο 10%.
Για τα αιτία της ακρίβειας οι καταναλωτές την αποδίδουν σε εξωγενείς παράγοντες αλλά και στην κερδοσκοπία και στον υψηλό ΦΠΑ.
Σχετικά με το καλάθι του νοικοκυριού το 50% αγοράζει από το καλάθι με μεγάλο μέρος των καταναλωτών να θεωρεί θετική την πρωτοβουλία και 1 στους 3 να θεωρεί ότι πρέπει να αυξήσουν τις δράσεις και να ενταχθούν κι άλλοι κλάδοι.
Από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Νίκος Βέττας, σημείωσε ότι προκύπτει μικρή βελτίωση του οικονομικού κλίματος τον Νοέμβριο.
Αναφερόμενος στις τιμές, ο κ. Βέττας είπε «δεν φαίνεται καμία τάση μετριασμού στις τιμές προς το παρόν» επισημαίνοντας παράλληλα ότι το τελευταίο διάστημα υπάρχει μια διάσταση ανάμεσα στις τιμές στο ράφι και στις τιμές παραγωγού, με τις τιμές παραγωγού να αυξάνονται λιγότερο έντονα από τις τιμές λιανικής.
Ο ίδιος σημείωσε ότι στην Ελλάδα είχαμε μικρότερη πτώση κατανάλωσης από το μέσο όρο της Ευρώπης, κατα το διάστημα των μέτρων για την πανδημία, κι αυτό σχετίζεται με τα μέτρα στήριξης ενώ τόνισε ότι λόγω υπογεννητικότητας αλλάζουν και τα στοιχεία της κατανάλωσης.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πόσο ευάλωτα είναι τα ελληνικά νοικοκυριά στις αυξήσεις τιμών και είπε ότι στη χώρα το τελευταίο διάστημα έχουμε εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό, το 1/3 εκ του οποίου προέρχεται από τις αυξήσεις στην ενέργεια και το υπόλοιπο από τις ευρύτερες αυξήσεις.
«Αυτό πρέπει να προβληματίσει γιατί τα ελληνικά νοικοκυριά είναι ευάλωτα», ανέφερε σημειώνοντας πως «το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν έχει τη δυνατότητα να θερμανθεί επαρκώς στα χρόνια της κρίσης ήταν 1 στα 3, ποσοστό το οποίο έχει πέσει κάτω 1 στα 5 αλλά είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη». Ανέφερε δε ότι η κατανάλωση δεν έχει πολλές οδούς διαφυγής όταν τα νοικοκυριά είναι πιεσμένα.