Πειθαρχικά μέτρα κατά της Ελλάδας και άλλων πέντε ευρωπαϊκών χωρών επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για υπέρβαση του ορίου στα δημοσιονομικά τους ελλείμματα ενώ αναμένονται «σφιχτές» διορίες για μείωση των ελλειμμάτων το Μάρτιο.
Έτσι, ξεκινάει η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κατά της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, της Λετονίας και της Μάλτας, καθώς τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα έχουν υπερβεί το όριο 3% επί του ΑΕΠ που θέτει η Ένωση.
«Οι συνθήκες θα θεωρηθούν έκτακτες, όπου αυτό είναι δυνατό», επισημαίνει ο Επίτροπος της ΕΕ για τις νομισματικές υποθέσεις Χοακίν Αλμούνια σε σχετική ανακοίνωση.
«Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η Κομισιόν θα κάνει χρήση της ευελιξίας που προσφέρει το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όταν θα αποφασίσει τα επόμενα βήματα στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος τις επόμενες εβδομάδες».
Η Κομισιόν χαρακτηρίζει ισχυρό το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, ο οποίος κυμάνθηκε στο 4% ετησίως. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας για το 2008 ξεπέρασε το μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ το 2009 αναμένεται να παραμείνει σε θετικό έδαφος, σύμφωνα με τις προβλέψεις Ιανουαρίου της Κομισιόν.
Ωστόσο, οι ανισορροπίες σε εγχώριο επίπεδο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχουν διευρυνθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ιδιαίτερα υψηλών επιπέδων δημόσιου και εξωτερικού χρέους. Η παρατεταμένη διεθνής οικονομική και χρηματοοικονομική κρίση έχει επιβαρύνει την οικονομία της χώρας εντείνοντας τις πιέσεις στο δημόσιο χρέος, επισημαίνει η έκθεση.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερέβη το 3% τα έτη 2007 και 2008 και, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας της Ελλάδας, αναμένεται να ανέλθει στο 3,7% επί του ΑΕΠ το 2009 και να μειωθεί στο 3,2% το 2010 και στο 2,6% έως το 2011. Δεν υπάρχουν περιθώρια παροχής δημοσιονομικών κινήτρων, διευκρινίζει η Κομισιόν, δεδομένου του πολύ υψηλού χρέους της και του σημερινού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Η στρατηγική σταθεροποίησης για το διάστημα 2010-2011 στηρίζεται πρωτίστως στον περιορισμό των δαπανών και δευτερευόντως στην αύξηση των εσόδων από φορολογία, σύμφωνα με το Πρόγραμμα, το οποίο ωστόσο δεν υπεισέρχεται αναλυτικά σε συγκεκριμένα μέτρα.