Σταθερές διατηρούνται, σε γενικές γραμμές, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων για το επόμενο εξάμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας «Βαρόμετρο ΚΕΕΕ», αλλά η ακρίβεια εξακολουθεί να αποτελεί βασικό παράγοντα που τροφοδοτεί το κλίμα απαισιοδοξίας και αβεβαιότητας σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης.
Αυτό προκύπτει από την περιοδική πανελλαδική έρευνα οικονομικής συγκυρίας, που αφορά σε επιχειρήσεις των τεσσάρων τομέων της οικονομίας και στους καταναλωτές, της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας (ΚΕΕΕ) την οποία διεξήγαγε η «PALMOS ANALYSIS».
Διαπιστώνεται ότι το 21% των επιχειρήσεων, οι οποίες συμμετείχαν στην έρευνα αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό, ενώ παράλληλα, αυξάνεται το ποσοστό των επιχειρήσεων, οι οποίες αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι περίπου ίδιο με το αντίστοιχο περσινό.
Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις υπερτερούν -έστω και οριακά- των απαισιόδοξων στον τομέα των κατασκευών. Η αισιοδοξία επικρατεί στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω του 1.000.000 ευρώ και απασχολούν περισσότερους από 10 εργαζόμενους), ενώ στον αντίποδα απαισιοδοξία επικρατεί στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (όσες απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών μέχρι 100.000 ευρώ ετησίως -κυρίως ατομικές και μη κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις).
Σχετικά σταθερή εικόνα καταγράφεται και στις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τη ρευστότητά τους ενώ ελαφρά θετικό είναι και το ισοζύγιο των εκτιμήσεων για την εξέλιξη της συνολικής απασχόλησης στις επιχειρήσεις. Ακόμα, αυξάνεται εκ νέου το ποσοστό των επιχειρήσεων, οι οποίες δηλώνουν ότι οι δανειακές τους ανάγκες θα παραμείνουν αμετάβλητες.
Ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ, Ιωάννης Μασούτης δήλωσε: «Οι ελληνικές επιχειρήσεις -και κυρίως οι μικρομεσαίες- αναμένουν, ότι με τη σταθερότητα σε βασικούς τομείς της οικονομίας, τον επανασχεδιασμό της φορολόγησης από την πολιτεία αλλά και μέτρα κατά του πληθωρισμού, δύνανται να επιτύχουν τους στόχους της ανάπτυξης και της προόδου.
Έτσι, θα είναι σε θέση να υπερβούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο διεθνές περιβάλλον, καθώς η πανευρωπαϊκή αστάθεια και οι εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο τις επηρεάζουν άμεσα. Ωστόσο, όπως δείχνουν ορισμένοι δείκτες του «Βαρόμετρου ΚΕΕΕ», η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες διευκολύνουν το επενδυτικό περιβάλλον και να τονώσει με ουσιαστικές παρεμβάσεις το ελληνικό επιχειρείν, την αγορά, το εμπόριο και τις επιχειρήσεις της παραγωγής».
Βαρόμετρο ΚΕΕΕ
Αναλυτικότερα τα στοιχεία έχουν ως εξής:
Σταθερές σε γενικές γραμμές παραμένουν οι τάσεις σε σχέση με τις προσδοκίες των επιχειρήσεων.
Πιο συγκεκριμένα, το 21% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό (24% στην έρευνα του Νοεμβρίου 2023), ενώ το ποσοστό όσων αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι χειρότερο από το αντίστοιχο περσινό βρίσκεται στο 32% (έναντι 35% τον Νοέμβριο 2023).
Παράλληλα, αυξάνεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι περίπου ίδιο με το αντίστοιχο περσινό (40% έναντι 35% τον Νοέμβριο 2023). Η εικόνα είναι σαφώς καλύτερη στις νησιωτικές Περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, όπου οι αισιόδοξες εκτιμήσεις υπερτερούν σαφώς των απαισιόδοξων, ενώ το υψηλότερο ποσοστό απαισιόδοξων εκτιμήσεων καταγράφεται στις Περιφέρεις Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας.
Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις υπερτερούν – έστω και οριακά – των απαισιόδοξων μόνο στον τομέα των Κατασκευών. Η αισιοδοξία επικρατεί στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω του 1.000.000 Euro και απασχολούν από 10 εργαζόμενους και πάνω), ενώ στον αντίποδα απαισιοδοξία επικρατεί στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (όσες απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών μέχρι 100.000 ευρώ ετησίως, κυρίως ατομικές και μη κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις).
Επιδείνωση καταγράφεται σε σχέση με τις εκτιμήσεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας το επόμενο εξάμηνο, καθώς το ποσοστό όσων αναμένουν βελτίωση μειώνεται, από το 15% τον Νοέμβριο του 2023 στο 12% σήμερα, ενώ το ποσοστό όσων αναμένουν επιδείνωση, αυξάνεται από το 50% του Νοεμβρίου 2023, στο 56% σήμερα.
Σχεδόν σταθερές, σε σχέση με τον Νοέμβριο 2023, παραμένουν οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη των πωλήσεων υπηρεσιών/προϊόντων κατά το επόμενο εξάμηνο: το 25% των επιχειρήσεων αναμένουν αύξηση των πωλήσεών τους κατά το επόμενο εξάμηνο (27% το Νοέμβριο 2023), ενώ μείωση προβλέπουν το 29% των επιχειρήσεων (όσο και τον Νοέμβριο 2023).
Ο τομέας των Κατασκευών καταγράφει τη μεγαλύτερη αισιοδοξία (28% αναμένουν αύξηση, έναντι 19% που αναμένουν μείωση πωλήσεων το επόμενο εξάμηνο), ενώ σημαντική απαισιοδοξία καταγράφεται στον τομέα του Εμπορίου (21% αναμένουν αύξηση πωλήσεων το επόμενο εξάμηνο έναντι 38% που αναμένουν μείωση).
Η απαισιοδοξία τροφοδοτείται κυρίως από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (ατομικές, μη κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις, που απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 100.000 ευρώ), ενώ στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες απασχολούν πάνω από 5 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών άνω του 1.000.000 ευρώ κυριαρχούν αισιόδοξες εκτιμήσεις). Σαφώς αισιόδοξες είναι οι εκτιμήσεις και των επιχειρήσεων με εξαγωγικό χαρακτήρα, καθώς το 38% αναμένουν αύξηση πωλήσεων κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι 16% που αναμένουν μείωση.
Ελαφρά θετικό είναι το ισοζύγιο των εκτιμήσεων για την εξέλιξη της συνολική απασχόλησης στις επιχειρήσεις, καθώς το 13% αναμένουν αύξηση έναντι 10% που αναμένουν μείωση της απασχόλησης (χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον Νοέμβριο 2023).
Η ισχυρότερη εκτίμηση για αύξηση της απασχόλησης καταγράφεται στην Περιφέρεια Αττικής (19% αναμένουν αύξηση της απασχόλησης στην επιχείρησή τους έναντι μόλις 7% που αναμένουν μείωση) ενώ η πιο αρνητική εικόνα καταγράφεται στις Περιφέρειες Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας (10% αναμένουν αύξηση της απασχόλησης, έναντι 21% που αναμένουν μείωση).
Κι εδώ ο τομέας των Κατασκευών καταγράφει την υψηλότερη προσδοκία αύξησης της απασχόλησης, ενώ στο τομέα του Εμπορίου καταγράφεται αρνητικό ισοζύγιο εκτιμήσεων. Οι μεγάλες και πολύ μεγάλες είναι αυτές που αναφέρουν σε πολύ υψηλά ποσοστά ότι αναμένουν αύξηση της απασχόλησης στο επόμενο εξάμηνο (51% σε όσες απασχολούν τουλάχιστον 50 εργαζόμενους και 42% σε όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 5.000.000 ευρώ).
Σχετικά σταθερή εικόνα καταγράφεται και στις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για την ρευστότητά τους κατά το επόμενο εξάμηνο: το 16% αναμένουν αύξηση της ρευστότητάς τους (όσο και τον Νοέμβριο 2023), έναντι 33% που αναμένουν μείωση ρευστότητας (από 36% τον Νοέμβριο 2023) και 46% που εκτιμούν ότι η ρευστότητά τους το επόμενο εξάμηνο θα παραμείνει αμετάβλητη (από 43% τον Νοέμβριο 2023).
Βελτιωμένη εικόνα καταγράφεται κι εδώ στον τομέα των Κατασκευών (25% εκτιμούν ότι η ρευστότητά τους θα ενισχυθεί το επόμενο εξάμηνο έναντι 23% που αναμένου μείωση ρευστότητας), ενώ ο τομέας του Εμπορίου καταγράφει και σ αυτή την περίπτωση την αρνητική εικόνα (12% αναμένουν αύξηση ρευστότητας, έναντι 43% που αναμένουν μείωση).
Και σε αυτή την περίπτωση το υψηλότερο ποσοστό όσων επιχειρήσεων αναμένουν αύξηση της ρευστότητας καταγράφεται στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 50 εργαζόμενους και πάνω και έχουν κύκλο εργασιών άνω των 5.000.000 ευρώ (35%).
Αυξάνεται εκ νέου (σταθερά αυξητική τάση από τον Νοέμβριο του 2022 και την έναρξη των μετρήσεων του «Βαρόμετρου ΚΕΕΕ») το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι οι δανειακές τους ανάγκες θα παραμείνουν αμετάβλητες κατά το επόμενο εξάμηνο, φθάνοντας πλέον στο 75%, ενώ μειώνεται στο 14% (από 18% τον Νοέμβριο 2023) το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν αύξηση των δανειακών τους αναγκών το επόμενο εξάμηνο και παραμένει σχεδόν σταθερό το ποσοστό όσων αναμένουν μείωση (7% έναντι 8% τον Νοέμβριο 2023).
Μειώνεται εκ νέου (σταθερά πτωτική τάση από τον Νοέμβριο του 2022 και την έναρξη των μετρήσεων του «Βαρόμετρου ΚΕΕΕ») το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν ότι η ικανοποίηση των δανειακών τους αναγκών θα γίνεται με δυσμενέστερους όρους κατά το επόμενο εξάμηνο (28% έναντι 31% τον Νοέμβριο του 2023 και 37% τον Νοέμβριο του 2022), χωρίς ωστόσο να αυξάνεται το ποσοστό όσων θεωρούν ότι η ικανοποίηση των δανειακών αναγκών τους θα πραγματοποιείται με ευνοϊκότερους όρους το επόμενο εξάμηνο (7% σήμερα έναντι 8% τον Νοέμβριο 2023).
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν απαισιόδοξα το μέλλον του κλάδου τους για το επόμενο εξάμηνο: το ποσοστό όσων αναμένουν δυσμενέστερη κατάσταση αυξάνεται από το 53% το Νοέμβριο του 2023, στο 57% σήμερα, και το συνολικό ποσοστό όσων προβλέπουν βελτίωση της κατάστασης ή σταθερότητα μειώνεται αθροιστικά στο 41%, έναντι 44% τον Νοέμβριο του 2023.
Η καλύτερη εικόνα καταγράφεται στον τομέα των Κατασκευών (56% αναμένουν στασιμότητα ή βελτίωση, έναντι 41% που αναμένουν επιδείνωση) και η χειρότερη στον τομέα του Εμπορίου (33% σταθερότητα ή βελτίωση έναντι 65% επιδείνωση). Και στο δείκτη αυτό η καλύτερη εικόνα καταγράφεται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες απασχολούν πάνω από 25 εργαζόμενους και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 1.000.000 ευρώ) και σε όσες έχουν εξαγωγικό χαρακτήρα.
Μειωμένο, σε σχέση με το Νοέμβριο του 2023, εμφανίζεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που σχεδιάζει να προχωρήσει σε κάποιου είδους επένδυση, όπως αγορά ακινήτου ή πάγιο εξοπλισμό ή επέκταση δραστηριοτήτων κτλ., κατά το επόμενο εξάμηνο: από 28% το Νοέμβριο του 2023, στο 22% σήμερα. Τα υψηλότερα ποσοστά, όσων σχεδιάζουν κάποια επένδυση κατά το επόμενο εξάμηνο, καταγράφονται στους τομείς των κατασκευών, στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 5 εργαζόμενους και πάνω (και κυρίως σε όσες απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους) και στις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 100 χιλ. ευρώ (και κυρίως σε όσες έχουν ετήσιο τζίρο πάνω από 1.000.000 ευρώ).
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων προβλέπουν ότι οι τιμές των προϊόντων – υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο θα παραμείνουν σταθερές (50%, έναντι 47% τον Νοέμβριο 2023), ενώ το 4% αναμένει μείωση των τιμών (όσο και τον Νοέμβριο 2023). Στον αντίποδα, 40% των επιχειρήσεων αναμένουν αύξηση των τιμών (έναντι 43% το Νοέμβριο του 2023), είτε στο επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού (18%), είτε πάνω από το επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού (17%), είτε κάτω από το επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού (5%).
Ψηφιοποίηση/ Χρήση «πράσινων» διαδικασιών και εξοπλισμού
Η έρευνα διερεύνησε, στο πλαίσιο των ad-hoc ερωτημάτων, το βαθμό ενσωμάτωσης ψηφιακών/ πράσινων διαδικασιών και εξοπλισμού στις Ελληνικές επιχειρήσεις.
Το 17% των επιχειρήσεων (περίπου 1 στις 6) δηλώνουν ότι έχουν ψηφιοποιηθεί/ αυτοματοποιηθεί όλες οι διαδικασίες που μπορούν να ψηφιοποιηθούν και συνεπώς έχουν ψηφιοποιήσει/ αυτοματοποιήσει σε μέγιστο βαθμό την επιχείρηση. Το 34% (1 στις 3 περίπου) αναφέρουν ότι έχουν ψηφιοποιηθεί/ αυτοματοποιηθεί οι περισσότερες διαδικασίες που μπορούν να ψηφιοποιηθούν/αυτοματοποιηθούν στην επιχείρηση και το 33% (1 στις 3) αναφέρουν ότι έχουν εισαγάγει την ψηφιοποίηση/αυτοματοποίηση των διαδικασιών σε μέτριο βαθμό και υπάρχουν σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ψηφιοποίησης/αυτοματοποίησης, ενώ το 15% (1 στις 7 επιχειρήσεις περίπου) αναφέρουν ότι δεν έχουν ενσωματώσει σχεδόν καθόλου ψηφιακές εφαρμογές και αυτοματισμούς στις διαδικασίες/την παραγωγή της επιχείρησης.
Το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που έχουν ενσωματώσει στο μέγιστο ή σε μεγάλο βαθμό ψηφιακές εφαρμογές και αυτοματισμούς στην λειτουργία τους καταγράφεται στον τομέα των Υπηρεσιών (57% αθροιστικά έναντι 51% στο σύνολο των επιχειρήσεων), στις μεγάλες επιχειρήσεις που απασχολούν από 50 εργαζόμενους και πάνω (62%) και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 5.000.000 ευρώ (59%).
Σχετικά με την ενσωμάτωση πράσινων/φιλικών προς το περιβάλλον διαδικασιών και συστημάτων/ εξοπλισμού στις επιχειρήσεις, το 9% (περίπου 1 στις 10) αναφέρουν ότι το έχουν πραγματοποιήσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό, το 22% (πάνω από 1 στις 5) αναφέρουν ότι το έχουν πραγματοποιήσει σε μεγάλο βαθμό και το 41% (περίπου 4 στις 10) σε μέτριο βαθμό. Περίπου 1 στις 4 επιχειρήσεις (27%) αναφέρουν ότι έχουν ενσωματώσει σε ελάχιστο βαθμό ή και καθόλου πράσινες/ φιλικές προς το περιβάλλον διαδικασίες και συστήματα/εξοπλισμό στην επιχείρηση.
Τα χαμηλότερα αθροιστικά ποσοστά όσων αναφέρουν ότι έχουν ενσωματώσει στο μέγιστο ή σε μεγάλο βαθμό πράσινες/φιλικές προς το περιβάλλον διαδικασίες και συστήματα/εξοπλισμό στην επιχείρηση καταγράφονται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (όσες απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 100.000 ευρώ).
Τέλος, σημαντικό ενδιαφέρον καταγράφεται για ενδεχόμενη ένταξη των επιχειρήσεων σε προγράμματα επιδότησης ή ενίσχυσης για την ενσωμάτωση τόσο ψηφιακών εφαρμογών/ εφαρμογών αυτοματισμού (55%), όσο και πράσινων/φιλικών προς το περιβάλλον διαδικασιών και συστημάτων εξοπλισμού (61%).
Έρευνα Καταναλωτών
Η Πανελλαδική έρευνα μεταξύ καταναλωτών εξακολουθεί να καταγράφει κλίμα προβληματισμού για το παρόν, λόγω της ακρίβειας που κυριαρχεί στις αναφορές για τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Ωστόσο, μειώνεται σημαντικά το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώθηκε το εξάμηνο που μας πέρασε.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 46% (έναντι 56% το Νοέμβριο του 2023) των καταναλωτών δηλώνουν ότι η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους επιδεινώθηκε το εξάμηνο που πέρασε και μόλις το 7% (έναντι 6% το Νοέμβριο του 2023) δηλώνουν ότι υπήρξε βελτίωση, ενώ το 47% (έναντι 38% το Νοέμβριο του 2023) δηλώνουν ότι η κατάσταση των οικονομικών του νοικοκυριού τους παρέμεινε αμετάβλητη.
Παράλληλα, μειώνεται τόσο το ποσοστό όσων δηλώνουν απαισιόδοξοι για την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού τους κατά το επόμενο εξάμηνο (38%, έναντι 41% το Νοέμβριο του 2023) όσο και το ποσοστό όσων «βλέπουν» βελτίωση των οικονομικών τους κατά το επόμενο εξάμηνο (9% από 12% τον Νοέμβριο 2023), ενώ το 50% δεν αναμένουν κάποια ιδιαίτερη μεταβολή στα οικονομικά του νοικοκυριού τους (έναντι 46% το Νοέμβριο του 2023).
Εντονότερη απαισιοδοξία επικρατεί και σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της χώρας στο επόμενο εξάμηνο, καθώς αυξάνεται στο 47% το ποσοστό όσων αναμένουν επιδείνωση (από 44% το Νοέμβριο του 2023) και μειώνεται στο 11% (από 13% το Νοέμβριο του 2023) το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι αναμένουν βελτίωση, ενώ περίπου 4 στους 10 (38%) θεωρούν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν θα μεταβληθεί ουσιαστικά (έναντι 39% το Νοέμβριο 2023).
Επιπλέον, όταν καλούνται να αποτιμήσουν την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση, τα μισά περίπου νοικοκυριά (51%) δηλώνουν ότι «τα φέρνουν ίσα – ίσα με το εισόδημά τους» (55% τον Νοέμβριο του 2023), ενώ το 32% (από 30% το Νοέμβριο του 2023) δηλώνουν ότι, είτε «τρώνε από τα έτοιμα» -υποχρεώνονται δηλαδή να αναλώνουν μέρος των αποταμιεύσεών τους σε ποσοστό 19% – ή χρεώνονται/δανείζονται για να τα βγάλουν πέρα (13%). Στον αντίποδα, περίπου 1 στα 7 νοικοκυριά (16%) αναφέρουν ότι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν, σε κάποιο βαθμό, στις τρέχουσες συνθήκες.
Η ακρίβεια είναι ο βασικός παράγοντας που τροφοδοτεί το κλίμα απαισιοδοξίας και αβεβαιότητας σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης στους καταναλωτές, καθώς το 62% την αναφέρουν ως το 1ο πρόβλημα στη χώρα σήμερα, ενώ συνολικά αναφέρεται από το 87% μέσα στα τρία βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας.
Πολύ πιο πίσω, από πλευράς ποσοστών, αναφέρονται ως 1ο πρόβλημα στη χώρα το σύστημα υγείας/τα νοσοκομεία (8% και 42% στο σύνολο των αναφερθέντων προβλημάτων), η οικονομία/ανάπτυξη (7% και 28% στο σύνολο) και η εγκληματικότητα/ανασφάλεια (6% και 39% στο σύνολο).
Η ανασφάλεια και ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώθουν οι καταναλωτές, σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα (38%) και ακολουθούν η απογοήτευση (34%), ο θυμός και η οργή (25%) και η απαισιοδοξία (20%). Ελπίδα (9%), αισιοδοξία (9%) και ηρεμία (6%) δηλώνουν ότι νιώθουν, σχετικά με τα οικονομικά τους δεδομένα, η μικρή μειοψηφία των καταναλωτών.
Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καταγράφεται σταθερότητα στην πρόθεση αποταμίευσης (στο 23%), στην πρόθεση πραγματοποίησης κάποιας σημαντικής αγοράς (25%, έναντι 24% το Νοέμβριο 2023), στην πρόθεση αναζήτησης τραπεζικού δανείου (11% έναντι 10% τον Νοέμβριο 2023), στην πρόθεση αγοράς αυτοκινήτου (7%, έναντι 6% το Νοέμβριο 2023) και στην πρόθεση αγοράς/ανέγερσης σπιτιού/διαμερίσματος (3% έναντι 4% τον Νοέμβριο 2023) ενώ μικρή κάμψη καταγράφεται στην πρόθεση ανακαίνισης/ επισκευής σπιτιού/ διαμερίσματος (10%, έναντι 14% το Νοέμβριο 2023).
Με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα και το βαθμό βεβαιότητας που εκφράζουν οι καταναλωτές, εκτιμάται ότι για το 2ο εξάμηνο του 2024 η αγορά επιβατικών αυτοκινήτων θα κινηθεί στα επίπεδα του 2023, καθώς το 1,4% των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι «Σίγουρα» θα προβούν σε αγορά αυτοκινήτου» αντιστοιχεί σε περίπου 61.000 οχήματα (το 2ο εξάμηνο του 2023 πουλήθηκαν συνολικά 64.123 επιβατικά οχήματα στην Ελλάδα).
Αντίστοιχα, με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα και το βαθμό βεβαιότητας που εκφράζουν οι καταναλωτές, ο εκτιμώμενος αριθμός ανακαινίσεων/επισκευών κατοικιών και διαμερισμάτων υπολογίζεται σε 65.000 ανά την επικράτεια, ο αντίστοιχος αριθμός αγοράς κατοικιών/διαμερισμάτων από καταναλωτές εκτιμάται σε 39.000 ακίνητα, ενώ ο αριθμός των αιτήσεων δανείων προς τις τράπεζες, από τους καταναλωτές, εκτιμάται σε 95.000 για το επόμενο εξάμηνο.
Στο πλαίσιο των ad-hoc ερωτημάτων της έρευνας, διερευνήθηκαν οι απόψεις των καταναλωτών για το «Καλάθι του νοικοκυριού». Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, περίπου 7 στους 10 καταναλωτές (69% έναντι 63% τον Νοέμβριο 2023) αγοράζουν προϊόντα από το «Καλάθι του νοικοκυριού», είτε εξ΄ ολοκλήρου (6%), είτε σε μεγάλο βαθμό (31%), είτε σε μικρό βαθμό (32%). Σε ποσοστό 48% – έναντι 40% τον Νοέμβριο 2023 – οι καταναλωτές θεωρούν ότι τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στο «Καλάθι του νοικοκυριού» είναι ανώτερης (2%) ή αντίστοιχης ποιότητας (46%) από τα αντίστοιχα εκτός του «Καλαθιού», ενώ στον αντίποδα, το 41% θεωρούν ότι είναι χαμηλότερης ποιότητας (έναντι 46% τον Νοέμβριο 2023).
Το 39% των καταναλωτών – έναντι 40% τον Νοέμβριο 2023 – θεωρούν ότι το μέτρο του «Καλαθιού του νοικοκυριού» ήταν γενικά θετικό, καθώς, είτε συνέβαλε στη συγκράτηση των τιμών ικανοποιητικά και ανακούφισε τους καταναλωτές (6%), είτε συνέβαλε ως ένα βαθμό στη συγκράτηση των τιμών, αλλά δεν έφτανε (33%). Στον αντίποδα, το 58% θεωρούν ότι το μέτρο αυτό δεν κατάφερε να συγκρατήσει την ακρίβεια (έναντι 54% τον Νοέμβριο 2023).
Παράλληλα, πάντα στο πλαίσιο των ad-hoc ερωτημάτων της έρευνας, διερευνήθηκαν οι απόψεις των καταναλωτών για το μέτρο μείωσης της ακρίβειας «Μείον 5%». Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, περίπου 2 στους 3 καταναλωτές (66%) αγοράζουν προϊόντα από το με σήμανση «Μείον 5%», είτε εξ΄ ολοκλήρου (3%), είτε σε μεγάλο βαθμό (25%), είτε σε μικρό βαθμό (38%). Επιπλέον, το 36% των καταναλωτών θεωρούν ότι το μέτρο του «Μείον 5%» ήταν γενικά θετικό, καθώς, είτε συνέβαλε στη συγκράτηση των τιμών ικανοποιητικά (6%), είτε συνέβαλε ως ένα βαθμό στη συγκράτηση των τιμών, αλλά δεν έφτανε (30%). Στον αντίποδα, το 56% θεωρούν ότι το μέτρο αυτό δεν κατάφερε να συγκρατήσει την ακρίβεια.
Τέλος, σχετικά με την περίοδο των φετινών καλοκαιρινών διακοπών, το 46% των καταναλωτών δηλώνουν ότι δεν θα κάνουν διακοπές φέτος το καλοκαίρι (έναντι 40% πέρυσι), το 21% ότι θα κάνουν διακοπές σε ιδιόκτητο σπίτι (στην Ελλάδα ή το εξωτερικό έναντι 24% πέρυσι) και το 20% θα κάνουν διακοπές με διαμονή σε φίλους/ συγγενείς (στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, όσο και πέρυσι). Συνολικά, περίπου 1 στους 5 καταναλωτές (21% έναντι 23% πέρυσι) σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν διακοπές σε πληρωμένο κατάλυμα, είτε στην Ελλάδα (18% έναντι 20% πέρυσι), είτε στο εξωτερικό (3% όσο και πέρυσι).
Το μεγαλύτερο ποσοστό, όσων δηλώνουν ότι δεν θα κάνουν διακοπές φέτος το καλοκαίρι, εντοπίζεται στις περιοχές εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης, ενώ στην Αττική καταγράφεται ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό πληθυσμού που αναφέρουν ότι θα πραγματοποιήσουν διακοπές με διαμονή σε ιδιόκτητο σπίτι ή με διαμονή σε φίλους/συγγενείς (αθροιστικά 58% έναντι 39% στο σύνολο της χώρας).
Με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα, η μέση κατά κεφαλή δαπάνη για διακοπές, μεταξύ όσων σχεδιάζουν να κάνουν διακοπές, υπολογίζεται σε 820 ευρώ (από 723 ευρώ πέρυσι, αύξηση 13%), ενώ το ποσό κυμαίνεται ανάλογα με την ηλικία: από 566 ευρώ στους νέους ηλικίας μέχρι 34 ετών (467 ευρώ πέρυσι) σε 1.324 ευρώ σε ηλικιωμένους άνω των 65 ετών (1.101 ευρώ πέρυσι) και ανάλογα με το εισόδημα από 330 ευρώ (430 ευρώ πέρυσι) σε άτομα με μηνιαίο εισόδημα κάτω των 500 ευρώ και σε 2.209 ευρώ (1.910 ευρώ πέρυσι) σε άτομα με εισόδημα άνω των 3.000 ευρώ.
Τα μετρητά εξακολουθούν να αποτελούν τον κυριότερο τρόπο πληρωμών για αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και για πληρωμές λογαριασμών από τους καταναλωτές. Ωστόσο, και η χρήση πλαστικής χρεωστικής κάρτας έχει φτάσει πλέον σε παρόμοιο επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, το 67% των καταναλωτών δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν -ως μέθοδο πληρωμής- τα μετρητά (όσο περίπου και πέρυσι), ενώ το 60% δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν πλαστική χρεωστική κάρτα (από 64% πέρυσι).
Πιο χαμηλά, περίπου 1 στους 3 (33% από 31% πέρυσι), δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν μεταφορές μέσω web-banking, 1 στους 4 (25% από 24% πέρυσι) δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά πορτοφόλια, το 22% (όσο και πέρυσι) χρησιμοποιούν πλαστικές πιστωτικές κάρτες και το 14% (από 12% πέρυσι) προπληρωμένες χρεωστικές κάρτες.
Παράλληλα, καταγράφεται φέτος και ποσοστό 16% που επιλέγουν πληρωμές μέσω IRIS. Τα ηλεκτρονικά πορτοφόλια είναι περισσότερο δημοφιλή στους άνδρες (29% έναντι 22% στις γυναίκες) και στις νεότερες ηλικίες (48% στα άτομα 18 – 34 ετών), το web-banking προτιμούν περισσότερο οι μεσαίες ηλικίες (39% στις ηλικίες 45-64 ετών), ενώ οι πλαστικές πιστωτικές κάρτες εμφανίζουν υψηλότερη διείσδυση στις μεσαίες ηλικίες (29% στις ηλικίες 45-54 ετών) και στους άνδρες (26% έναντι 18% στις γυναίκες).
Αποτίμηση του προηγούμενου εξαμήνου
To 43% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν ότι ο κύκλος εργασιών τους παρέμεινε σταθερός το περασμένο εξάμηνο, έναντι 33% που αναφέρουν μείωση και 21% που αναφέρουν αύξηση. Συγκριτικά καλύτερη εικόνα καταγράφεται στην Αττική (28% αναφέρουν αύξηση έναντι 27% που αναφέρουν μείωση και 43% που αναφέρουν σταθερότητα), ενώ στις Περιφέρειες Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας καταγράφεται η χειρότερη εικόνα (11% αναφέρουν αύξηση κύκλου εργασιών το περασμένο εξάμηνο έναντι 44% που αναφέρουν μείωση και 43% που αναφέρουν σταθερότητα). Θετικό πρόσημο καταγράφεται στον τομέα των Κατασκευών, ενώ το πιο αρνητικό ισοζύγιο καταγράφεται στον τομέα του Εμπορίου.
Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι η αρνητική εικόνα (αρνητικό ισοζύγιο στο ποσοστό όσων αναφέρουν αύξηση και όσων αναφέρουν μείωση κύκλου εργασιών το προηγούμενο εξάμηνο) αφορά αποκλειστικά τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (όσες δηλαδή απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους, έχουν κύκλο εργασιών μέχρι 500.000 ευρώ και είναι ατομικές επιχειρήσεις ή Ο.Ε.).
Στον αντίποδα, οι επιχειρήσεις που έχουν από 50 εργαζόμενους και πάνω ή ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 5.000.000 ευρώ, η μεγάλη πλειοψηφία (58-60%) αναφέρουν αύξηση κύκλου εργασιών το προηγούμενο εξάμηνο. Θετικό ισοζύγιο στον συγκεκριμένο δείκτη καταγράφεται, επίσης, μεταξύ των επιχειρήσεων με εξαγωγικό χαρακτήρα.
Ελαφρά θετικές είναι οι καταγραφές για την εξέλιξη των θέσεων εργασίας κατά το προηγούμενο εξάμηνο, καθώς το 76% αναφέρουν ότι διατήρησαν τις θέσεις εργασίας, το 13% αναφέρουν ότι τις αύξησαν και το 10% αναφέρουν ότι τις μείωσαν. Στα Νησιά Αιγαίου καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που αναφέρουν αύξηση θέσεων εργασίας κατά το προηγούμενο εξάμηνο (16%), ενώ σε Ήπειρο/Δυτική Μακεδονία το χαμηλότερο (10%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων που αναφέρουν αύξηση θέσεων εργασίας, το προηγούμενο εξάμηνο, καταγράφεται στον τομέα των Κατασκευών (17%), στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους (46%) και σε επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο άνω των 5 εκατ. ευρώ (45%). Στον αντίποδα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (που απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και μέχρι 100 χιλ. ευρώ ετήσιο κύκλο εργασιών) εμφανίζουν αρνητικό ισοζύγιο (4-6% αναφέρουν αύξηση θέσεων εργασίας, έναντι 11% που αναφέρουν μείωση). Σαφώς θετικό ισοζύγιο καταγράφεται και μεταξύ των επιχειρήσεων με εξαγωγικό χαρακτήρα (21% αναφέρουν αύξηση θέσεων εργασίας το προηγούμενο εξάμηνο έναντι 10% που αναφέρουν μείωση θέσεων εργασίας).
Ελαφρά επιδείνωση παρουσιάζεται στις σχέσεις των επιχειρήσεων με τις τράπεζες, καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ικανοποιημένες από την αντιμετώπισή τους από τις τράπεζες με τις οποίες συνεργάζονται βρίσκεται στο 54% (58% το Νοέμβριο του 2023), έναντι 42% που δηλώνουν μη ικανοποιημένες (38% το Νοέμβριο του 2023). Τα υψηλότερα ποσοστά ικανοποίησης καταγράφονται μεταξύ των επιχειρήσεων στις Περιφέρειες Αττικής και Νήσων Αιγαίου (61%), στον τομέα των Κατασκευών (62%), στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 25 εργαζόμενους και άνω (82%) και σε όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 5 εκατ. ευρώ (78%).
Παράλληλα, 3 στις 4 επιχειρήσεις περίπου (74%) δηλώνουν ότι δεν υπήρξε κάποια αξιόλογη μεταβολή στις σχέσεις τους με τις τράπεζες κατά το εξάμηνο που πέρασε, ενώ επιδείνωση αναφέρουν το 20% των επιχειρήσεων και βελτίωση το 5%. Το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης καταγράφεται μεταξύ των επιχειρήσεων στις Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, σε όσες απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους (24%) και έχουν ετήσιο τζίρο μέχρι 500 χιλ. ευρώ(23-24%).
Σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, το υψηλό κόστος ενέργειας/ καυσίμων (56% από 58% τον Νοέμβριο 2023), οι φορολογικές/ ασφαλιστικές υποχρεώσεις (41% από 35% τον Νοέμβριο 2023) και το υψηλό κόστος πρώτων υλών/ προϊόντων (39% από 46% τον Νοέμβριο 2023) ιεραρχούνται υψηλότερα από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα. Σε μικρότερα ποσοστά αναφέρονται προβλήματα, όπως η περιορισμένη ζήτηση (23% από 21% τον Νοέμβριο 2023), η γραφειοκρατία/διαδικασίες Δημοσίου (24% από 23% τον Νοέμβριο 2023), το υψηλό μισθολογικό κόστος (17% από 15% τον Νοέμβριο 2023) και η ρευστότητα (16% από 18% τον Νοέμβριο 2023).
Ουδέτερη είναι σε γενικές γραμμές η αξιολόγηση του εξαμήνου που πέρασε για τις εξαγωγές από τις επιχειρήσεις με εξαγωγική δραστηριότητα: το 26% θεωρούν ότι το περασμένο εξάμηνο ήταν καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό (31% τον Νοέμβριο 2023), το 45% το χαρακτηρίζουν «περίπου το ίδιο» (όσο και τον Νοέμβριο 2023), ενώ το 23% θεωρούν ότι ήταν χειρότερο (έναντι 20% τον Νοέμβριο 2023).
Μειώνεται εκ νέου το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα ελλείψεων πρώτων υλών και προϊόντων, είτε σε μεγάλο βαθμό είτε σε μικρό βαθμό (23% αθροιστικά έναντι 26% το Νοέμβριο 2023, 30% τον Μάιο 2023 και 37% τον Νοέμβριο 2022). Το πρόβλημα εμφανίζεται εντονότερο στους τομείς του Εμπορίου (39% αθροιστικά), της Μεταποίησης – Βιομηχανίας (35%) και των Κατασκευών (33%) και στις επιχειρήσεις με εξαγωγική δραστηριότητα (35%).
Η έρευνα
Η ΚΕΕΕ υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της διαρκούς προσπάθειας που καταβάλλει για την πληρέστερη πληροφόρηση και ενημέρωση, τόσο του επιχειρηματικού κόσμου και των φορέων (κρατικών ή μη) της χώρας, όσο και των πολιτών, διενεργεί την περιοδική διεξαγωγή πανελλαδικής Έρευνας Οικονομικής Συγκυρίας, που αφορά σε επιχειρήσεις των τεσσάρων τομέων της οικονομίας και καταναλωτές.
Η πανελλαδική Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας διεξάγεται δύο φορές το χρόνο, κατά τους μήνες Μάιο και Νοέμβριο, σε συνολικό δείγμα 2.400 ερωτώμενων (1.200 επιχειρήσεων και 1.200 καταναλωτών). Η έρευνα καλύπτει και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας (βιομηχανία -μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές).
Η έρευνα για το “Βαρόμετρο ΚΕΕΕ” διεξάγεται με τηλεφωνικές συνεντεύξεις με τους υπευθύνους των επιχειρήσεων (γενικούς διευθυντές ή διευθυντές Οικονομικών ή διευθυντές Πωλήσεων ή τους ιδιοκτήτες, αν πρόκειται για μικρότερες επιχειρήσεις) και με συνδυασμό τηλεφωνικών συνεντεύξεων και online συμπλήρωσης ερωτηματολογίων. Για το σχεδιασμό των δειγμάτων χρησιμοποιούνται τα στατιστικά δεδομένα φορέων και μηχανισμών, όπως η ΕΛΣΤΑΤ και το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Τα δείγματα σταθμίζονται εκ των υστέρων, ώστε να είναι αντιπροσωπευτικά σε ότι αφορά τη γεωγραφική κατανομή και τον τομέα δραστηριότητας των επιχειρήσεων, καθώς και τη γεωγραφική διασπορά, το φύλο και την ηλικία των καταναλωτών.