Ο μετασχηματισμός μιας οικονομίας απαιτεί χρόνο και θυσίες, αναφέρει η Eurobank στην εβδομαδιαία έκθεσή της «7 Ημέρες Οικονομία», τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι στην περίπτωση της χώρας μας το «κόστος ευκαιρίας» εστιάζεται περισσότερο στην πλευρά της κατανάλωσης.

Η ελληνική οικονομία ύστερα από 24 τρίμηνα (3ο τρίμηνο 2008, 2ο τρίμηνο 2014) απότομης, βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης βρίσκεται αντιμέτωπη με τρεις βασικές προκλήσεις:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

– πτώση της ανεργίας
– επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και
-σταδιακή πτώση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

«Όπως επανειλημμένα έχουν τονίσει οι ασκούντες την οικονομική πολιτική, για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων απαιτείται η δημιουργία και η γρήγορη και αποτελεσματική εφαρμογή ενός νέου υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης το οποίο να στηρίζεται (από την πλευρά της ζήτησης) στον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου, ήτοι επενδύσεις, στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και παράλληλα να είναι μακροχρονίως βιώσιμο. Ο μετασχηματισμός μιας οικονομίας απαιτεί χρόνο και για την περίπτωση της χώρας μας το «κόστος ευκαιρίας» εστιάζεται περισσότερο στην πλευρά της κατανάλωσης. Δηλαδή, αν θέλουμε να προσποριστούμε υψηλότερη κατανάλωση (αγαθά και υπηρεσίες) στο μέλλον, θα πρέπει να επωμιστούμε το κόστος της μειωμένης κατανάλωσης (επιπέδου ή ποσοστιαίου ρυθμού μεταβολής) στο παρόν. Στο λεξιλόγιο των οικονομολόγων η λέξη «δωρεάν» δεν υφίσταται και το γεγονός αυτό θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους» τονίζεται στην έκθεση.

Συνεπώς, όπως υποστηρίζουν οι οικονομικοί αναλυτές, ένα ουσιώδες συμπέρασμα που μπορούμε να εξαγάγουμε από τη μελέτη της σύνθεσης του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ΠΑΕΠ για το 2013 είναι το εξής:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πρώτον: σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-15 η ελληνική οικονομία δαπανά (ιδιωτικός και δημόσιος τομέας) μεγαλύτερο μέρος -κατά 8,44 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ)- του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου εισοδήματος (ΠΑΕΕ) της για καταναλωτικές χρήσεις.

Δεύτερον: στον τομέα των επενδύσεων ισχύει το αντίθετο. Για αυτήν τη συνιστώσα της ζήτησης η ελληνική οικονομία δαπανά μικρότερο μέρος – κατά 3,38 (ΠΜ)- του ΠΑΕΕ της σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-15.

Τρίτον: η ελληνική οικονομία είναι λιγότερο εξωστρεφής ή περισσότερο κλειστού τύπου σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-15. Πιο συγκεκριμένα, το άθροισμα των εγχώριων συναλλαγών για εξαγωγές (26,90%) και εισαγωγές (28,33%) ως ποσοστό του ΠΑΕΕ είναι κατά 27,4 ΠΜ μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος του μέσου όρου της ΕΕ-15 (εξαγωγές 43,21 και εισαγωγές 39,42%).

Συνεπώς, για να συγκλίνει η ελληνική οικονομία -σε όρους μεριδίων των συνιστωσών του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΠΑΕΠ)- με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 (ΕΕ-15), θα πρέπει να υπάρξει ανακατανομή των παραγωγικών πόρων προς επενδυτικές χρήσεις και προς τομείς που συναλλάσσονται με επιχειρήσεις ή κράτη από την αλλοδαπή (αύξηση της εξωστρέφειας).

Επιπρόσθετα, είναι πολύ σημαντικό για τη βιωσιμότητα του νέου υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης η ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας να συνοδευτεί και από μια παράλληλη εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου ή ακόμα και επίτευξης εμπορικών πλεονασμάτων.

Κάνοντας την υπόθεση ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει και για τα επόμενα 7, 10 ή 15 χρόνια μεγεθύνεται με ρυθμούς της τάξης του 2%, 3% ή 4%, με τι ποσοστιαίους ρυθμούς θα πρέπει να μεταβάλλονται η ιδιωτική κατανάλωση, η δημόσια κατανάλωση, οι επενδύσεις, οι εξαγωγές και οι εισαγωγές έτσι ώστε να υπάρξει πραγματική σύγκλιση – σε όρους μεριδίων των συνιστωσών της ζήτησης – με τον μέσο όρο της ΕΕ-15;

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης