Η ενδεχόμενη κάμψη των ελληνικών εξαγωγών προς τη Μεγάλη Βρετανία και κυρίως οι επιπτώσεις στις αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα «φοβίζουν» τώρα την Αθήνα, που περιορίζεται προς το παρόν να παρακολουθεί τις εξελίξεις, δείχνοντας αδύναμη να παρέμβει προς όφελος της χώρας μας.

Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρη Παπαδημητρίου στην ημερίδα «Brexit, ευκαιρίες και προκλήσεις για την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ε.Ε. κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων και την επόμενη ημέρα», που διοργάνωσε το Ελληνοβρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Ο Έλληνας υπουργός έδειξε να περιμένει τις εξελίξεις «μουδιασμένος» και ίσως χωρίς σχέδιο παρέμβασης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Θεωρεί σίγουρο το άμεσο κόστος που θα προκύψει από την κάμψη των ελληνικών εξαγωγών αγαθών στη Μ. Βρετανία και των σχετικών υπηρεσιών, αλλά και των βρετανικών επενδύσεων ενδεχομένως λόγω της υποτίμησης της βρετανικής στερλίνας.

Οι εμπορικοί και οικονομικοί δεσμοί της Ελλάδας με τη Βρετανία έχουν μακρά ιστορία και βαρύνουσα σημασία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο κατοικούν μονίμως 40.000-45.000 Έλληνες, υπάρχει σημαντική ελληνική φοιτητική παρουσία στα πανεπιστήμια της χώρας, ενώ σημαντική είναι και η δράση γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό. Όσον αφορά στις διμερείς εμπορικές σχέσεις, το ύψος των εισαγωγών από τη Βρετανία ανέρχεται στο ποσό των 1,3 δισ. ευρώ έναντι ελληνικών εξαγωγών αξίας 1,08 δισ. ευρώ (2015).

Το μείγμα των ελληνικών εξαγωγών στη Βρετανία απαρτίζεται κυρίως από φαρμακευτικά προϊόντα (14,3%), ηλεκτρικά και ηλεκτρονικό εξοπλισμό (10,8%), ορυκτά καύσιμα, πετρελαιοειδή (8,3%), λαχανικά, τρόφιμα και ξηρούς καρπούς (8,2%) κ.λπ. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέχει την 7η θέση στους εξαγωγικούς προορισμούς της Ελλάδας με μερίδιο 4,2% (2016).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και δεν είναι μόνον αυτό.

Υπάρχει και το έμμεσο κόστος που μπορεί να προκαλέσει η πιθανή αναστάτωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, με συνέπεια την αύξηση του κινδύνου και των επιτοκίων δανεισμού εξαιτίας της κάμψης τιμών των ελληνικών κρατικών ομολόγων, υπογράμμισε ο υπουργός.

«Σε μία τέτοια περίπτωση, η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη θα επιβαρύνει περαιτέρω την εγχώρια ρευστότητα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών» τόνισε.

Βεβαίως, στο έμμεσο κόστος περιλαμβάνεται και η αναπότρεπτη αλλαγή στον προϋπολογισμό της Ε.Ε., στον οποίο η βρετανική συνεισφορά ανέρχεται σε 16,56 δις ευρώ, δηλαδή 11,13% του συνόλου (έναντι 1,84 δισ. ευρώ της Ελλάδας ή 1,4% του συνόλου του προϋπολογισμού). Μέχρι στιγμής, όπως είπε, δεν έχει αποσαφηνιστεί εάν και κατά πόσο θα αναπληρωθεί η βρετανική συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη ή απλώς θα οριστικοποιηθεί η σταθεροποίησή του σε μειωμένο αριθμητικό μέγεθος.

Πρόβλημα ενδεχομένως και για τον τουρισμό

Ο τουρισμός κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στο διμερές ισοζύγιο πληρωμών με απολαβές ύψους 2,1 δισ. ευρώ και αφίξεις 2,4 εκατ. τουριστών από τη Βρετανία το 2015, αντιστοιχώντας στο 14,3% των συνολικών εισπράξεων ή αλλιώς στο 9,2% των αφίξεων τουριστών στη χώρα μας. Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία θα πρέπει να διασφαλίζει την αποτελεσματική πρόσβαση των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών σε μια παραδοσιακή εξαγωγική αγορά, η απώλεια της οποίας θα είχε σημαντικές επιπτώσεις σε τομείς όπως τα βιομηχανικά προϊόντα (περίπου 350 εκατ. ευρώ), τα χημικά (περίπου 200 εκατ. ευρώ), τα τρόφιμα (περίπου 350 εκατ. ευρώ), ο τουρισμός κ.α. Όσον αφορά στις άμεσες επενδύσεις, οι ετήσιες ακαθάριστες εισροές από τη Βρετανία κυμαίνονται περίπου στα 250 εκατ. ευρώ την τελευταία εξαετία. Ακολούθως, το εισόδημα που αποδίδεται στη Βρετανία από την πραγματοποίηση βρετανικών επενδύσεων στη χώρα μας (τόκοι, μερίσματα, κέρδη κ.λπ.) ανέρχεται σε 1,3 δις ευρώ έναντι εισπράξεων ύψους 0,5 δις ευρώ από ελληνικές επενδύσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Το βρετανικό επενδυτικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον τουρισμό, στην αγορά ακινήτων, στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, στην τεχνολογία και την ενέργεια. «Από τα παραπάνω συνάγεται πως το Brexit θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στις ελληνικές εξαγωγές και στην παραγωγή ορισμένων βιομηχανικών κλάδων (π.χ. τρόφιμα, φάρμακα), ενώ θα έχει μικρότερη επίπτωση στα τουριστικά έσοδα και στις βρετανικές επενδύσεις στη χώρα» είπε ο κ. Παπαδημητρίου, προσθέτοντας ότι, επίσης, αρνητικά θα επηρεάσει τις εξαγωγές κάποιων αγροτικών προϊόντων, δεδομένου ότι η φιλελεύθερη στάση της Βρετανίας αντίκειται στον προστατευτισμό των χωρών της Ν. Ευρώπης για τα αγροτικά προϊόντα και είναι πιθανόν να λάβει αντίμετρα.

Το Brexit αναμένεται να αυξήσει κατά τι το κόστος του χρήματος, να περιορίσει ενδεχομένως τις κοινοτικές ενισχύσεις και να μειώσει τα κέρδη των ναυτιλιακών εταιρειών μέσω της υποτίμησης της στερλίνας, της πιθανής επιβράδυνσης του διεθνούς εμπορίου και της αύξησης των ναύλων.

«Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού» υπογράμμισε ο υπουργός και ανέφερε ότι, «αν υπάρξει φυγή από το Λονδίνο κάποιων ναυτιλιακών επιχειρήσεων προς άλλα ναυτιλιακά κέντρα, δεν αποκλείεται να ευνοηθεί και το λιμάνι του Πειραιά (π.χ. παραρτήματα ναυτιλιακών γραφείων αντιπροσώπευσης)».

«Μέσα σε ρεαλιστικά πλαίσια, ένα μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών των ναυτιλιακών εταιρειών καθώς και των υπηρεσιών που παρέχουν μπορεί να μεταφερθεί στην Ελλάδα, διατηρώντας τη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου στον ναυτιλιακό κλάδο» είπε ο υπουργός.

Παρομοίως, ευκαιρίες επενδυτικές για την Ελλάδα μπορεί να δημιουργηθούν με το Brexit στον τομέα της άμυνας-ασφάλειας στο πλαίσιο ανασυγκρότησης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, ενώ η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. δημιουργεί προκλήσεις στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.

Η προσπάθεια συνάρθρωσης μιας αμυντικής ευρωπαϊκής βιομηχανίας καθώς και η πρόσληψη των αμυντικών δαπανών ως αναπτυξιακών από την Ε.Ε. αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια κάλυψης των κενών που αφήνει η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι εμπειρίες και οι πόροι (assets) που διαθέτει η Ελλάδα στους τομείς αυτούς, ένεκα των προκλήσεων που έχει να αντιμετωπίσει και των δαπανών που έχει καταβάλει, επιτρέπουν στην ελληνική οικονομία και στις ελληνικές επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην προσπάθεια ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.

Ο κ. Παπαδημητρίου εκτιμά ότι η δημιουργία του European Defense Fund, το οποίο θα χρηματοδοτείται από το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (MMF) μετά το 2021 με ποσό ετησίως 500 εκατομμυρίων ευρώ και μοχλευμένα κεφάλαια 5 δισ. ευρώ, για την ενίσχυση ευρωπαϊκών κονσόρτσιουμ αμυντικής βιομηχανίας, αποτελεί μια δέσμη ευκαιριών από την οποία μπορεί να αντλήσει σημαντικά οφέλη η Ελλάδα. «Η πρόθεση της Ε.Ε. για ενίσχυση ευρωπαϊκών κονσόρτσιουμ αμυντικής βιομηχανίας με περιφερειακή διάρθρωση δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για τις ελληνικές εταιρείες» σημείωσε ο υπουργός.

Τέλος, εκτίμησε ότι ενδέχεται να προσελκυσθούν κάποιες δραστηριότητες ξένων φαρμακευτικών πολυεθνικών από τη Βρετανία στην Ελλάδα λόγω των δυνατοτήτων που προσφέρει η χώρα μας στον συγκεκριμένο κλάδο.

Επιπρόσθετα, η χώρα μας μπορεί να διεκδικήσει μεγαλύτερο μέρος από τα προγράμματα συγχρηματοδοτήσεων σε έρευνα και τεχνολογία που παρέχει η Ε.Ε. για φαρμακευτικές εταιρείες, σημαντικό μέρος των οποίων κατευθυνόταν μέχρι πρότινος στο Ηνωμένο Βασίλειο.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης