Για καταπίεση των Πομάκων της Θράκης από τους τουρκόφωνους Μουσουλμάνους, κάνει λόγο η ετήσια έκθεση του Στέητ Ντηπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως δηλώνουν οι ίδιοι οι Πομάκοι πιέζονται από τους τουρκόφωνους για να αρνηθούν την ύπαρξη της πομακικής ταυτότητας ως διακριτής από την τουρκική.
Στην έκθεση, σχετικά με την Ελλάδα, διαπιστώνεται η παράνομη διακίνηση προσώπων, περιορισμοί στη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού εθνοτικών μειονοτικών ομάδων, διακρίσεις και κοινωνικός αποκλεισμός εθνοτικών μειονοτήτων, ειδικότερα των Ρομά.
Σε ότι αφορά τους Ρομά, η έκθεση αναφέρει ότι σημαντικό ποσοστό στερείται πρόσβασης σε αξιοπρεπή κατοικία, βασική ιατρική περίθαλψη και ευκαιρίες απασχόλησης. Επίσης γίνεται αναφορά σε επιθέσεις εναντίον τους από ομάδες νεοναζί.
Σχετικά με τους Αλβανούς μετανάστες σημειώνεται ότι αποτελούν πλέον το 5%-7% του πληθυσμού και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν ορισμένα προβλήματα διακρίσεων, αν και εκπρόσωποι της αλβανικής κοινότητας καταγράφουν σταδιακή μείωση των εις βάρος τους διακρίσεων.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι ορισμένες μειονότητες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ελεύθερη έκφραση της ταυτότητάς τους, και ότι τους απαγορεύεται να χρησιμοποιούν τον όρο «Τούρκος» ή «τουρκικός» σε τίτλους οργανώσεων, μολονότι μεμονωμένα άτομα μπορούν νομίμως να αυτοαποκαλούνται «Τούρκοι».
Η έκθεση αναφέρει ότι το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει τη σλαβική διάλεκτο ως «μακεδονική», ενώ μικρός αριθμός σλαβόφωνων επιμένουν να αυτοπροσδιορίζονται ως «Μακεδόνες», γεγονός που προκαλεί έντονη διαφωνία του ελληνικού πληθυσμού.
Υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα είναι μια συνταγματική, πολυκομματική δημοκρατία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών της και ότι οι πολιτικές αρχές της χώρας διατήρησαν τον αποτελεσματικό έλεγχο των αρχών ασφαλείας.
Αναφέρεται ωστόσο ότι παρατηρήθηκαν προβλήματα σε τομείς, όπως κακοποίηση παράνομων μεταναστών και τσιγγάνων από τις δυνάμεις ασφαλείας, συνωστισμός και άσχημες συνθήκες διαβίωσης σε μερικές φυλακές, κακές συνθήκες κράτησης λαθρομεταναστών, κράτηση και απέλαση ασυνόδευτων ή αποκομμένων από τις οικογένειές τους ανηλίκων, αδυναμία παροχής επαρκούς προστασίας σε θύματα οικιακής βίας.