Επιμέλεια: Άντζελα Πεΐτση

Στην εκδήλωση με θέμα: «Η προοπτική των γερμανικών εκλογών – καίριες διαστάσεις και πιθανά επακόλουθα», όπως, οι σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας και η επίδραση που θα έχει στην Ελλάδα το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών- που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής και το Ίδρυμα Κ. Αντενάουερ, μίλησε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Β’ Αθηνών, Νίκος Δένδιας.

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο πρώην Υπουργός, τόνισε ότι: Η Ελλάδα και η Γερμανία μοιράζονται μακρές ιστορικές σχέσεις, σχέσεις χαραγμένες από την κοινή πίστη των δύο χωρών στο όραμα μιας ενωμένης, ευημερούσας και ασφαλούς Ευρώπης. Στο όραμα αυτό επένδυσαν από κοινού, ήδη λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1958 σε μια ιστορική συνάντηση στη Βόννη, ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός, Κων/νος Καραμανλής και ο Γερμανός ομοσπονδιακός καγκελάριος, Κόνραντ Αντενάουερ έθεσαν τις βάσεις αυτής της στενής συνεργασίας και κοινής πορείας που θα συνεχιζόταν μέχρι σήμερα. Η Γερμανία, με την πολιτική και οικονομική της ισχύ, στήριξε την οικονομική σταθεροποίηση και την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας. Και η Ελλάδα, με το σεβασμό που απέπνεε η θυσία του λαού μας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στήριξε μεγαλόθυμα στα διεθνή φόρα – ήδη από τα μεταπολεμικά χρόνια – το αίτημα της γερμανικής επανένωσης, όταν άλλες δυνάμεις, ακόμη και πολύ αργότερα, αντιτίθεντο σ’ αυτό. Στον κοινό αυτό δρόμο βαδίσαμε με επιμονή και συνέχεια, διαβαίνοντας σημαντικούς σταθμούς: Συμφωνία σύνδεσης Ελλάδος – ΕΟΚ το 1961, ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ με τη συνθήκη της Αθήνας του 1979, επανένωση της Γερμανίας το 1990, διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη συνθήκη της Αθήνας το 2003».

Οι γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017: πιθανότητες κι επιλογές

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο κ. Δένδιας, ανέφερε για το θέμα των γερμανικών εκλογών: «Οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν σταθερό προβάδισμα της CDU/CSU με 39% και ακολουθούν SPD 24%, Linke 9%, Gruene 8%, FDP 8%, AfD 7% και λοιπά κόμματα 5%. Το μέτρο επαλήθευσης των δημοσκοπικών ευρημάτων θα καθορίσει και τη σύνθεση της κυβέρνησης συνεργασίας που θα κυβερνήσει τη Γερμανία την επόμενη τετραετία. Η τέταρτη κυβέρνηση της Καγκελαρίου Μέρκελ θα στηριχθεί σε μια συμμαχία με τους Φιλελεύθερους, όπως της περιόδου 2009 – 2013 (κυβέρνηση Merkel II) ή σε μια συμμαχία με τους Σοσιαλδημοκράτες, όπως των περιόδων 2005-09 και 2013-2017 (κυβερνήσεις Merkel I & III). Ο «μεγάλος συνασπισμός» CDU/CSU – SPD παρέχει ισχυρή πολιτική νομιμοποίηση και ασφαλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιτρέπει την ευχερέστερη λήψη αποφάσεων σε θέματα που μπορεί να είναι πιο ευαίσθητα για το ακροατήριο του ενός ή του άλλου κόμματος. Την περίοδο 1990-93 η τότε κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κων/νο Μητσοτάκη είχε μια εξαιρετική συνεργασία με την κυβέρνηση Kohl – Genscher: η επανένωση της Γερμανίας και το ζήτημα της ονομασίας της FYROM είναι δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα».

Και επεσήμανε: «Είναι κατανοητό ότι η πολιτική παράδοση προτάσσει τους Φιλελεύθερους ως «φυσικό σύμμαχο» των Χριστιανοδημοκρατών και από το τέλος Ιουνίου υπάρχει ήδη στην τοπική κυβέρνηση της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας μια συμμαχία CDU/CSU – FDP. Από την άλλη πλευρά, οι δυσκολίες συνεννόησης της περιόδου 2009-2013 προκαλούν εύλογους ενδοιασμούς στους Χριστιανοδημοκράτες. Ένα μικρό κόμμα μπορεί να γίνει εξαιρετικά ευαίσθητο ιδίως όταν αισθάνεται επαπειλούμενη την παραμονή του στην ομοσπονδιακή Βουλή».

Προσδοκίες από τη νέα γερμανική κυβέρνηση

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Η ΝΔ», τόνισε ο Βουλευτής Β’ Αθηνών, «διατηρεί σταθερή σχέση επικοινωνίας με τη CDU, με την οποία ανήκουμε στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Συνεργαστήκαμε σε κυβερνητικό επίπεδο την περίοδο 2012-2014 και ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει επισκεφθεί και εκθέσει στη γερμανική ηγεσία την πρότασή μας για τα επόμενα χρόνια: Αφενός μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε η χώρα να ανακτήσει πολύτιμο δημοσιονομικό «αέρα», αφετέρου εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς».

«Δυστυχώς», παρατήρησε «η συμφωνία στο Eurogroup του περασμένου Ιουνίου κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση: Κρατά την Ελλάδα δέσμιο πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2% από το 2023 έως το 2060, πλεονάσματα που δεν είναι ρεαλιστικά σε τέτοιο ύψος και βάθος χρόνου. Από την άλλη πλευρά, δεν επιλύει το ζήτημα βιωσιμότητας του χρέους, αλλά και δεν δίδει την απαραίτητη έμφαση στην προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσαν να προσδώσουν ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας που χρειάζεται η χώρα. Είναι απογοητευτικό να βλέπουμε τους θεσμούς να αρκούνται σε προτεινόμενα από την αριστερή ελληνική κυβέρνηση μέτρα λιτότητας και να μην προτρέπουν – αντί της λιτότητας – σε μεταρρυθμίσεις αναπτυξιακής κατεύθυνσης που θα τερμάτιζαν το φαύλο κύκλο της ύφεσης και του χρέους».

«Έχουμε την αίσθηση ότι η διαχείριση της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης εμπλέκεται στο παιχνίδι ισορροπιών της εσωτερικής γερμανικής πολιτικής σκηνής», σημείωσε και συνέχισε: «Η προσπάθεια εύρεσης ενός εσωτερικού «σημείου ισορροπίας» για το ελληνικό ζήτημα, βλάπτει την ευρύτερη προσπάθεια και τις πιθανότητες επιτυχίας του ελληνικού προγράμματος. Όπως επίσης βλάπτει η ανακύκλωση δηλώσεων σχετικά με την παραμονή ή μη της Ελλάδας στην ευρωζώνη: Παρακολουθούμε με σκεπτικισμό τις δηλώσεις κι απόψεις αυτές, όπως του ηγέτη των Φιλελευθέρων, Christian Lindner, ο οποίος έχει εκφρασθεί υπέρ της ελάφρυνσης χρέους της Ελλάδος σε συνδυασμό όμως με την έξοδο της από την ευρωζώνη».

»Τη στιγμή που η ίδια η Γερμανία είναι από το 2010 δεσμευμένη σε μια προσπάθεια δημοσιονομικής ανόρθωσης της Ελλάδος εντός ευρωζώνης, οποιαδήποτε αμφισβήτηση του στόχου αυτού, από όπου κι αν προέρχεται, υπονομεύει την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας, τους πόρους που έχει διαθέσει η Γερμανία και τις θυσίες που έχει υποβληθεί η Ελλάδα» επεσήμανε και τόνισε: «Η επιτυχία της προσπάθειας προϋποθέτει προσήλωση στο στόχο, τόσο από την πλευρά της Ελλάδας, όσο και από την πλευρά της Γερμανίας. Η πρόκληση αβεβαιότητας είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί. Ευελπιστούμε ότι τη βεβαιότητα αυτή από γερμανικής πλευράς θα προσφέρει η νέα κυβέρνηση της καγκελαρίου Μέρκελ στο πλαίσιο είτε ενός «μεγάλου» είτε ενός «μαυροκίτρινου» συνασπισμού».

Οι γαλλογερμανικές σχέσεις και η ανάγκη μεταρρύθμισης της ΕΕ και της Ευρωζώνης

«Οι γαλλικές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές ανέδειξαν μια νέα, μεταρρυθμιστική πλειοψηφία υπό τον Εμ. Μακρόν που τέμνει οριζόντια το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Ταυτόχρονα η ετυμηγορία των Γάλλων εκλογέων υποχρέωσε το λαϊκισμό στο πρόσωπο της Μ. Λεπέν σε μια ηχηρή ήττα, δεύτερη στη σειρά μετά τις ολλανδικές εκλογές», είπε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της ΝΔ.

Και σημείωσε: «Η πολιτική και κυβερνητική ανανέωση σε Γαλλία και Γερμανία παρέχει το αναγκαίο πολιτικό και κοινωνικό momentum για την επανεκκίνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με έμφαση στην άμυνα, την ασφάλεια και την ολοκλήρωση ευρωζώνης. Το έγγραφο προβληματισμού της Κομισιόν για την ΟΝΕ σκιαγραφεί τρεις κρίσιμους τομείς δράσης: α) χρηματοπιστωτική ένωση, β) οικονομική και δημοσιονομική ένωση (ΟΝΕ) και γ) αρχιτεκτονική της ΟΝΕ με έμφαση στη δημοκρατική της νομιμοποίηση. Η εμβάθυνση της ευρωζώνης και η αύξηση της επιρροής σ’ αυτήν της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου θα συμβάλει στην εξάλειψη των υφιστάμενων ανισορροπιών και την εμπέδωση χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας προς όφελος τόσο του ευρωπαϊκού Νότου όσο και του ευρωπαϊκού Βορά».

«Περαιτέρω», είπε «νέες εξελίξεις στο περιβάλλον ασφάλειας απαιτούν προσαρμοστικότητα εκ μέρους της ΕΕ: Η κυβέρνηση Τραμπ υιοθετεί επιφυλακτική, αν όχι αρνητική στάση σχετικά με το ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η διπλωματική ένταση και οι οικονομικές κυρώσεις της Ρωσίας παραμένουν. Όπως επίσης παραμένουν οι προκλήσεις της προσφυγικής – μεταναστευτικής κρίσης, η ισλαμική τρομοκρατία, η ένταση στη Μέση Ανατολή».

«Σ’ αυτήν την κατεύθυνση η Κομισιόν προτείνει με το έγγραφο προβληματισμού για την άμυνα τρία εναλλακτική σενάρια για το μέλλον: α) διαμόρφωση ενός χαλαρού – «εθελοντικού» μοντέλου συνεργασίας κυρίως κατά περίπτωση, β) διαμόρφωση μιας «συμμετοχικής» (shared) ασφάλειας και άμυνας, με αυξημένη δυνατότητα προβολής ισχύος, στενότερη συνεργασία ΕΕ-ΝΑΤΟ κ.α., γ) δημιουργία μιας Ένωσης Άμυνας και Ασφάλειας που θα περιλαμβάνει ακόμη και μόνιμες κοινές στρατιωτικές δυνάμεις», ανέφερε.

Οι πολιτικές εξελίξεις σε Γερμανία, Γαλλία και η Ελλάδα: γεωπολιτική ασφάλεια, προσφυγική – μεταναστευτική κρίση και προοπτικές ανάπτυξης

«Η ευημερία και ασφάλεια της Ελλάδας προϋποθέτουν την παρουσία της στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ταυτόχρονα, η παραμονή της Ελλάδας στο περιβάλλον πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης έχει ζωτική σημασία για την ασφάλεια της Ένωσης και του ΝΑΤΟ» δήλωσε ο κ. Δένδιας.

Και τόνισε: «Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας της προσδίδει αναντικατάστατη στρατηγική σπουδαιότητα για τον πολλαπλώς ευαίσθητο χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής: Διαχείριση των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών, αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της λεκάνης της ανατολικής Μεσογείου, ασφαλής διέλευση των ενεργειακών αγωγών από εκεί προς την Ευρώπη, υποστήριξη στρατιωτικής φύσης επιχειρήσεων άμυνας – ασφάλειας – διάσωσης. Ένταση στη Μέση Ανατολή. Απομάκρυνση της Τουρκίας υπό την κυβέρνηση Ερντογάν από την ΕΕ».

«Έχοντας υπόψη το ευρύτερο αυτό γεωπολιτικό περιβάλλον, αλλά και τις επιταγές της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, οι νέες κυβερνήσεις στο Παρίσι και προσεχώς στο Βερολίνο θα πρέπει – με το ειδικό πολιτικό βάρος που διαθέτουν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς – να συμβάλουν:

Στην οριστική υπέρβαση της δημοσιονομικής κρίσης της Ελλάδας, μέσω υλοποιήσιμων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων και ρύθμισης του χρέους.

Στην ενίσχυση των αμέσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα και την παροχή βελτίστων πρακτικών για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, περνώντας από την ύφεση στην ανάπτυξη και τη δημοσιονομική ισορροπία» είπε χαρακτηριστικά.

«Έχουμε την πεποίθηση ότι στο νέο πολιτικό τοπίο της Ευρώπης θα προστεθεί σύντομα και η Ελλάδα», τόνισε και επεσήμανε: «Η ελληνική κοινωνία είναι βαθύτατα απογοητευμένη από τους πειραματισμούς και τυχοδιωκτισμούς της κυβέρνησης Σύριζα – ΑνΕλ που μόνον το πρώτο επτάμηνο του 2015 κόστισαν στην ελληνική οικονομία ζημία περίπου 100 δισ. Ευρώ».

Χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό, δήλωσε: «Η εποχή του μετα-λαϊκισμού δεν θα βραδύνει να ανατείλει στην Ελλάδα με μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μιας κυβέρνησης που θα προωθήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και προστιθέμενης αξίας σε τομείς που διαθέτει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα: τουρισμός, ναυτιλία, ενέργεια, logistics, εναλλακτική γεωργία, φαρμακευτικά κ.α. Μιας κυβέρνησης που θα αξιοποιήσει με υπευθυνότητα τη θέση της χώρας στα νοτιοανατολικά σύνορα της ΕΕ και θα ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην ανάγκη προστασίας τους σε μια περίοδο έντασης στη Μέση Ανατολή και έξαρσης της τρομοκρατίας».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης