Στην απέναντι πολυκατοικία μένει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που αν αθροίσεις τα χρόνια τους συμπληρώνουν δύο αιώνες ιστορίας.

Όταν κάθομαι στο μπαλκόνι τους καμαρώνω να ρεμβάζουν τον ακάλυπτο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εκείνη μια ψιλόλιγνη κυρία, καλοστεκούμενη και πάντα περιποιημένη, μαλλιά καλοχτενισμένα σε έναν κότσο, μανικιούρ, πεντικιούρ. Ακούραστη να πλέκει ή να κεντά, συνήθειες από μια άλλη εποχή.

Εκείνος ένας εκλεπτυσμένος άνδρας, βαρύς, πιο κοντός στο ύψος από εκείνη και όμως τόσο επιβλητικός. Σκυφτός να μελετάει βιβλία ή να λύνει σταυρόλεξο.

Το ραδιόφωνο πάντα ανοιχτό στο 2ο πρόγραμμα…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ηλικιωμένη κυρία δεν σέρνει το κορμί της όπως γυναίκες της ηλικίας της, αλλά σαν γερακίνα τρέχει να φέρει φρούτα για να προσφέρει στον σύζυγό της. Πρέπει να τον περιποιείται… Έτσι λέει και η μαμά μου να κάνω κι εγώ. Κατάλοιπα μιας άλλη εποχής.

Θα ήθελα να σεργιανίσω στο βλέμμα τους και να χαθώ στις θύμησες της δαιδαλώδους σκέψης τους. Να ζήσω τη ζωή τους μέσα από όσα έχουν δει τα μάτια τους.

Μπήκα στον πειρασμό να τους μιλήσω.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η αποξένωση στις μέρες μας δεν μας επιτρέπει παρά λίγες κουβέντες από το τηλέφωνο, από τον υπολογιστή… Χάθηκε η προσωπική επαφή. Δεν γνωρίζουμε τον διπλανό μας… Θα μου πει εκείνος ο άνδρας.

«Βλέπω ξέρετε από τεχνολογία;», θα τους πω. «Εμείς είχαμε βίντεο από το 1978!», θα υπερηφανευτεί η κυρία.

Μεγάλωσαν μαζί. Παντρεύτηκαν από προξενιό το 1958 σε μικρή ηλικία και ήρθαν στην Αθήνα. Εδώ έμεναν οι γονείς του κυρίου.

«Εγώ πολέμησα στον εμφύλιο. Ήμουν ο καπετάν-Φλόγας με το όνομα», θα μου πει. Η κυρά ερχόταν στο βουνό να φέρει στα αδέλφια της φαγητό, μικρή πολύ μικρή με κάτι κοτσίδια… Να μέχρι εδώ (κάνει μια κίνηση για να μου δείξει το μέγεθος ότι είναι μέχρι τη μέση).

«Εγώ ένα πατέρα είχα και 4 αγόρια αδέλφια. Έχασα τη μάνα μου πολύ μικρή και κρατούσα το σπίτι. Εσείς οι σημερινές γυναίκες τα έχετε όλα… Πλυντήρια πιάτων, ψυγεία, τις μητέρες σας, ΟΛΑ. Εμείς μόνο τα χεράκια μας. Να μας εκτιμάτε κι εμάς λίγο. Έχω δουλέψει εγώ  στη ζωούλα μου…» Θα διακόψει τη συζήτηση ο κύριος για να πάει να πάρει το χάπι του για την πίεση.

Η γυναίκα θα συνεχίσει, «τρώει πολύ, τι να τον κάνω;»

Το τηλέφωνό μου χτυπάει, πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή. Πρέπει να διακόψω αυτή την όμορφή συνδιάλεξη. Κατανόηση, απλώς θα μου πουν: «Έτσι είστε εσείς οι νέοι, με το τηλέφωνο και τρέχετε να προλάβετε τη ζωή και όχι να τη ζήσετε!!! Ακούστε κι εμάς τους παππούδες».

Η φράση αυτή θα χαραχτεί στο μυαλό μου, «όχι να τη ζήσετε…», φυσικά και δεν ζούμε πια τη ζωή μας. Εμείς περνάμε στα θρανία την μισή και βάλε -αν συμπεριλάβουμε και τους αιώνιους φοιτητές- ζωή μας, τρέχουμε να ανέβουμε τη σκάλα της επαγγελματικής προόδου, να αποκτήσουμε όσο μπορούμε περισσότερα υλικά αγαθά και ξεχνάμε να ζήσουμε. Ασθμαίνουμε καθημερινά για να υλοποιήσουμε τις προσωπικές ματαιοδοξίες μας και στα γεράματα είμαστε μόνοι…

Μετά από 3 μήνες, όταν βγήκα για μια στιγμή στο μπαλκόνι να μαζέψω εκείνη την μπουγάδα που είχα επιχειρήσει να βάλω «με ρούχα μαζί που πλύθηκα και έγιναν όλα ροζ», είδα τον κύριο στο μπαλκόνι μόνο του. Τον χαιρέτισα.

Είδα ένα γεροντάκι, αντί για τον κοτσονάτο κύριο… Οι ρυτίδες είχαν αυλακώσει το πρόσωπό του. Τα μάτια του κουμπότρυπες και υγρά, πολύ υγρά.

«Γεια σας, τι κάνετε;», είπα. Σήκωσε μόνο το χέρι του και ανταπέδωσε με νεύμα. «Τι γίνεται; Η κυρία σας που είναι σήμερα, σας μαγειρεύει;», ξανά είπα.

Η απάντηση μονότονη, «Την χάσαμε πριν ένα μήνα. Μου την πήρε ο Θεός και με βύθισε στη μοναξιά».

«Πιο καλή μοναξιά, από εσένα που δεν φτάνω…», ίσως να το χόρευαν πιο νέοι σε καλοκαιρινές διακοπές στα λουτρά στην Κυλλήνη. Αυτή η εικόνα μου ήρθε στο μυαλό. «Τα παιδιά σας;», τον ρωτώ για να πάρω πάλι την απάντηση: «Δεν είχαμε παιδιά, δεν μας ευλόγησε ο Θεός».

Μετά από ένα μήνα έμαθα ότι ο κύριος, δεν θέλω να τον αποκαλώ παππού, είχε πέσει θύμα ληστείας από επιτήδειο, ο οποίος τον προσέγγισε στον δρόμο και του είπε ότι είναι συγγενής του από το χωριό, τον έβαλε σπίτι και του απέσπασε 2.000€.

Σε λιγότερο από 15 μέρες είδα ένα ασθενοφόρο έξω από το σπίτι του, καθώς επέστρεφα από τη δουλειά. Ρώτησα το συγκεντρωμένο πλήθος και αμέσως με ενημέρωσαν ότι είχε πεθάνει ο ηλικιωμένος γείτονάς μου από έμφραγμα.

Έκλαψα σαν να ήμουν συγγενής του… Άλλωστε, κανείς άλλος δεν υπήρχε να κλάψει γι’ αυτόν και τη γυναίκα του. Πήγα στην κηδεία. Πέντε άτομα όλα κι όλα ήμασταν.

Τώρα κάθε φορά που βγαίνω στο μπαλκόνι βλέπω το διαμέρισμα άδειο να γεμίζει με τις θύμησές τους. Μόνο ένα σταυρόλεξο πάνω στο τραπέζι του μπαλκονιού να ανεμίζει στις σελίδες με την τελευταία ακροστιχίδα που έλυνε ο κύριος. «ΤΑΞΙΔΙ… βρείτε τις δίπλα λέξεις», έλεγε. Ένα δάκρυ μου ξεφεύγει για όλους τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας που ακόμη περιμένουν από εμάς μια κουβέντα, έναν καλό λόγο, λίγη σημασία. Απλά περιμένουν… μέχρι να γίνουν αστέρια στον ουρανό.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης