Π.Κ.
Δεν χρειάστηκε να συγκροτηθεί ποτέ στην Ελλάδα ένοπλη εγκληματική οργάνωση τύπου Μαφίας, όπως συνέβη στη Σικελία, αλλά και σε άλλες μεγάλες επαρχίες του ιταλικού Νότου, στην Καλαβρία ή τη Νάπολη. Στην Ελλάδα η ιστορία δεν καταχώρησε ποτέ μία θλιβερή επιχείρηση -αποστολή ομάδας προοδευτικών-ριζοσπαστών (Γαριβαλδινών) στον Νότο της Ιταλίας-, όπου σφαγιάστηκαν από τις δυνάμεις των τοπικών φεουδαρχών. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την έξοχη ταινία «Allonsanfàn» των αδελφών Ταβιάνι.
Στην Ελλάδα η Μαφία συγκροτήθηκε μέσα στο ίδιο το κράτος εξαρχής. Έγινε σάρκα εκ της σαρκός του. Ανέλαβε τον ρόλο του αέναου «αιμοδότη» της γκρίζας οικονομίας, η οποία ήταν, είναι και θα υπολογίζεται και στο μέλλον περίπου στο 33% του συνόλου του ΑΕΠ. Στο παρελθόν θα έφθανε σε ακόμα υψηλότερα ποσοστά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στη χώρα αυτή δεν χρειάστηκε ούτε μία Cosa Nostra, ούτε μία καλαβρέζικη Ndrangheta ή ακόμα μία ναπολιτάνικη Camorra.
Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν πιο «φυσιολογικά». Ο θεσμικός υπόκοσμος ταυτίστηκε εξαρχής με τον μη θεσμικό υπόκοσμο. Ο θεσμικός απατεώνας δηλαδή ήταν η έκφραση της ομαλότητας. Ο τίμιος δημόσιος παράγων ήταν η ανωμαλία. Όλα εξελίχθηκαν ανάποδα στη χώρα που προσπάθησε να αναδείξει έναν Καραϊσκάκη ή έναν Μάρκο Μπότσαρη ή έναν Οδυσσέα Ανδρούτσο. Αναφέρονται τρεις βασικές προσωπικότητες θύματα του εμφυλίου πολέμου μεταξύ των Κοτζαμπάσηδων, των Καραβοκύρηδων και των Νοικοκυραίων από τη μια και του κοσμάκη από την άλλη. Από τη μια ο Μιαούλης και ο Πετρόμπεης. Από την άλλη ο Νικηταράς, ζητιάνος Αθήνεσι, για να μην ξεχνιόμαστε.
Όχι, δεν πρόκειται για νευρική κρίση. Είναι οι κυρίαρχες σκέψεις που κατακλύζουν έναν πολύ μέτριο εγκέφαλο τέτοιες ημέρες που ο Χρήστος Καλογρίτσας πέρασε στο κυβερνητικό στρατόπεδο εγκαταλείποντας εκείνο της Κουμουνδούρου. Είχε μεταπηδήσει στο «Βαθύ ΠΑΣΟΚ» μετά το ’89 και την εφημερίδα «Πρώτη» εγκαταλείποντας τον Περισσό για να φλερτάρει με τον «άνθρωπο» του Λαλιώτη τον οποίο επέβαλε ως απόλυτο άρχοντα της εταιρείας δημοσκοπήσεων GPO (ιδιοκτησίας Καλογρίτσα).
Ο ίδιος ο επιχειρηματίας «συμμάχησε» με τον Βαγγέλη τον Γιαννόπουλο για τα «μάτια» της κρατικής εταιρείας «Θέμις Κατασκευαστική» (πιο βαθύ ΠΑΣΟΚ δεν γίνεται) για να τους εγκαταλείψει όλους και να περάσει στη φράξια του Νίκου Παππά, δηλαδή των προεδρικών, που σημαίνει δηλαδή την ομάδα του Αλέξη Τσίπρα, ελέω Φλαμπουράρη, διότι τίποτε δεν γινόταν χωρίς την έγκριση του «παππού». Ποιος ήταν ο άνθρωπος του Λαλιώτη που πριν ήταν το παλικαράκι του Φλωράκη, για να γίνει το 1993 ο λεβέντης του Σημιτισμού; Ο Τάκης Θεοδωρικάκος, ο οποίος εγκαταλείπει το ΚΚΕ με το «βρόμικο ΄89», αλλά δεν εντάσσεται στον Συνασπισμό. Προτιμά τη Χαριλάου Τρικούπη και την ταχύτατη ανέλιξη. Πάντα δίπλα από τον Χρήστο Καλογρίτσα και για επτά ολόκληρα χρόνια στο πλάι του Κώστα Λαλιώτη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έφθασε, ο Καλογρίτσας επίσης και ο Νίκος Παππάς πήγε να στήσει αυτοκρατορία ΜΜΕ αλλά χωρίς υλικά. Χάρτινος πύργος και παλάτι στην άμμο έχτιζε ο Παππάς. Πήγε να παίξει με την έννοια του θεσμικού υποκόσμου χρησιμοποιώντας τακτικές και πρόσωπα του πραγματικού υποκόσμου. Νόμιζε πως θα τα καταφέρει. Τελικά έκαψε και τα δικά του χαρτιά και εξέθεσε τον Τσίπρα, στον οποίο άρεσε η ιδέα της συγκρότησης «αριστερής εκδοχής βαθέος κράτους», αλλά στην περίπτωση αυτή ταιριάζει απόλυτα το «πού πας, ρε Καραμήτρο», αφού οι άλλοι, οι αντίπαλοι, είναι εδώ και διακόσια χρόνια φουρναραίοι. Ο Τσίπρας φέρεται πως μόνο τελευταία κατάλαβε ότι με Παππά χαΐρι δεν γίνεται.
Πίσω πάλι στο ζητούμενο. Κάποια στιγμή η GPO πεθαίνει, ο Θεοδωρικάκος περνά στον Μητσοτάκη, ο Καλογρίτσας αναποτελεσματικός και χωρίς φράγκο μένει με τον Νίκο Παππά. Ο τελευταίος ψάχνει να τα βρει με τον υπαρκτό εχθρό (στα χαρτιά), δηλαδή τον Βαγγέλη Μαρινάκη, και του ζητά «δανεικά» ώστε ο Καλογρίτσας να μπορεί να παίξει τον ρόλο του παράγοντα, δηλαδή του ιδιοκτήτη τηλεοπτικής άδειας. Ο Μαρινάκης αρνείται και καρφώνει δημοσίως τον Παππά. Αυτά έχουν οι λυκοφιλίες. Προηγουμένως ο Παππάς πήγε να παίξει πολιτική μπιρίμπα με τον Σάμπυ Μιωνή, που θέλει τρεις Παππάδες στην καθισιά του. Ναι, ο Μιωνής δεν είναι κανένα παιδάκι.
Τους Βορίδηδες και το ακροδεξιό σινάφι του τους ξέρει από πρώτο χέρι. Από τα γυμνασιακά του χρόνια έμαθε να τους αντιμετωπίζει. Βλέπετε είναι εγγονός του Σάμπυ Κοέν, ο οποίος δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς. Επιβίωσε όμως η γιαγιά του, η γυναίκα του Κοέν, η Ζερμαίν, η οποία θυμόταν τα πάντα και τα μετέδωσε στον εγγονό της. Άλλωστε πολύ νωρίς ήρθε και ο καρκίνος και χτύπησε την πόρτα του. Τα κατάφερε και εκεί. Υπάρχουν άνθρωποι που γίνονται σκληροί. Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται σκληροί. Υπάρχουν άνθρωποι που κάποια στιγμή καταλαβαίνουν πως πρέπει να γίνουν σκληροί. Ο Μιωνής μαγνητοφώνησε τον Παππά στην Κύπρο. Το δεξί χέρι του Τσίπρα πήγε να το παίξει «Αρχιμαγαζάτορας» χωρίς μαγαζί και Σικελός του Μαξίμου χωρίς να έχει πάει ποτέ του στο Παλέρμο. Ο Νίκος Παππάς δεν είχε ποτέ του πληροφορηθεί να αποφεύγει τα «Τρία Άλφα».
Αμετροέπεια, Αλαζονεία, Απληστία. Κανείς δεν τον προειδοποίησε. Ούτε ο Φλαμπουράρης. Νόμιζε ο δόλιος πως μόνος του με τον Τσίπρα θα έστηνε τη δική τους εκδοχή της παρά φύσιν σχέσης της πολιτικής με τον θεσμικό και μη θεσμικό υπόκοσμο. Το σύστημα τον έφαγε λάχανο αυτόν τον άπληστο, αλαζονικό και αμετροεπή πιτσιρικά που τόλμησε να σκεφτεί πως υπάρχει χώρος για αριστερή διαπλοκή με προοδευτικό πρόσημο. Νόμιζε (ο Παππάς) πως όλοι οι άλλοι οι «εναπομείναντες» θα τον συγχωρούσαν που τους απαγόρευσε μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια το δικαίωμα να αυτοαποκαλούνται Αριστεροί και να είναι περήφανοι γι΄ αυτό.
Στην Κουμουνδούρου πια το κλίμα είναι βαρύ για τον Νίκο Παππά. «Αν όλα αυτά που λέγονται και καταγγέλλονται από τον Μιωνή και τον Καλογρίτσα είναι ψευδή, τότε γιατί ο Νίκος δεν κατάθεσε ούτε μία μήνυση;» διερωτώνται στο κόμμα. Μάλλον έχουν δίκιο. Σε άλλες εποχές ο Νίκος Παππάς, συνοδευόμενος (κατά πάσα πιθανότητα) από τον Φώτη Κουβέλη, θα είχε ήδη βρεθεί στο γραφείο κάποιου εισαγγελέα. Στην Κουμουνδούρου λένε και κάτι ακόμα. Εκλογές με τον Παππά δίπλα από τον Τσίπρα δεν γίνονται. Το μήνυμα είναι σαφές όταν μάλιστα πολλοί είναι εκείνοι στον ΣΥΡΙΖΑ που μυρίζονται κάλπες το φθινόπωρο.
Η πολύ πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου, από την υπόθεση Κοσκωτά δηλαδή και μετά, μας δίδαξε πως η ενσωματωμένη Μαφία στο ελληνικό κράτος είναι κάτι σαν τη Λερναία Ύδρα. Καμιά φορά μάλιστα προτιμά να θυσιάζει και ένα ή δύο κεφάλια της για τα μάτια του κόσμου, αφού ξέρει καλά πως θα φυτρώσουν άλλα τόσα. Ενδεχομένως και περισσότερα.
Τώρα τα φαντάσματα ξαναχτύπησαν και τα υπόγεια του Μαξίμου επανήλθαν με διαφορετικό κοστούμι. Στην αρχή με την υπόθεση Voucher και τον φλύαρο Βρούτση και τα φιλαράκια του στα ΚΕΚ και τα ΙΕΚ, λίγο αργότερα με τα κονδύλια της «Λίστας Πέτσα». Σπασμένα τα φρένα του Μαξίμου στην κατηφόρα τη μεγάλη. Μια με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο στη σέντρα, μια με τον πρωθυπουργικό ανιψιό στην επίσημη λιμουζίνα και τους μπράβους του να το παίζουν Λάκι Λουτσιάνο στη Μιχαλακοπούλου. Μετά ήρθαν και οι ζαρντινιέρες από λαμαρίνα των 500 ευρώ και οι μπογιές μούφα για την άσφαλτο της Πανεπιστημίου, που ξέβαψαν, η οικογένεια να είναι καλά.
Είπαμε, στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να πας μακριά για να συναντήσεις τον Don… Capo dei Capi. Αρκεί να στρίψεις σε κάποια γωνία της Βασιλίσσης Σοφίας. Σίγουρα κάπου θα σε βγάλει.