Ακόμη πιο δύσκολες ημέρες θα περάσουν οι Έλληνες, με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας Ελλάδος, των στατιστικών αρχών της χώρας, αλλά και της Ε. Ε.. Τόσο για τα προβλήματα των πολιτών όσο και για το μεγάλο οικονομικό στοίχημα της χώρας, φαίνεται πλέον καθαρά ότι η λύση βρίσκεται στην ανάπτυξη. Εάν δεν μεγαλώσει το παραγόμενο εθνικό προϊόν, δεν μπορεί ούτε οι πολίτες να σταθεροποιήσουν τη ζωή τους ούτε το χρέος της χώρας να μειωθεί σε επίπεδα, που δεν θα «πνίγουν» την οικονομία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο και, εάν δεν επενδύσει στην ανάπτυξη της οικονομίας, οι θυσίες των Ελλήνων θα αποδείχνουν κενό γράμμα! Δεν είναι τυχαίο ότι μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης και ταχύτερης μείωσης των ελλειμμάτων συστήνει η έκθεση της Τράπεζας Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2011 – 2012.

Κατά την κοινοποίηση της έκθεσης στον πρόεδρο της Βουλής Φ. Πετσάλνικο, ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος, δήλωσε ότι η χώρα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου, για να αντιμετωπίσει τα δύο μεγάλα προβλήματά της: το μεγάλο δημόσιο χρέος και την αδύναμη ανταγωνιστικότητα. Συμπλήρωσε, όμως, πως είναι αρκετά αυτά που πρέπει να γίνουν ακόμη, προσθέτοντας πως πρέπει να επισπεύσουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές και να κινηθούμε πιο τολμηρά και πιο αποφασιστικά. Στις παρούσες συνθήκες είναι η μόνη «συνταγή», για να φέρουμε την ανάπτυξη γρηγορότερα.

Την ίδια στιγμή, ύφεση 4,5% έπληξε την Ελλάδα το 2010 έναντι 4,2% που αναφέρεται στον προϋπολογισμό που ψηφίστηκε στη Βουλή τον Δεκέμβριο. Μόλις δύο μήνες μετά, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι ήδη το πλήγμα στην ελληνική οικονομία είναι εντονότερο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το δ΄ τρίμηνο του 2010, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η ύφεση έφθασε το 6,6% σε σχέση με το δ΄ τρίμηνο του 2009. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2010 εμφάνισε μείωση 1,4%.

Προς τα κάτω επιδεινώθηκαν και οι επιδόσεις των προηγούμενων τριμήνων του 2010. Το γ΄ τρίμηνο η ύφεση έφθασε το 5,7% και το β΄ τρίμηνο του ίδιου έτους στο 5,1%.

Η σημαντική μείωση που καταγράφεται στην τελική καταναλωτική δαπάνη συνέβαλε στη μείωση του ΑΕΠ, όπως αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ, ενώ η βελτίωση που παρατηρήθηκε και κατά το 4ο τρίμηνο στο εμπορικό ισοζύγιο, αντιστάθμισε εν μέρει το αρνητικό αποτέλεσμα. Η ανακοίνωση είναι προσωρινή και δεν αναφέρει αναλυτικά στοιχεία για την επίπτωση ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.

Η έκθεση της ΤτΕ

Ειδικότερα, όσον αφορά στον κρίσιμο τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής, η έκθεση αναφέρει ότι υπήρξε ορατή πρόοδος, «αλλά αποτελεί μόνο την αρχή». Επισημαίνει ότι η μείωση του ελλείμματος επιτεύχθηκε κυρίως με μέτρα οριζόντιας εφαρμογής, όπως περικοπές μισθών και συντάξεων και αύξηση φόρων, χωρίς ουσιαστικές βελτιώσεις στο μέγεθος και την αναποτελεσματική λειτουργία του κράτους, δηλαδή εκεί όπου πρωτογενώς δημιουργούνται και γιγαντώνονται τα ελλείμματα.

Η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι αναγκαίες παρεμβάσεις στον τομέα αυτό πρέπει να είναι ριζικές, μακρόπνοες και επίμονες, για να έχουν μόνιμα θετικά αποτελέσματα στις δαπάνες, οι οποίες πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται σταθερά.

Η έκθεση ανάγει σε σημείο-κλειδί την αποκλιμάκωση του χρέους, αλλά με διαφορετική «συνταγή» από αυτή που ανακοινώθηκε από την τρόικα.

Θεωρεί ότι το πρώτο και απαραίτητο βήμα είναι η συρρίκνωση των ελλειμμάτων και η δημιουργία επαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων. Η δεύτερη, εξίσου καθοριστική, προϋπόθεση για τη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ αλλά και για την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης είναι η ανάκαμψη της οικονομίας και στη συνέχεια η ανάπτυξη με ταχείς ρυθμούς.

Η έκθεση αναφέρει ότι:

1. Η οικονομική πολιτική πρέπει να στραφεί τώρα στην εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους, για να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Το έργο αυτό είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερο από τα έκτακτα μέτρα οριζόντιας εφαρμογής, καθώς θα συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρέπει να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα και να στηριχθούν στην ευρεία συναίνεση της κοινωνίας, η οποία κατανοεί ότι το «παλαιό καθεστώς» δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο.

Εκτιμά ότι θα ήταν ιδιαίτερα θετικό, αν τελικά επιτυγχανόταν ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια και μείωση του ελλείμματος έως το 2014 μεγαλύτερη από ό,τι προβλέπεται τώρα. Αυτό είναι εφικτό, αν το σχέδιο μείωσης του ελλείμματος επικεντρωθεί στον:

– Περιορισμό των δαπανών φορέων της γενικής κυβέρνησης, με αναδιαρθρώσεις και δομικές αλλαγές όπως: αναδιάρθρωση των ζημιογόνων Δ.Ε.Κ.Ο., παύση λειτουργίας μη αναγκαίων φορέων του δημόσιου τομέα και συγχώνευση άλλων, μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης με εξορθολογισμό του συστήματος αμοιβών και διαχείρισης ανθρώπινων πόρων των φορέων της γενικής κυβέρνησης, εξέταση της δυνατότητας για περαιτέρω συγκράτηση των αμυντικών δαπανών.

– Βελτίωση της λειτουργίας και ενίσχυση των δημοσιονομικών θεσμών με έμφαση στην ενίσχυση του ελέγχου των δαπανών, στην αύξηση της διαφάνειας και στη βελτίωση της κατάρτισης του προϋπολογισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει εν προκειμένω η θέσπιση αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων για το ύψος και τον ρυθμό μεταβολής βασικών δημοσιονομικών μεγεθών.

– Επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, στην οποία μπορεί να συμβάλει η αξιόπιστη καταγραφή της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, και αύξηση των εσόδων από την αξιοποίηση της τελευταίας.

– Περιορισμό της φοροδιαφυγής, με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που είναι εφικτή, αν υπάρξει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μηχανοργάνωσης, σε συνδυασμό με την απλοποίηση των κανόνων του φορολογικού συστήματος.

2. Εκτιμάται ότι η ανάπτυξη είναι τη στιγμή αυτή το κύριο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία. Η έξοδος από την ύφεση και η γρήγορη επαναφορά σε θετικούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ αφενός θα περιορίσουν την ένταση των αρνητικών επιπτώσεων στην απασχόληση και στα εισοδήματα, και αφετέρου θα διευκολύνουν τη στρατηγική μείωσης του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

Απαιτείται προς τον σκοπό αυτό ταχύτερος περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων όχι μόνο για δημοσιονομικούς, αλλά και για αναπτυξιακούς λόγους, στοχευμένες επιλογές για την ενίσχυση της ανάπτυξης με βάση ένα δεσμευτικό, συνεκτικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη, εφαρμογή σαρωτικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ανατρέψουν παρωχημένες δομές και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστική λειτουργία της οικονομίας και ενεργητικές πολιτικές για την ενίσχυση των επενδύσεων, με την αξιοποίηση των νέων νόμων για τα κίνητρα επενδύσεων και το ΕΤΕΑΝ, ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων μέσω του ΕΣΠΑ και ενθάρρυνση της αποταμίευσης με την κατάλληλη φορολογική πολιτική.

Αναφορικά με το μνημόνιο, επισημαίνεται ότι η μεγάλη αυτή προσπάθεια θα έχει αναμφισβήτητα κόστος, το οποίο, όμως, αντανακλά το τίμημα της αδράνειας κατά το παρελθόν. Τότε, σε πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες, οι αναγκαίες αλλαγές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σταδιακά και με πολύ μικρότερες απώλειες.

Εκτιμάται ότι το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 3% περίπου το 2011, χωρίς να αποκλείεται μείωση κατά τι μεγαλύτερη. Η απασχόληση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,5% περίπου το 2010, που σημαίνει απώλεια 100.000 θέσεων εργασίας. Η μείωση των θέσεων εργασίας συνετέλεσε σημαντικά και στην άνοδο του αριθμού των ανέργων. Η ανεργία εκτιμάται ότι το 2010 ξεπέρασε το 12,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ η τάση της αναμένεται να είναι σαφώς αυξητική και το 2011.

Οι πραγματικές μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 9% το 2010 και προβλέπεται ότι θα μειωθούν σχεδόν κατά 5% το 2011, ενώ μπορεί να σταθεροποιηθούν το 2012.
Για το τραπεζικό σύστημα επισημαίνεται ότι το 2011 θα είναι έτος μεγάλων και σύνθετων προκλήσεων και οι τράπεζες επιβάλλεται να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση. Η χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, αναμένεται να σημειώσει μηδενικούς ή αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής κατά το 2011.

Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης