Ο πρώην πρωθυπουργός και επίτιμος Πρόεδρος της ΝΔ, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, παραχώρησε μια εκ βαθέων συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο Κων. Μητσοτάκης άνοιξε την καρδιά του για την πολυαγαπημένη του σύζυγο Μαρίκα και μίλησε για την οδύνη που του προκάλεσε η απώλειά της:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Δυστυχώς η Μαρίκα προηγήθηκε από μένα, δεν το περίμενα αυτό. Περίμενα ότι θα έρθει δεύτερη. Εμένα η μεγάλη μου επιθυμία τώρα και γι’ αυτό παρακαλώ το Θεό είναι να πεθάνω όρθιος. Δεν φοβήθηκα ποτέ το θάνατο και ούτε τον φοβάμαι. Είμαι απόλυτα προετοιμασμένος. Άλλωστε είμαι 94 χρονών, εντάξει. Με περιμένει και μένα αυτό το πολύ μικρό, ταπεινό νεκροταφείο που έχει δεχτεί ήδη τη Μαρίκα, με θαυμάσια θέα, ωραιότατο. Όλα τα πράγματα έχουν το τέλος τους, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Αγαπώ τη ζωή και όσο ζήσω θέλω να είμαι υγιής».

«Αλλά η αρρώστια δεν είναι όνειδος και ούτε είναι εις βάρος κανενός το να είναι ασθενής. Προσωπικά, δόξα τω Θεώ, είχα μία μακρά ζωή, δεν μπορώ να παραπονούμαι. Έκανα μία πειθαρχημένη ζωή, αν και τις απολαύσεις τις αγάπησα όλες. Δεν υπάρχει κάτι που να μην το έκανα. Κατάφερα όμως να μη γίνω δούλος καμιάς αδυναμίας».

Στη συνέντευξη είναι παρών και συμμετέχει ο θεράπων ιατρός του κ. Μητσοτάκη, ο διαβητολόγος Σωτήρης Ράπτης που σχολιάζει, μεταξύ άλλων και το πόσο πιστά ακολουθεί τις ιατρικές οδηγίες, σε αντίθεση με άλλους ασθενείς που παίρνουν… πρωτοβουλίες στη θεραπεία τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η συνέντευξη ξεκινά με ερώτηση, (δεν θα μπορούσε να είναι άλλη), σχετικά με την αξιοθαύμαστη και σπάνια «Ολύμπια ψυχραιμία» που χαρακτηρίζει τον πρώην πρωθυπουργό.

Ο ίδιος αποκαλύπτει το μυστικό του στο Θανάση Νιάρχο, ενώ διηγείται ότι η ψυχραιμία του τον συνόδευε ακόμη και κάτω από ακραία τραγικές συνθήκες.

«Ψυχραιμία έχω από φυσικού μου. ‘Ετσι γεννήθηκα και έτσι έμεινα ως σήμερα. Κατ’ αρχήν δεν έχω την αίσθηση του φόβου όπως δεν έχω και άγχος. Δεν σέρνω ποτέ μαζί τις έγνοιες μου. Μόλις έφευγα από τις πολλές και δύσκολες απασχολήσεις που κατά καιρούς είχα, κατέβαζα μέσω ριντό. Περίμενα να ξαναρχίσω όταν θα ήταν η κατάλληλη ώρα. ‘Εχω την αίσθηση ότι αυτό ακριβώς με κράτησε όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια.

Ιδιαίτερα την εποχή που με είχανε βάλει οι Γερμανοί στη φυλακή και είχα καταδικαστεί σε θάνατο. Μόλις είχα αναρρώσει από τύφο, μία βαριά, όπως ξέρετε, αρρώστια, και είχα φτάσει, με 1,92 ύψος, να ζυγίζω 62 κιλά, φαινόμουν σαν βυζαντικός άγιος.

Μπήκα στη φυλακή υπό δραματικάς συνθήκας, αλλά είχα καταφέρει το βράδυ στις 8 που έσβηνε το φως, (ήμουν σε πλήρη απομόνωση, ούτε μολύβι, ούτε χαρτί, ούτε ρολόι ή επαφή με οποιονδήποτε, έπρεπε όμως να επιζήσω), να κοιμάμαι ως τις 8 το πρωί της επόμενης ημέρας. Δεν έχασα όμως ποτέ ύπνο.

Και όταν άκουγα μέσα στη νύχτα το μουγκρητό του φορτηγού που έφερνε το εκτελεστικό απόσπασμα και να ανοίγουν τα κελιά όσων θα εκτελούσανε, σηκωνόμουν κα ντυνόμουν, γιατί είχα την κοκεταρία να θέλω να με εκτελέσουν ντυμένο αξιοπρεπώς. Κι όταν άκουγα στο λιθόστρωτο τα άρβυλα τα γερμανικά να φεύγουν, γδυνόμουν και ξανάπεφτα για ύπνο».

Επιμέλεια: Aννίτα Τριανταφυλλοπούλου

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης