Toυ Άγγελου Π. Μπώλου

Το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων και η (μη) ασυλία του Ελληνικού Δημοσίου

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης Fahnenbrock και λοιποί (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-226/13, C-245/13, C-247/13 και C-578/13) που κρίθηκε πριν από λίγες ημέρες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), οι ενάγοντες των κύριων δικών, άπαντες κάτοικοι Γερμανίας, απέκτησαν ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που κατατέθηκαν στους λογαριασμούς κινητών αξιών τους οποίους διαχειρίζονταν διάφορες τράπεζες. Μετά την έκδοση του Ν. 4050/2012, η Ελληνική Δημοκρατία, απηύθυνε τον Φεβρουάριο του 2012 στους ενάγοντες πρόσκληση ανταλλαγής των ελληνικών κρατικών ομολόγων με νέα κρατικά ομόλογα, σημαντικά μειωμένης ονομαστικής αξίας.

Για την υλοποίηση της ανταλλαγής αυτής προβλεπόταν η ρητή αποδοχή εκ μέρους των ιδιωτών πιστωτών. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε τέτοια αποδοχή εκ μέρους κανενός από τους ενάγοντες, η Ελληνική Δημοκρατία προχώρησε τον Μάρτιο του 2012 στην ανταλλαγή που είχε προτείνει και, παρά τις διαμαρτυρίες των εναγόντων, δεν τους απέδωσε τη νομή των τίτλων που ήταν κατατεθειμένοι στους λογαριασμούς κινητών αξιών που διέθεταν οι τελευταίοι. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι ενάγοντες των κύριων δικών ενήγαγαν την Ελληνική Δημοκρατία ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων με αίτημα: είτε την ανόρθωση της ζημίας τους λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας είτε την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων αρχικών συμβατικών υποχρεώσεων είτε την καταβολή αποζημιώσεως.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας επίδοσης των αγωγών αυτών στην Ελληνική Δημοκρατία, ως εναγόμενη, ετέθη το ζήτημα αν κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του Κανονισμού 1393/2007, οι εν λόγω αγωγές αφορούσαν αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ή είχαν ως αντικείμενο πράξη ή παράλειψη κράτους κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Το Δικαστήριο έπρεπε επομένως να κρίνει αν υπάρχει «αστική ή εμπορική διαφορά» ή αν έχουμε «άσκηση δημόσιας εξουσίας» (acta jure imperii). Και ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας του ΔΕΕ είχε απορρίψει με τις προτάσεις του το εν λόγω αίτημα, λέγοντας ότι υφίσταται άσκηση δημόσιας εξουσίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε το ακριβώς αντίθετο, δέχθηκε δηλαδή ότι υπάρχει «αστική και εμπορική διαφορά» (αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το ΔΕΕ ακολουθεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα). Με την ως απόφαση το ΔΕΕ θέτει εκποδών, έστω και έμμεσα, τις αποφάσεις ορισμένων γερμανικών δικαστηρίων που είχαν απορρίψει αγωγές Γερμανών ομολογιούχων ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας (εξαιτίας της αρχής της ετεροδικίας των κρατών). Και τούτο διότι η έννοια της «αστικής και εμπορικής διαφοράς» ακολουθεί στο πλαίσιο του Κανονισμού 44/2001 (πλέον 1215/2013, «Βρυξέλλες Ι») που αφορά στον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας, ταυτόσημη ερμηνεία με εκείνη που έδωσε το ΔΕΕ κατά την ερμηνεία της έννοιας αυτής στο πλαίσιο του Κανονισμού 1393/2007. Με βάση τα παραπάνω, οι Γερμανοί ομολογιούχοι μπορούν να εναγάγουν το Ελληνικό Δημόσιο ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων, χωρίς το Ελληνικό Δημόσιο να μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της ετεροδικίας. Έτσι, το ΔΕΕ ταυτίζεται με παλαιότερη απόφαση του Ανώτατου Αυστριακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε επίσης αποφανθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να εναχθεί ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι η άντληση κεφαλαίων μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων, δεν θίγει την κυριαρχία του κράτους και δεν εντάσσεται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (acta iure imperii). Το Αυστριακό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της ετεροδικίας των κρατών, δεδομένου ότι αυτή δεν ισχύει για τις πράξεις εκείνες που ενεργεί το Δημόσιο στα πλαίσια των ιδιωτικού δικαίου σχέσεών του (acta jure gestionis). Με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο ανέτρεψε τις προηγηθείσες δικαστικές αποφάσεις του αυστριακού Πρωτοδικείου και Εφετείου, οι οποίες είχαν απορρίψει την αγωγή ομολογιούχου ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας (αρχής της ετεροδικίας).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κλείνοντας, πρέπει να σημειωθεί ότι η πορεία των ανωτέρω υποθέσεων ενώπιον των γερμανικών και αυστριακών δικαστηρίων, τα οποία θα επιληφθούν της διαφοράς μεταξύ των ομολογιούχων και του Ελληνικού Δημοσίου, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τους Έλληνες ομολογιούχους. Και τούτο διότι τα εν λόγω δικαστήρια θα μπουν στην ουσία της διαφοράς, προκειμένου να κρίνουν, μεταξύ άλλων, αν η παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου στον υφιστάμενο συμβατικό δεσμό μεταξύ ομολογιούχου και εκδότη, μέσω της μονομερούς και αναδρομικής τροποποίησης των όρων της αρχικής έκδοσης, είναι συμβατή με τους εφαρμοστέους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.

*ΑΓΓΕΛΟΣ Π. ΜΠΩΛΟΣ, Δικηγόρος
Επίκουρος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης