Φιλοεπενδυτικό χαρακτήρισε τον προϋπολογισμό του 2021 ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας την πρώτη ημέρα συζήτησης του προσχεδίου του στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής. «Είναι φιλοεπενδυτικός γιατί φέρνει μειώσεις φόρων, ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και διαρθρωτικές αλλαγές» τόνισε ο ΥΠΟΙΚ επισημαίνοντας ότι χωρίς την πανδημία «σήμερα θα συζητούσαμε για νέες μόνιμες μειώσεις φόρων από τον Μάιο».
Ο ΥΠΟΙΚ ανέφερε ότι τα ταμειακά διαθέσιμα σήμερα είναι 37,9 δισ. ενώ με τις έξι εξόδους στις αγορές η χώρα άντλησε 14 δισ. ευρώ.
Ο υπουργός Οικονομικών πέταξε το γάντι στη αντιπολίτευση για τις προβλέψεις της ύφεσης και ανάπτυξης τα έτη 2020 και 2021, επαναλαμβάνοντας ότι η εκτίμηση της κυβέρνησης είναι ύφεση 8,2% φέτος και 5,5% ανάπτυξη το 2021.
Μάλιστα στην αρχή της συνεδρίασης ο κ. Σταϊκούρας είχε προκαλέσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης να δώσουν στην δημοσιότητα τις δικές τους εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας. «Περιμένω τις εκτιμήσεις σας» είπε χαρακτηριστικά προς την ‘σκιώδη’ υπουργό Οικονομικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Εφη Αχτσιόγλου η οποία ωστόσο απέφυγε να αναφερθεί στο θέμα.
«Η κατάσταση δεν μας ξέφυγε»
«Ο κ. Τσίπρας είπε στις 24 Ιουλίου για 12% ύφεση και ο κ. Βαρουφάκης προέβλεψε 15%. Εμείς λέμε 8,2% ύφεση. Μάλιστα αυτό δεν το υποστηρίζει κανείς από το consensus ΕΕ που λένε για ύφεση 7,9% ενώ το consensus των τραπεζών είναι για 7,8%.
Οι εκτιμήσεις μας για την ανάπτυξη το 2021 είναι 5,5%, ενώ του ευρωπαϊκού consensus 5,2% και των τραπεζών 5,8%. Εμείς λέμε ύφεση 8% εσείς λέτε για 12%. Άρα αν η ύφεση είναι κάτω από 12%, που εσείς προβλέπετε θα πει πως κάτι καλό κάναμε» σημείωσε.
«Φυσικά δεν υπάρχει καμία θριαμβολογία» τόνισε ο Χρήστος Σταϊκούρας. «Αλλοίμονο αν ήμασταν ευτυχείς με τόσο βαθιά ύφεση. Αλλά είμαστε ικανοποιημένοι γιατί η κατάσταση δεν μας ξέφυγε” υπογράμμισε. “Το 2021 θα είναι μια χρονιά ισχυρής ανάκαμψης ανακτώντας το μεγαλύτερο μέρος του 2020. Τα μέτρα που διαρκώς λαμβάνονται, επεκτείνονται, ενισχύονται και εμπλουτίζονται, σε πλήρη εξέλιξη αναμένεται να ανέλθουν στα 24 δισ. ευρώ το 2020. Με θετική επίδραση στην οικονομία, που εκτιμάται στο 6% του ΑΕΠ. Δηλαδή, χωρίς αυτά τα μέτρα, η ετήσια ύφεση θα είχε ξεπεράσει το 14%.
Αυτά τα μέτρα σχεδιάστηκαν και εφαρμόζονται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, χωρίς να υπάρχει εμπειρία από προηγούμενο παρόμοιο ιστορικό συμβάν, ώστε να έχουν αναπτυχθεί πρότυπες εγχώριες ή διεθνείς πρακτικές».
Σε ό,τι αφορά τα εργαλεία στήριξης της οικονομίας επανέλαβε ότι έως το τέλος του έτους θα πέσουν στην αγορά επιπλέον 5 δισ. πόροι, ενώ με τα τρία εργαλεία (επιστρεπτέα, Συν-εργασία και ΤΕΠΙΧ) η συνολική ένεση στην οικονομία ήταν ύψους 11 δισ. ευρώ. «841 κανονιστικές πράξεις έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της πανδημίας και πιθανό να αναληφθούν και πρόσθετες μέχρι τέλος του έτους» ανέφερε.
Εξειδικεύοντας τα επιπλέον 5 δισ. μέχρι τέλος του έτους, είπε ότι αφορούν τους επιπλέον πόρους του ΤΕΠΙΧ ΙΙ, τη 2η φάση του Ταμείου Εγγυοδοσίας και τον 3ο και 4ο κύκλο της Επιστρεπτέας Προκαταβολής.
Επιπλέον μέχρι το τέλος του 2020 θα ξεκινήσουν οι μικρο-πιστώσεις χωρίς εμπράγματες εξασφαλίσεις ύψους έως 25.000 ευρώ. «Οι χορηγήσεις αναμένεται να ξεκινήσουν έως το τέλος του έτους, μετά την πρόσφατη ολοκλήρωση καθορισμού της διαδικασίας αδειοδότησης ιδρυμάτων από την Τράπεζα της Ελλάδος», ανέφερε.
«Κάθε άσκηση προβλέψεων στην οικονομία συνδέεται με επισφάλεια καθώς μια επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων θα μπορούσε να οδηγήσει σε τρεις μονάδες διαφορά στα μεγέθη».
Κλείνοντας τόνισε ότι το υπό συζήτηση Προσχέδιο του Προϋπολογισμού «αποδεικνύει ότι το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης ζει μέσα στην οικονομία και την κοινωνία, και όχι σε “γυάλινους πύργους”. Αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες τους, ακούει το σφυγμό τους, και αντιδρά με αμεσότητα. Παρεμβαίνει υποστηρικτικά, έγκαιρα και στοχευμένα, στον βαθμό και τον χρόνο που οι παρούσες, έκτακτες, συνθήκες απαιτούν. Στόχος μας είναι να ξεπεράσουμε και αυτή τη μεγάλη δοκιμασία, με όσο το δυνατόν λιγότερες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Παράλληλα, διατηρούμε αποθέματα για κάθε ενδεχόμενη εθνική ανάγκη».